Πώς φτάσαμε στον εμφύλιο της Λιβύης και τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα

Παρότι στην Ελλάδα αρκετοί θυμήθηκαν το συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, όταν με έναν τρόπο οι εξελίξεις του άγγιξαν και την Ελλάδα, δηλαδή όταν η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης υπέγραψε με την Τουρκία το μνημόνιο για την από κοινού οριοθέτηση ΑΟΖ, με τρόπο που αμφισβητούσε τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η λιβυκή κρίση έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος.

Δεν αφορά απλώς τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις ενός χαρακτηριστικού παραδείγματος failed state αλλά και την προβολή ευρύτερων γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Αυτό εξηγεί και την ένταση της σύγκρουσης και την προσπάθεια παρέμβασης ξένων δυνάμεων. Άλλωστε, η Λιβύη βρίσκεται σε μια κρίσιμη γεωγραφική ζώνη, αυτή της Βόρειας Αφρικής, ενώ διαθέτει και μεγάλα και καλής ποιότητας αποθέματα πετρελαίου.

 

Η σκληρή σύγκρουση των αντιμαχόμενων πλευρών

Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου βρίσκονται στη δυσκολία που υπήρξε να διαμορφωθεί μια συνεκτική και αντιπροσωπευτική πολιτική λύση μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς και την πτώση του Καντάφι. Αντί για την υποτιθέμενη δημοκρατική μετάβαση η χώρα βυθίστηκε στο χάρος μια σύγκρουσης στην οποία δεν συμμετέχουν απλώς πολιτικές παρατάξεις αλλά και πολέμαρχοι, σε μια χώρα που άλλωστε ιστορικά είχε σημαντικές διαφορές στο εσωτερικό της.

Με αυτό τον τρόπο και ύστερα από αλλεπάλληλες μεγάλες συγκρούσεις, εναλλασσόμενες με απόπειρες ειρήνευσης, διαμορφώθηκαν οι δύο πόλοι της σύγκρουσης, δηλαδή από τη μια η «Κυβέρνηση της Εθνικής Συμφωνίας», με έδρα την Τρίπολη, που έχει με έναν τρόπο και τη διεθνή αναγνώριση (αν και όχι με την έννοια ότι θεωρείται ότι έχει και πλήρη δικαιοδοσία) και από την άλλη, στα ανατολική το Κοινοβούλιο (που προφανώς εδώ και χρόνια δεν έχει με κάποιο τρόπο ανανεώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό) και τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό υπό τον Χαφτάρ. Ο τελευταίος μάλιστα έχει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή εφόσον ξεκίνησε ως συνεργάτης του Καντάφι όταν ο τελευταίος έκανε το πραξικόπημα που τον έφερε στην εξουσία, όμως αργότερα και αφού πέσει σε σχετική δυσμένεια θα βρεθεί στις ΗΠΑ και μάλιστα για καιρό θα διαμένει πολύ κοντά στα γραφεία της CIA.

Οι δύο προσπάθειες που έγιναν για εκλογές, το 2012 (από τις οποίες αντλεί τη νομιμοποίησή της η κυβέρνηση της Τρίπολης) και το 2014 (όταν εκλέχτηκε η Βουλή των αντιπροσώπων που εγκατέλειψε την Τρίπολη και για ένα διάστημα χρησιμοποιούσε ως εγκατάσταση στο Τομπρούκ το φέριμποτ Έλυρος), δεν οδήγησαν σε ενότητα, ούτε και η πολιτική συμφωνία του 2015, σύμφωνα με την οποία ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Σάρατζ.

Μέσα σε όλα αυτά θα προστεθεί και η προσπάθεια του Ισλαμικού Κράτους να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, κάνοντας ακόμη πιο περίπλοκη την κατάσταση. Θα είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες που παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες συνεννόησης ο Χαφτάρ θα προσπαθήσει να ενισχύει σημαντικά τις θέσεις του Λιβυκού Εθνικού Στρατού, κλιμακώνοντας τις επιθέσεις και επικεντρώνοντας στην Τρίπολη.

 

Η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων

Παρότι αρχικά οι ΗΠΑ θα πανηγυρίσουν την ανατροπή του Καντάφι και το θάνατό του στα χέρια οπλισμένου πλήθους τον Οκτώβριο του 2011 («Ήρθαμε, είδαμε, πέθανε» θα αναφωνήσει η Χίλαρι Κλίντον), σύντομα θα ακολουθήσουν πολύ πιο ανησυχητικά προβλήματα και θα αναδειχτούν όλες οι δυσκολίες να επιβληθεί η ηρεμία και η τάξη στη Λιβύη. Οι ίδιες οι ΗΠΑ θα πληρώσουν το τίμημα, όταν το Σεπτέμβριο του 2012 θα σκοτωθεί στη Βεγγάζη ο ίδιος ο αμερικανός πρεσβευτής ύστερα από επίθεση ισλαμιστικών ομάδων κατά της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής.

