Ο ακήρυκτος ελληνοκυπριακός εμφύλιος (1944-49
Ο ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ (1944-49)
του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
1. Εισαγωγή
Στη συγκεκριμένη εργασία θα ασχοληθούμε με τον «ακήρυκτο» εμφύλιο που έλαβε χώρα μεταξύ των ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων μεταξύ 1944 και 1949. Θεωρούμε τα γεγονότα των Δεκεμβριανών στην Ελλάδα ως την αφετηρία αυτού του ιδιόμορφου «εμφύλιου», η ένταση του οποίου θα επιταχυνθεί μετά την έναρξη του εμφυλίου στην Ελλάδα. Για να μπορέσουμε να αναδείξουμε τα χαρακτηριστικά της ενδοελληνοκυπριακής αντιπαράθεσης υποχρεωθήκαμε σε μια μεθοδολογική αφαίρεση: Απουσιάζει από το φόντο της ανάλυσης η αναφορά στις τουρκοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις ενώ σε περιορισμένο βαθμό παρουσιάζεται η στάση των βρετανικών αρχών κι αυτό κυρίως μέσω των εξελίξεων που έφερε η «Διασκεπτική». Η παράθεση στοιχείων από δευτερογενείς αλλά και πρωτογενείς πηγές είναι εκτενής κι αυτό αφενός για να αναδειχθεί το εύρος και η οξύτητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων και αφετέρου για να στηριχτούν τα συμπεράσματα που υιοθετούνται σε διάφορα μέρη του άρθρου αλλά και στο τέλος του άρθρου.
2. Οι εξελίξεις πριν τα Δεκεμβριανά
Τα γεγονότα των Δεκεμβριανών είχαν σημαντικές επιπτώσεις και στο κυπριακό κομματικό σύστημα. Δεδομένου πως μετά την εξέγερση του 1931 είχε απαγορευτεί η δραστηριοποίηση κυπριακών πολιτικών κομμάτων, θα χρειαστεί το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η συμμετοχή των Κυπρίων στο βρετανικό στρατό για να δοθεί η δυνατότητα για ελεύθερη λειτουργία κομματικών σχηματισμών στην Κύπρο. Αυτό θα οδηγήσει στη δημιουργία πολιτικών σχηματισμών οι οποίοι εντάσσονται στον άξονα Δεξιά / Αριστερά, αναπαράγοντας έτσι τις αντιθέσεις που αυτός περιλαμβάνει, πράγμα που θα γίνει σαφές και στις δημοτικές εκλογές του 1943.1
Ωστόσο αυτή η αντιπαράθεση δε θα εμποδίσει το ΑΚΕΛ, δύο μήνες μετά, το Μάιο του 1943, να ζητήσει τη συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου στο οποίο να μετέχουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του νησιού:
«Ενοποίηση των εθνικών προσπαθειών επιβάλλεται και καθίσταται απαραίτητη. Ενοποίηση, όμως, χωρίς κομματικήν εκμετάλλευση, χωρίς κανένα αποκλεισμό. “Ενοποίηση” με αποκλεισμό της μιας ή της άλλης οργανώσεως θα εσήμαινε διαίρεση, πάλη, εθνικούς διαπληκτισμούς, εξυπηρέτηση εκείνων που αντιτίθενται στη δικαίωση της αξιώσεώς μας, καταστροφή της εθνικής μας υποθέσεως». (Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 245).
Η πρωτοβουλία αυτή δεν θα προχωρήσει τότε αλλά θα επαναληφθεί τον Αύγουστο του 1944 με αποτέλεσμα ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεόντιος να το θεωρήσει ως ευκαιρία για την από κοινού προώθηση του αιτήματος της Ένωσης. Έτσι, θα καλέσει το ΑΚΕΛ, το ΚΕΚ2 και την ΠΕΚ3 να τοποθετηθούν αν επιθυμούν να συμμετέχουν στη σύνταξη ενός κοινού υπομνήματος που θα έθετε το θέμα της Ένωσης. Το ΑΚΕΛ και η ΠΕΚ τοποθετήθηκαν θετικά αλλά όχι το ΚΕΚ που δήλωσε πως το καλύτερο είναι το κάθε κόμμα να προχωρήσει στην υλοποίηση του δικού του προγράμματος.
Ωστόσο η άμεση προοπτική απελευθέρωσης θα αναδείξει με πιο έντονο τρόπο το ζήτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, έτσι ώστε το ΚΕΚ να αναθεωρήσει τη στάση του και στις 25 Σεπτεμβρίου να αποδεχθεί την πρόσκληση του Λεόντιου. Το αποτέλεσμα θα είναι οι τέσσερις μεγαλύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί ΑΚΕΛ, 4 ΚΕΚ, ΠΕΚ, ΠΕΣΠ5 ) να συμφωνήσουν στις 11 Οκτωβρίου σε πρωτόκολλο συνεργασίας για την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα. Ωστόσο από το δεξιό χώρο σύντομα θα αρχίσουν να υπάρχουν υπαναχωρήσεις κυρίως λόγω της αντίθεσης στη συμμετοχή του ΑΚΕΛ στις σχετικές συζητήσεις.6 Το αποτέλεσμα θα είναι η όλη συνεργασία να τεθεί σε αμφισβήτηση.
3. Η μεταφορά του εμφυλιοπολεμικού κλίματος στην Κύπρο (1944-45)
Μέσα σε αυτό το κλίμα καχυποψίας, τα γεγονότα των Δεκεμβριανών θα έρθουν να λειτουργήσουν καταλυτικά στις περαιτέρω εξελίξεις. Σταδιακά όλοι οι πολιτικοί φορείς, αλλά και η Εκκλησία, ζητούν να μη συμμετέχει το ΑΚΕΛ στην ενιαία δράση για την Ένωση.
Την αρχή έκανε το ΚΕΚ την ίδια μέρα των συγκρούσεων στην Αθήνα (3/12/44) όπου με σχετική ανακοίνωσή του θα υποστηρίξει πως οι εξελίξεις στην Ελλάδα αποδεικνύουν ότι οι ελλαδίτες κομμουνιστές δεν αγωνίζονται για την προώθηση των εθνικών θεμάτων αλλά για την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος. Κατά συνέπεια:
«Δεδομένης της ταυτότητας αντιλήψεων των εν Ελλάδι και Κύπρω Κομμουνιστών ως ρητώς και ανεπιφυλάκτως ομολογήθη υπό των αντιπροσώπων του ΑΚΕΛ κατά την τελευταίαν σύσκεψιν εις την Αρχιεπισκοπήν, η παρούσα συνέλευσις αποκλείει οιανδήποτε συνεργασία μετά των Κυπρίων κομμουνιστών, εάν η εξέλιξις της καταστάσεως εις την Ελλάδα αποδείξη ότι οι εκεί κομμουνισταί επιδίωκον την ενότητα, ουχί προς προώθησιν των εθνικών τμημάτων, αλλά δια να χρησιμοποιήσουν ταύτην ως γέφυρα δια την βιαίαν ανατροπήν του κοινωνικού καθεστώτος» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 256).
Βλέπουμε πως υπάρχει μια απευθείας σύνδεση των εξελίξεων στην Ελλάδα με τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα Δεκεμβριανά αποτελούν τη δικαιολογία που έψαχνε στο προηγούμενο διάστημα η ηγεσία της κυπριακής Δεξιάς για να μην συνεργαστεί με το ΑΚΕΛ, σε ένα ενωτικό μέτωπο για την Ένωση με την Ελλάδα
Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως ο απόηχος των Δεκεμβριανών στο νησί έχει τέτοια διάσταση που η Εκκλησία η οποία έχει κρατήσει θετική στάση στο ζήτημα της συμμετοχής της Αριστεράς στο ενωτικό μέτωπο, τώρα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με το ΚΕΚ. Έτσι μια μέρα μετά τα Δεκεμβριανά ο Αναπληρωτής του Θρόνου της Κερύνειας Αρχιμανδρίτης Ανθόπουλος έστειλε εγκύκλιο στους δασκάλους και στους εκκλησιαστικούς επιτρόπους της Μητροπολιτικής περιφέρειας Κερύνειας για να διαβαστεί στις εκκλησίες στις 17 και 24 Δεκεμβρίου όπου αναφερόταν πως «ο Κομμουνισμός αρνούμενος την ύπαρξιν Θεού θεωρεί την Αγίαν ημών θρησκείαν ως ανθρώπινον κατασκεύασμα, προσβεύων και διδάσκων το μίσος, την βίαν και την ανατροπήν» (αναφέρεται στο Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 256).
Από τη δική του πλευρά το ΑΚΕΛ θα ταχθεί αναφανδόν υπέρ του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και σε σχετική ανακοίνωση της Κεντρικής του Επιτροπής υποστηρίζεται μεταξύ άλλων:
«1. Το πρόγραμμα του ΕΑΜ ήταν να αγωνιστή για την απελευθέρωση της Ελλάδας και για την εξασφάλιση της Λαοκρατίας. Στην επιτυχία του πρώτου σκοπού αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισεν ο ΕΛΑΣ […] Απομένει όμως και ο δεύτερος σκοπός: Η πραγματοποίηση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Αυτόν ακριβώς το δεύτερο σκοπό αγωνίζεται να πραγματοποιήση σήμερα, μετά την απελευθέρωση το ΕΑΜ. 2. Ο ΕΛΑΣ αποτελεί σήμερα την μοναδική εγγύηση για την περιφρούρηση των δικαιωμάτων του Λαού ενάντια σε κάθε απόπειρα επιβολής νέας φασιστικής δικτατορίας. Κατά συνέπεια τα ΕΑΜ δεν θα μπορούσε να δεχθεί τη διάλυση αυτού του Λαϊκού Στρατού χωρίς την ταυτόχρονη διάλυση εκείνων των στρατιωτικών οργανώσεων που εγκλείουν κίνδυνο επιβολής φασιστικής δικτατορίας […] 5. Το ΑΚΕΛ καταγγέλλει προς τον ελληνικό λαό τη δολοφονική επίθεση της Ραλλικής αστυνομίας κατά των Ελλήνων και Ελληνίδων, που για μόνα όπλα τους έφεραν τα Συμμαχικά Εθνικά Λάβαρα. Την ευθύνη για το έγκλημα αυτό, που συνέπειά του ήταν να βαφούν οι δρόμοι της Αθήνας με το αίμα των ελευθερωτών της, την υπέχει ακεραίαν η Κυβέρνηση Παπανδρέου. 6. Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα ουδόλως επηρεάζει τις δεδηλωμένες απόψεις του ΑΚΕΛ επί της ανάγκης εθνικής ενότητας εν Κύπρω δια την ευόδωση των προσπαθειών προς την εθνικήν αποκατάστασιν της Νήσου» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 256- 257).