Την ίδια σημαντικό ρόλο θα έχουν και ευρωπαϊκές χώρες. Η Γαλλία και η Βρετανία θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των αρχικών νατοϊκών βομβαρδισμών, ενώ από ένα σημείο θα αυξηθεί το ιταλικό ενδιαφέρον. Μάλιστα, η Ιταλία, που ήταν αποικιακή δύναμη στη Λιβύη, θα επενδύσει ιδιαίτερα στη συνεργασία με την κυβέρνηση της Τρίπολης σε σχέση με το μεταναστευτικό στην προσπάθειά της να περιορίσει τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στη Μεσόγειο. Όμως, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατηγορούν την Ιταλία ότι τότε συνεργάστηκε με τους τοπικούς πολέμαρχους που έλεγχαν τη διακίνηση ανθρώπων και με αντάλλαγμα τις ιταλικές ενισχύσεις έβαζαν τους μετανάστες σε άθλιους χώρους κράτησης.

Ταυτόχρονα, οι ευρύτερες αντιπαραθέσεις της Μέσης Ανατολής θα βρουν την αντανάκλασή τους και στη λιβυκή κρίση. Η κυβέρνηση της Τρίπολης, πέραν των καλών σχέσεων με ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία, θα βρεθεί να στηρίζεται από τις δύο χώρες που κυρίως εκπροσωπούν τη γραμμή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην περιοχή, την Τουρκία και το Κατάρ. Ειδικά για την Τουρκία αυτό αντανακλούσε και την ευρύτερη προσπάθειά της να αποκτήσει ρόλο και επιρροή στην περιοχή.

Από την άλλη, το Κοινοβούλιο και ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός θα έχουν τη στήριξη ενός ευρύτερου φάσματος δυνάμεων: της Αιγύπτου, που συνορεύει με τη Λιβύη και δεν επιθυμεί ενίσχυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (η τρέχουσα αιγυπτιακή κυβέρνηση είναι στην εξουσία ύστερα από το πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας), της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πάλι στο πλαίσιο της ίδιας αντιπαράθεσης, κάτι που είχαμε δει και στη Συρία. Μάλιστα, τα ΗΑΕ, που έχουν ιδιαίτερα σημαντικές ένοπλες δυνάμεις έχουν συνεισφέρει και σημαντικά σε εξοπλισμό. Την πλευρά Χαφτάρ εμμέσως στήριξε και η Ρωσία (μέσω μισθοφορικής εταιρείας), η Γαλλία, ενώ έχουν υπάρξει δημοσιεύματα για στήριξη του Χαφτάρ και από το Ισραήλ.

Οι ίδιες οι ΗΠΑ επισήμως αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης, όμως, διατηρούν δίαυλο επικοινωνίας και με τον Χαφτάρ.

Μάλιστα, ήταν η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης και κυρίως η κλιμάκωση των επιθέσεων από την πλευρά του Χαφτάρ, που μπορεί να εξηγήσει και γιατί η κυβέρνηση υπό τον Σάρατζ στράφηκε ακόμη περισσότερο προς την Τουρκία, κάτι που η τελευταία το εκμεταλλεύτηκε και με τη συμφωνία για την ΑΟΖ, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και ευθύνη μεγαλύτερης στρατιωτικής υποστήριξης.

 

Ο φόβος γενικευμένης ανάφλεξης και η προσπάθεια για επανεκκίνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας

Η κλιμάκωση των συγκρούσεων και οι καινούριες επιθέσεις του Χάφταρ προς την Λιβύη δείχνουν να θορύβησαν τη διεθνή κοινότητα. Ο φόβος είναι διπλός. Από τη μια παρατεταμένη και αιματηρή πολεμική σύγκρουση, καθώς η κατάληψη της Λιβύης, μιας πυκνοκατοικημένης πόλης, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Από την άλλη, μια γενικευμένη σύγκρουση που θα έφερνε σε αντιπαράθεση από τη μια την Τουρκία, από την άλλη τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο και όχι απλώς με όρους παροχής οπλισμού στις αντιμαχόμενες πλευρές. Αυτό εξηγεί και την προσπάθεια να υπάρξει κάποιου τύπου κατάπαυση του πυρός.

Η Ρωσία προσπάθησε και προσπαθεί να παίξει στη λιβυκή σύγκρουση ένα ρόλο ανάλογο με αυτόν που είχε στη Συρία, αν και σε ένα πιο δύσβατο έδαφος. Προσπαθεί να πιέσει την Τουρκία να αποδεχθεί ένα πλαίσιο εκεχειρίας και ειρηνευτικής διαδικασίας και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί τη στήριξη που είχε δώσει στον Χαφτάρ. Φάνηκε, όμως, ότι σε πρώτη φάση ήταν αρκετά πιο δύσκολη η εξεύρεση κοινού τόπου.