Παρατηρούμε πως το ΑΚΕΛ από την πλευρά του παρουσιάζει μια διττή ανάγνωση των γεγονότων. Από τη μια με σαφήνεια στέκεται στο πλευρό του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και από την άλλη ξεκαθαρίζει πως οι εξελίξεις στην Ελλάδα δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην ανάπτυξη κοινού πολιτικού μετώπου για την πραγματοποίηση της Ένωσης. Αναμφίβολα η θέση του ΑΚΕΛ είναι δύσκολη, δεδομένου πως ούτε μπορεί να μην καταγγείλει τη σφαγή της Αθήνας, αλλά ούτε να αφήσει το θέμα της Ένωσης στη διαχείριση της κυπριακής Δεξιάς
Ωστόσο σύντομα θα φανεί πως ο στόχος του ΑΚΕΛ για το κοινό μέτωπο δεν ήταν εφικτός. Στα τέλη του Δεκέμβρη 1944 το ΚΕΚ θα εκδώσει προκήρυξη όπου θα αναφέρει πως το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ «σφάζουν, λεηλατούν, συλλαμβάνουν αρχηγούς κομμάτων, απάγουν αθώους και ήσυχους πολίτας» και στη συνέχεια καταγγέλλει πως «οι Κύπριοι Κομμουνιστές άρχισαν κι’ αυτοί να εξασκούν ανάμεσά μας την ψυχολογική βία […]» τελειώνοντας με το σύνθημα «Κάτω η Μπολσεβίκικη Δικτατορία, η τρομοκρατία και ο φασισμός […]» (αναφέρεται στο Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 257).
Η εξέλιξη θα είναι, ο Τοποτηρητής Λεόντιος να αποφασίσει πως στο Γραφείο Εθναρχίας δεν μπορούν να συμμετέχουν μέλη του ΑΚΕΛ και περιέλαβε μόνο τον Γ. Κληρίδη συνεργαζόμενο με το ΑΚΕΛ. Η ενέργεια αυτή θα οδηγήσει στο τέλος της προσπάθειας συνεργασίας των τεσσάρων κομμάτων. Από εκεί και πέρα το ΚΕΚ, η ΠΕΚ και η ΠΕΣΠ θα κινηθούν από κοινού επιχειρώντας να απομονώσουν το ΑΚΕΛ, ενώ και η νέα διεύρυνση του Γραφείου Εθναρχίας τον Αύγουστο του 1945 θα περιλαμβάνει αποκλειστικά παράγοντες της Δεξιάς (Πρωτοπαππάς 2012: 390). Φυσικά αυτό δεν αποτέλεσε μια αυθαίρετη στάση του Λεόντιου, αλλά ήρθε ως συνέπεια της κοινής ανακοίνωσης που έβγαλαν στις 9 Ιουλίου 1945 το ΚΕΚ, η ΠΕΚ και η ΠΕΣΠ
«Τα τρία κόμματα επιπροσθέτως δηλούν ότι θα ενισχύσουν πάση θυσία και πάση δυνάμει οιοδήποτε Εθνικό Σώμα, το οποίον ήθελεν ιδρύσει η Κυπριακή Εθναρχία, υπό την προϋπόθεσιν ότι εις τούτο δεν θα περιλαμβάνωνται εθνικώς στιγματισμένα ή και ύποπτα στοιχεία και πρόσωπα, τα οποία μέχρι σήμερον δια της αντιπατριωτικής και ανθελληνικής στάσεώς των έβλαψαν την εθνικήν υπόθεσιν της Κύπρου και του Ελληνισμού εν γένει, και υπενόμευσαν ή υπονομεύουν καθ’ οιονδήποτε φανερόν ή κρύφιον, έκδηλον ή συγκεκαλυμμένον τρόπον, την υπόστασιν της Φυλής και δη τον υποδουλον Τόπον μας» (αναφέρεται στο Κατσιούνης 2000: 131).
Ο διαχωρισμός γινόταν πια σαφής και με το πέρασμα του χρόνου βάθαινε όλο και περισσότερο. Δεν θα αφορούσε μόνο τη συμμετοχή στο γραφείο Εθναρχίας αλλά σταδιακά θα περιελάμβανε διάφορες πλευρές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Μια τέτοιου είδους σοβαρή εξέλιξη θα είναι η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, των λεγόμενων «παλιών συντεχνιών» και η δημιουργία της Συνομοσπονδίας Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ), η οποία το Σεπτέμβριο του 1945 θα διοργανώσει το ιδρυτικό της συνέδριο:
«Την οργάνωσή του την επέβαλε η αντεθνική προπαγάνδα που μεθοδικά και ύπουλα ξαπλώθηκε ανάμεσα στους παλαιοσυντεχνιακούς εργάτες από τους πουλημένους πράκτορες των πανσλαυικών συμφερόντων […] την επέβαλε ο Ακελικός αυταρχισμός, η κομματική δικτατορία […] την επέβαλε η διαφθορά των εργατικών συνειδήσεων και η εγκληματική προσπάθεια για την παραμέριση των εθνικών μας παραδόσεων […] την επέβαλε ο σοσιαλιστικός και δημοκρατικός ιδεαλισμός των Κυπρίων εργατών» (αναφέρεται στο Πρωτοπαππάς 2012: 383).
Η δημιουργία της ΣΕΚ θα έχει άμεσα αποτελέσματα στην οργανωτική εμβέλεια των παλιών συντεχνιών όπου από 11.259 μέλη το 1947 θα μειωθούν στα 9.447 το 1949, ενώ η ΣΕΚ από τα 1.145 μέλη το 1947 θα αυξηθεί στα 3.599 μέλη το 1949.
4. Οι δημοτικές εκλογές του 1946
Το βασικό χαρακτηριστικό του 1946 είναι πως θα συνεχιστεί το κλίμα πόλωσης που είχε ξεκινήσει μετά τα Δεκεμβριανά και μέσα σε αυτό θα διεξαχθούν οι δημοτικές εκλογές οι οποίες θα χαρακτηριστούν από την ανατροπή των συσχετισμών και από την επικράτηση της Αριστεράς. Συγκριμένα στα μεγάλα αστικά κέντρα η Αριστερά, πέραν της Λεμεσού και της Αμμοχώστου, όπου ήδη είχε αναδειχθεί νικήτρια από τις προηγούμενες εκλογές, θα κερδίσει επίσης τη Λευκωσία και τη Λάρνακα, ενώ η Δεξιά θα περιοριστεί στην Πάφο και στην Κυρήνεια. Το συνολικό αποτέλεσμα στις έξι αυτές πόλεις θα είναι 56, 3% για την Αριστερά και 48, 4% για τη Δεξιά.7 Στους αγροτικούς Δήμους η Αριστερά κέρδισε καθαρά τη Μόρφου, την Κυθραία, τη Λάπιθο και οριακά το Λευκόνικο, ενώ η Δεξιά περιορίστηκε στην Πόλη και στα Λεύκαρα. Το συνολικό αποτέλεσμα στους έξι αυτούς αγροτικούς δήμους ήταν 59, 3% για την Αριστερά και 48, 5% για τη Δεξιά (Protopapas 2006: 281- 282).
Οι λόγοι που υπήρξε αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να αναζητηθούν στη στρατηγική που ακολούθησε η κάθε παράταξη στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Η Δεξιά τόνισε ιδιαίτερα το αντικομμουνιστικό περιεχόμενο της ιδεολογίας της8 ενώ δεν ήταν εύκολο να απαλλαγεί από το στίγμα της συνεργασίας πολλών κορυφαίων στελεχών της με το καθεστώς της «Παλμεροκρατίας» (Αγγλοκρατίας). Αντίθετα το ΑΚΕΛ μίλησε με πιο συγκεκριμένο τρόπο για τα προβλήματα της καθημερινότητας των λαϊκών τάξεων (Protopapas 2006: 280), ενώ το ζήτημα της Ένωσης το ανέδειξε με δυναμικό τρόπο τονίζοντας το αντι-αποικιακό περιεχόμενο που θα έπρεπε να έχει μια τέτοια πορεία χωρίς όμως να θέτει εξυπαρχής διαχωρισμούς.9
Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά αναδεικνυόταν για πρώτη φόρα ως η πιο ισχυρή πολιτική δύναμη στο νησί κι αυτό όπως ήταν αναμενόμενο δημιούργησε προβληματισμό και νευρικότητα στη αντίπαλη παράταξη – πόσο μάλλον που το ΑΚΕΛ επέμενε στην ενωτική πολιτική στο εθνικό ζήτημα. Από αυτή την άποψη είναι
χαρακτηριστικό το γεγονός πως οι νεοεκλεγέντες δημοτικοί σύμβουλοι της αριστερής συμμαχίας όχι μόνο έσπευσαν να συναντήσουν τον Λέοντιο, αλλά ασκώντας κριτική στην αναποτελεσματικότητα του Εθναρχικού Συμβουλίου πρότειναν τη δημιουργία παγκύπριας εθνικής οργάνωσης στην οποία κάθε ελληνοκύπριος άνω των 18 ετών θα είναι μέλος. Στάση η οποία επέφερε τη σκληρή απάντηση του σκληροπυρηνικού δεξιού Πολύκαρπου Ιωαννίδη:
«Λύκοι βαρείς όρμησαν για να κατασπαράξουν το Ελληνικό γένος. Δηλητηριασμένοι και πληρωμένοι αυτοί όργανα ξένων προπαγανδών και ξένων συμφερόντων, έστρεψαν την προσοχή τους τώρα στα παιδιά, τα δικά σου τα παιδιά. Πράκτορες ξένων ιδεολογιών και ξένων πατρίδων, παραμονεύουν σε κάθε πόλη και κάθε χωριό, σε κάθε δρόμο και σε κάθε γωνιά, σε συλλόγους και σε σπίτια απόμερα για να συλλάβουν στα μπολσεβικικά κομμουνιστικά δίκτυά τους τα αθώα ελληνόπουλα, τα παιδιά σου. Δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να στραγγίσουν το αθάνατο ελληνικό αίμα ή να το νερώσουν και να το μεταβάλουν σε μοσχοβίτικο […] Χριστιανή Ελληνίδα μητέρα! Γίνου φρουρός ακοίμητος! Τα παιδιά σου κινδυνεύουν. Ζητούν να τα κάνουν γενίτσαρους, μπολσεβίκους, εξωμότες, αρνησιπάτριδες, μισέλληνες. Σήκω επάνω, Ελληνίδα μητέρα και προφύλαξε τα παιδιά σου» (αναφέρεται στο Πρωτοπαπάς 2012: 414-415).