Η ίδια η Τουρκία προφανώς επιδιώκει κυρίως να κατοχυρωθεί ως δύναμη που παίζει ρόλο στην ειρηνευτική διαδικασία (την ίδια στιγμή βεβαίως που στηρίζει τη μία πλευρά) και ταυτόχρονα να μη χάσει το «κεκτημένο» των συμφωνιών που είχε πετύχει σε σχέση με τις ΑΟΖ. Κομβικό για την Τουρκία είναι να μην υπάρξει σαφής κατίσχυση του Χαφτάρ και κατάρρευση της κυβέρνησης της Τρίπολης, αλλά διαδικασία στην οποία η τελευταία θα παίζει ρόλο.

Σε αυτό το φόντο, απέκτησε ξανά ενδιαφέρον η πρωτοβουλία για τη Σύνοδο του Βερολίνου, όπως φαίνεται και από τις αντιδράσεις και των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η ίδια η Γερμανία, που δεν είχε εμπλοκή ανάλογη με αυτή της Γαλλίας ή της Ιταλίας στην έναρξη της κρίσης, ελπίζει ότι θα μπορέσει να πετύχει περισσότερα από όσα στη συνάντηση της Μόσχας.

Βεβαίως το ερώτημα είναι τι ακριβώς μπορεί να επιτευχθεί, καθώς υπάρχει μια ολόκληρη γκάμα πιθανών αποτελεσμάτων από την κατάπαυση του πυρός, την απαγόρευση πώλησης όπλων και μεταφοράς μισθοφόρων, την προσπάθεια να απομάκρυνση του ξένου στρατιωτικού προσωπικού και την πολιτική συμφωνία. Τι από όλα αυτά θα επιτευχθεί θα το δούμε την Κυριακή.

 

Η ελληνική εμπλοκή

Παρότι η Ελλάδα παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στη Λιβύη και είχε λάβει μέρος και σε διεθνείς διασκέψεις για το ζήτημα, εντούτοις δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί μια χώρα που έχει παίξει έναν ενεργητικό ρόλο στην όλη κρίση. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη μη πρόσκλησή της στη Σύνοδο του Βερολίνου, για την οποία και έχει διαμαρτυρηθεί εντόνως.

Ωστόσο την ίδια στιγμή η εξέλιξη με την τουρκολιβυκή συμφωνία για την ΑΟΖ έκανε την ελληνική κυβέρνηση να επιδοθεί σε έναν διπλωματικό μαραθώνιο ώστε να αποτρέψει αυτή να δημιουργήσει κάποιο πραγματικό κεκτημένο. Σε αυτό το πλαίσιο, εντατικοποιήθηκαν και οι συναντήσεις με την πλευρά Χαφτάρ, με αποκορύφωμα την αιφνιδιαστική άφιξή του στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου.

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κυβέρνηση σε φραστικό και διακηρυκτικό επίπεδο, έχει εξασφαλίσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις από τον Χαφτάρ σε σχέση με τη συμφωνία Λιβύης και Τουρκίας, όμως το πώς αυτές θα υλοποιηθούν θα εξαρτηθεί και από τη μεταβατική πολιτική λύση που θα διαμορφωθεί στο τέλος. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Χαφτάρ που δείχνει να επιδιώκει πάντα να διαμορφώσει έναν πιο θετικό γι’ αυτόν συσχετισμό δεν είναι δεδομένο ότι θα είναι ο επόμενος ηγέτης Λιβύης, έστω και εάν το επιδιώκει και έστω και εάν έχει μια πιο ισχυρή θέση.

Αντίστοιχα, με δεδομένο ότι οι προτεραιότητες του διεθνούς παράγοντα είναι κυρίως η αποφυγή της γενίκευσης της σύγκρουσης, παρά η αντιμετώπιση επιμέρους προβλημάτων όπως αυτό που αφορά τη συμφωνία για την ΑΟΖ και καθώς η όποια απειλή ελληνικού βέτο δεν αφορά τον πυρήνα της όποιας συμφωνίας θα προκύψει την Κυριακή, είναι σαφές ότι η ελληνική διπλωματία έχει αρκετό δρόμο μέχρι να μπορέσει επιβάλει και τις ελληνικές θέσεις ως πλευρές της συνολικής διαπραγμάτευσης.

Σε αυτό φαίνεται να κατατείνουν και οι δηλώσεις της ελληνικής πλευράς ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να πάρει ενεργό μέρος στην όποια ειρηνευτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της άμεσης παρουσίας «ελληνικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή επιχείρηση επιβολής του εμπάργκο των όπλων και της μεταφοράς μισθοφόρων στη Λιβύη», δηλώσεις που επιδιώκουν να ενισχύσουν το ελληνικό αίτημα να είναι τμήμα της συμφωνίας για την ειρήνευση και η ακύρωση του μνημονίου για την ΑΟΖ.