Το θέμα, βεβαίως, δεν είναι το γλαφυρό περιεχόμενο του λόγου του Ιωαννίδη αλλά η κατεύθυνση η οποία δίνεται, που ουσιαστικά θέτει τα θεμέλια για το πέρασμα από την οξεία αντιπαράθεση στη φάση ενός ακήρυκτου εμφύλιου. Εξέλιξη που θα γίνει ιδιαίτερα εμφανής το 1947 κάτω από τη σκιά του ελληνικού εμφυλίου. Σε αυτό το πλαίσιο η όποια προσπάθεια συγκρότησης ενιαίου πανκυπριακού μετώπου για την Ένωση συναντούσε τις εντελώς αρνητικές αντιδράσεις της Δεξιάς. Διαφορετικά ειπωμένο, τόσο η άνοδος της δύναμης της Αριστεράς όσο και ο απόηχος του ελληνικού εμφυλίου δημιουργούσαν ένα υπαρξιακό φόβο στις κυρίαρχες ελληνοκυπριακές δυνάμεις, που οδηγούσε όχι μόνο σε άρνηση απέναντι σε οποιαδήποτε κοινή δράση αλλά στην ανάγκη επέκτασης της αντιπαλότητας σε όλα τα επίπεδα. Ο επόμενος σταθμός αντιπαράθεσης θα είναι οι αρχιεπισκοπικές εκλογές του 1947.
5. Οι διπλές εκλογές για Αρχιεπίσκοπο
Στο πλαίσιο της προσπάθειας εξευμενισμού του αιτήματος για Ένωση αλλά και της γενικότερης κατεύθυνσης φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, οι βρετανικές αρχές προκήρυξαν αρχιεπισκοπικές εκλογές για τον Μάιο του 1947. Επειδή μια τέτοια κίνηση εμπεριείχε το ενδεχόμενο ο νέος Αρχιεπίσκοπος να διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο στο ενωσιακό κίνημα, οι Βρετανοί είχαν ασκήσει πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση ο νέος Αρχιερέας να είναι πρόσωπο «συγχρόνως ικανό να συνεργασθή θετικώς μετά των Βρετανικών Αρχών» (αναφέρεται στο Πρωτοπαππάς 2012: 421). Γι’ αυτό υπήρχε η επιθυμία να μην είναι υποψήφιος ούτε ο τοποτηρητής Λεόντιος που είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία παγκύπριου ενωσιακού μετώπου, αλλά ούτε και ο Κυρηνείας Μακάριος που επίσης θεωρούνταν έντονα ενωσιακός (άλλωστε γι’ αυτό είχε εξοριστεί το 1931).
Οι εκλογές ορίστηκαν για τις 5 Μαΐου οπότε και θα αναδεικνύονταν οι 1004 ειδικοί αντιπρόσωποι και στη συνέχεια αυτοί θα ψήιφιζαν τους 66 γενικούς αντιπροσώπους (44 λαϊκούς και 22 κληρικούς) που θα εξέλεγαν το νέο Αρχιεπίσκοπο. Εκλογείς ήταν οι ορθόδοξοι άνδρες άνω των 21 ετών που κατοικούσαν επί 12 μήνες μόνιμα στις ενορίες και δε βαρύνονταν με εκκλησιαστικό επιτίμιο.
Το ΑΚΕΛ αποφάσισε να υποστηρίξει τον μέχρι τότε τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Λεόντιο αναγνωρίζοντας την μετριοπαθή στάση που είχε τηρήσει, διαφοροποιούμενος από τον τρέχοντα αντικομμουνισμό της Δεξιάς. Η Δεξιά υποστήριζε τον Πορφύριο ο οποίος είχε το μειονέκτημα πως ήταν εξωκλιματικός, δηλαδή ήταν ιερέας εκτός Κύπρου, για την ακρίβεια διατελούσε Αρχιεπίσκοπος Σιναίου.
Η αντιπαράθεση ήταν και πάλι σφοδρή. Η Εθνικόφρων Παράταξη υποστήριζε:
«Καμμιά εκλογή Αρχιεπισκόπου δεν είχεν τόσην σημασίαν όσην η σημερινή. Ποτέ ο Αρχιεπίσκοπός σου δεν είχε να λύση περισσότερα και σοβαρώτερα ζητήματα από αυτά που θα αντιμετωπίση εκείνος που θα εκλέξης μετ’ ολίγας μέρας. Αλλά προπαντός ποτέ δεν εδοκίμασαν σε κανένα μέρος του κόσμου και σε καμίαν εποχή, να αναδείξουν Αρχιεπίσκοπον ΟΙ ΑΡΝΗΤΑΙ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ, ΟΙ ΑΘΕΟΙ. Θα είναι η μεγαλυτέρα συμφορά σου, αν επιτρέψεις εις μίαν φούχταν Κομμουνιστών που παρασύρουν μαζί τους μερικούς αφελείς και ανήξευρους και μερικούς μωροφιλόδοξους συνοδοιπόρους των Κομμουνιστών, πού πότε λέγουν πως είναι Χριστιανοί και την άλλη μέρα γίνονται αντίχριστοι, να σου φορτώσουν Αρχιεπίσκοπον της προτιμήσεώς των. Οι Κομμουνισταί προσπαθούν με το ψέμα και την συκοφαντίαν να σου θολώσουν τα μυαλό. Είναι η μέθοδός των. ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΕ ΓΕΛΑΣΟΥΝ. Μην τους εμπιστεύεσαι. Μην τους ακούς. Τους ξεύρεις καλά… Μήπως όμως εργάζονται από ενδιαφέρον δια την Εκκλησίαν; Όχι. Χίλιες φορές όχι. Διότι οι Κομμουνισταί είναι άθεοι και θέλουν την καταστροφήν της Εκκλησίας. Είναι αρνηταί της Θρησκείας και μόνος των σκοπός είναι να υποσκάψουν τα θεμέλιά της. Θέλουν Αρχιεπίσκοπον δικόν των διά να τους βοηθήση εις την εξάπλωσιν του αναρχοκομμουνισμού» (Ιστορική…. 1979-1980, τ. 8: 44- 46).
Από την πλευρά της Αριστεράς,
«το ΑΚΕΛ […] επέμενε στην εκλογή του Λεόντιου ο οποίος ήταν ασυζήτητα ο καλύτερος υποψήφιος που υποστήριζε μάλιστα την καθολική πατριωτική ενότητα του λαού στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Το Κόμμα διεξήγαγε μια πλατειά διαφωτιστική εκστρατεία υπέρ της υποψηφιότητας του Λεόντιου […] Η αντιδραστική δεξιά της Κύπρου δεν ήθελε το Λεόντιο Αρχιεπίσκοπο γιατί αυτός υποστήριζε την πατριωτική ενότητα του Λαού στον απελευθερωτικό αγώνα ενώ η ίδια ακολουθούσε μια ταξική διασπαστική πολιτική που εξυπηρετούσε μόνο τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας» (Παπαιωάννου 1988: 80).
Τελικά οι «Λεοντιακοί» θα εκλέξουν περισσότερους από 900 ειδικούς αντιπροσώπους10 και στο συμβούλιο των εκλεκτόρων ο Λεόντιος θα λάβει 58 ψήφους και ο Πορφύριος 17. Πάρα τη θριαμβευτική εκλογή του, ο Λεόντιος δίσταζε να την κάνει αποδεκτή και μόνο ύστερα από παρέμβαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δέχτηκε (Ρίχτερ 2007: 726). Ο Μακάριος Κηρυνείας αρνήθηκε αρχικά να ενθρονίσει το Λεόντειο, αφού θεωρούσε πως και οι δυο τους είχαν συμφωνήσει στο να μην είναι υποψήφιοι, και μόνο ύστερα από πιέσεις υποχώρησε και πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση.
Ο ξαφνικός θάνατος του Λεόντιου στις 26 Ιουλίου 1947 δημιούργησε νέες δυνατότητες για τη Δεξιά να ηγεμονεύσει στον εκκλησιαστικό, και όχι μόνο, χώρο. Γι’ αυτό επέλεξε να στηρίξει τον Κυρηνείας Μακάριο ως υποψήφιο διάδοχο του Λεόντιου. Σε αυτό ήταν σύμφωνος και ο Έλληνας Πρέσβης Αχιλλέας Κύρου, ο οποίος έγραψε στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών: «Δεν επιτρέπεται πλέον υπό το απατηλόν πρόσχημα της ενότητας του Κυπριακού αγώνος η δημιουργία ενιαίου εθνικού μετώπου μαζί με τους κομμουνιστάς» (αναφέρεται στο Πρωτοπαππάς 2012: 427). Αντίστοιχα ο Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών έπαιρνε σαφή θέση υπέρ του Μακάριου:
«Ο Αγών δια την Αρχιεπισκοπικήν εκλογήν καθίσταται οσημέραι εντονώτερος εν Κύπρω. Εις τον αγώνα αυτόν πρωτοστατεί η Παγκύπριος Ελληνική Σοσιαλιστική Πρωτοπορία Πάφου, η Παναγροτική Ένωσις Κύπρου και τα άλλα Εθνικόφρονα Κόμματα. Ολόκληροι ήδη περιφέρειαι της νήσου εξεδηλώθησαν υπέρ υποψηφιότητος του μαρτυρικού και ηρωικού Ιεράρχου Μητροπολίτου Κυρηνείας Μακαρίου, την οποία υποστηρίζει επίσης εκθύμως σύμπας ο εθνικόφρων τύπος της νήσου» (Ιστορική…. 1979-1980, τ. 8: 74).
Πράγματι η αντιπαράθεση και οξεία ήταν και συνέχιζε να αναλογεί με αυτήν του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Το ΑΚΕΛ την παραμονή των εκλογών ανέφερε:
«Θυμηθήτε ότι εκείνοι που χθες σας βρίζανε και σας αποκαλούσαν χύδην όχλον, Οι τοκογλύφοι που σας άφησαν χωρίς σπίτι και χωρίς χωράφι, Οι συνεργάτες με την Κυβέρνησιν, Οι ήρωες της Παλμεροκρατίας, Οι άνθρωποι με τα παράσημα και τους τίτλους, Οι πατριώτες των λόγων και της πολυθρόνας, Οι προδότες και υπερπροδότες στην πράξη των εθνικών μας δικαίων, Οι διασπαστές των λαϊκών μας δυνάμεων, Οι βασανιστές της χήρας και του ορφανού, Οι διαφθορείς του φτωχού κοριτσιού, Οι κλέφτες και ρουφηκτές του αίματος του λαού, Οι άνθρωποι του σκότους, του μίσους και της συμφοράς έρχονται σήμερα να σας ζητήσουν την ψήφον σας […] Η ψήφος σου είναι το πιο πολύτιμο κομμάτι του εαυτού σου, της συνείδησής σου. Μην το πετάς στα σκυλιά που είναι συναγμένα ολόγυρά σου. Φύλαξέ το. Κάνε το μαύρο μολύβι και πίσσωσε μ’ αυτό τους αγύρτες που πάνε να σε ξεγελάσουν» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 8: 76).
Από την άλλη το Έθνος έγραφε:
«Πρέπει να αποκρουσθή οριστικώς και συντριπτικώς η ύπουλος επίθεσις του άθεου Κομμουνισμού και των εθνοπροδοτών κατά της Εκκλησίς και της Εθναρχίας μας. ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ! Δια να καταφέρωμεν το θανάσιμον πλήγμα κατά των υπούλων εχθρών της Θρησκείας και της Πατρίδος μας. Δια να συντρίψωμεν τους ασεβείς και τους προδότας. Δια να συνεχίσωμεν την ένδοξον ιστορίαν της φυλής μας και να περιφρουρήσωμεν το παρόν και το μέλλον μας […] ΟΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ και οι αδρανείς γίνονται ακούσιοι συνεργοί των ασεβών και των προδοτών» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 8: 77).
Τέλος, το Παγκύπριο Μακαριακό Μέτωπο την ημέρα των εκλογών τόνιζε:
«Αι ψήφοι που είναι σφαίραι που θα εμπηγούν εις το σώμα του αθέου και απάτριδος Κομμουνισμού και θα τον μεταβάλη πλέον δια παντός εις άσαρκον και ακίνητον πτώμα» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 8: 78).
Η ίδια η αποικιακή κυβέρνηση θα παραδεχθεί:
«Η μάχη ήταν μια ευθεία δοκιμασία της δύναμης ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους αντικομμουνιστές. Η Δεξιά Παράταξη, που είχε κλονιστεί πολύ σοβαρά από τη νίκη της Αριστεράς με την υποψηφιότητα Λεόντιου, επέδειξε τέτοια ενέργεια όση δεν έδειξε ποτέ στο παρελθόν. Χρησιμοποίησαν όλα τα προεκλογικά μέτρα που προηγουμένως αξιοποιούνταν μόνο από την Αριστερή Παράταξη και ξόδεψαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, η προέλευση του οποίου είναι ακόμη άγνωστη, και στην πορεία του χρόνου το αρχικό κλίμα ηττοπάθειας αντικαταστάθηκε από μια αίσθηση αυξημένης αυτοπεποίθησης» (αναφέρεται στο Πρωτοπαππάς 2012: 427).
Η Αριστερά είχε ως υποψήφιο τον, εξωκλιματικό, Μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ, ο οποίος όμως δεν άντεξε στις πιέσεις και έφυγε από το νησί. Στις 5 Οκτωβρίου που διεξήχθησαν οι εκλογές, οι υποστηρικτές του Μακαρίου διασφάλισαν ευρεία πλειοψηφία στους ειδικούς αντιπροσώπους (47 έναντι 19), παρότι στο σύνολο των ψήφων η διαφορά δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Η ανάδειξη του Μακάριου έγινε δια βοής από τους 61 εκλέκτορες που ήταν παρόντες, αφού ο Δέρκων είχε δηλώσει πως δεν τον ενδιέφερε ο θρόνος, ενώ οι γενικοί αντιπρόσωποι της Αριστεράς απείχαν από τη διαδικασία την οποία κατήγγειλαν ως αποτέλεσμα νοθείας.11 Η νίκη αυτή της Δεξιάς έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν στις εκλογές που ακολούθησαν για τις Μητροπόλεις Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, Μητροπολίτες αναδείχθηκαν οι υποστηριζόμενοι από τη Δεξιά (Πρωτοπαππάς 2012: 428).
Τα αίτια αυτής της πρώτης, μετά το 1943, ήττας της Αριστεράς μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
α) Η συμφωνία της συμμετοχής στη Διασκεπτική (βλ. Παρακ.) θεωρήθηκε ως απεμπόληση της Ένωσης, δίνοντας μια εικόνα έλλειψης σταθερότητας – πόσο μάλλον αν αναλογιστεί κανείς τη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου (από το οποίο προέκυψε το ΑΚΕΛ) στο ίδιο ζήτημα στην προπολεμική περίοδο, όπου δεν υποστήριζε την Ένωση.
β) Η επιλογή ενός εξωκλιματικού προσώπου για Αρχιεπίσκοπο επίσης έδειξε έλλειψη σταθερότητας, αφού στην προηγούμενη εκλογή ένα από τα βασικά επιχειρήματα του ΑΚΕΛ ήταν πως δεν έπρεπε να εκλεγεί ένας εξωκλιματικός, όπως ο Πορφύριος, ως Αρχιεπίσκοπος (Ιστορική… 1979-1980, τ. 8: 79).
γ) Το γεγονός πως ο Δέρκων δεν είχε σαφώς αποδεχτεί την υποψηφιότητά του, γεγονός που ήταν λογικό να λειτουργήσει υπέρ του Μακάριου.
δ) Οι αλλαγές που υπήρξαν στους καταλόγους επίσης επηρέασαν τη σύνθεση του εκλογικού σώματος και κατά συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα.
Μετά την εκλογή του Μακάριου Β΄ θα γίνουν νέες τροποποιήσεις στους καταλόγους των ψηφοφόρων ώστε ούτε στο μέλλον να μπορέσει να εκλέξει δικό της υποψήφιο η Αριστερά. Έτσι στη σχετική τροποποίηση του καταστατικού της Εκκλησίας της Κύπρου αναφέρεται:
«Δεν δύνανται να εγγραφούν εις τον εκλογικόν κατάλογον οι τελούντες υπό εκκλησιαστικόν επιτίμιον, οι οπωσδήποτε εκδηλώσαντες απόψεις αντικείμενες προς την Ορθόδοξον Χριστιανικήν διδασκαλίαν, οι εκφρασθέντες κατά τρόπον ασεβή δια ταύτην ή την Εκκλησίαν ή τους λειτουργούς ταύτης και οι ενεργούντες ή συνεργαζόμενοι κατά τρόπον προάγοντα ή υποβοηθούντα τοιαύτας εκδηλώσεις, εκτός εάν πείσουν τον Επίσκοπον περί της ειλικρινούς μετανοίας των» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 486).
Αφού αποφασίστηκαν οι τροποποιήσεις του καταστατικού, στη συνέχεια εκδόθηκε αρχιεπισκοπική εγκύκλιος, στις 19 Οκτωβρίου, όπου επιπρόσθετα περιλαμβανόταν και το εξής:
«Εάν το όνομα ενορίτου τινός υπαγομένου εις εν ή πλείονα των ως άνω κωλυμάτων, ευρεθή εγγεγραμμένον εν τω εγκριθησομένω καταλόγω, ο Επίσκοπος δύναται να διατάσση όπως προ μεν της εκλογής ο ενορίτης ούτος αποκλείηται της ψηφοφορίας, μετά δε την εκλογήν η ψήφος και ανάδειξις τυχόν τούτου ως επιτρόπου ώσιν άκυροι. Συνιστώμεν πατρικώς εις τους ιερείς όπως συμμορφωθώσι πιστώς προς τας άνω διατάξεις. Οιαδήποτε αμέλεια ή παράλειψις τούτων θα συνεπάγηται αυστηράν αυτών τιμωρίαν» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 486).
Μετά και από αυτό, έχει ολοκληρωθεί η μεταστροφή των δεξιών δυνάμεων από την ταλαντευόμενη στάση προς υποστήριξη κοινού κυπριακού ενωτικού μετώπου στον σαφή αντικομμουνισμό και από εκεί στην αναγόρευση του αγώνα ενάντια στο ΑΚΕΛ ως την πρώτη προτεραιότητα. Από αυτήν τη άποψη χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Μακαρίου Β΄ στο δημοσιογράφο GibsonGowan στις 17/12/47:
«Είναι μεν κεκηρυγμένος υπέρ της ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος, αλλά ο αγών κατά του κομμουνισμού είναι επί του παρόντος περισσότερον επείγων. Είναι αδύνατον να παραβλέψη τις το γεγονός, ότι η Βρετανία αποτελεί σήμερον εν των κυριοτέρων προπυργίων κατά του κομμουνισμού εις την ανατολικήν Μεσόγειον.
Ουδέποτε, προσέθεσεν ο Τοποτηρητής, θα επιτεθώμεν κατά της Βρεταννίας, δια να επιτύχωμεν την Ένωσιν, ούτε και μετάσχωμεν επιθέσεως οιασδήποτε χώρας κατά της Βρετανίας. Ελπίζομεν, όμως, ότι η Βρετανία θα αναγνωρίση το δίκαιον της υποθέσεώς μας και την ειλικρίνειαν των προθέσεών μας» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 403).
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως αυτή η όξυνση της αντιπαράθεσης γίνεται στο φόντο δύο γεγονότων: Το πρώτο έχει να κάνει με τις δύο συνεχείς εκλογικές νίκες της Αριστεράς (Δημοτικές ’46, πρώτες αρχιεπισκοπικές του ’47) και το δεύτερο με την αιματηρή εξέλιξη του εμφυλίου στην Ελλάδα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εξελίξεων δημιουργούσε μια εκρηκτική ατμόσφαιρα στον κυπριακό πολιτικό βίο και έντονη φοβία στη Δεξιά, η οποία έβλεπε συνεχώς να υποχωρεί η επιρροή της.
Διαφορετικά ειπωμένο, η Κύπρος ζούσε υπό το βάρος του ελληνικού εμφυλίου. Οι ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν αυτήν την πραγματικότητα. Ειδικά όμως για το ΑΚΕΛ η κατάσταση παρουσίαζε μια ιδιαίτερη δυσκολία: αγωνιζόταν ενάντια στους Βρετανούς για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά και ενάντια στους Βρετανούς που στήριζαν την ελληνική κυβέρνηση και αντιμάχονταν το αδελφό Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ελλάδα. Αυτό αποτέλεσε ένα αντικειμενικά αδύνατο σημείο πάνω στο οποίο επικεντρώθηκε η Δεξιά για να κερδίσει τη χαμένη επιρροή της.
Έτσι ένας δεύτερος ακήρυκτος εμφύλιος συνέβαινε στη «δεύτερη Ελλάδα», αντανακλώντας τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά πάντα εντασσόμενος στο γενικότερο πλαίσιο του ελληνικού εμφυλίου. Όσο εξελισσόταν ο εμφύλιος τόσο η πρόσδεση των κυπριακών πολιτικών χώρων με τους όμορους της Ελλάδας γινόταν πιο στενή και όσον αφορά το ΑΚΕΛ υπήρχε σχετική συζήτηση για το πώς θα μπορούσε να βοηθηθεί ο ΔΣΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο το ΑΚΕΛ στην απόφαση του 5ου Συνεδρίου του (Σεπτέμβριος 1947) θα αναφέρει τον «θαυμασμόν, την συμπάθειαν και την αλληλεγγύην προς τον ηρωικόν και ακαταμάχητον αδελφικόν ελληνικόν λαόν, προς την πολιτικήν του πρωτοπορίαν όπως την εκφράζει το ΕΑΜ και το ΚΚΕ», αποφασίζοντας ταυτόχρονα να προχωρήσει και σε έμπρακτη στήριξη προς τον ΔΣΕ. Έτσι διοργανώθηκαν έρανοι για συλλογή χρημάτων και ειδών ιματισμού. Ωστόσο το αποτέλεσμα θα είναι μικρότερο του αναμενομένου, με συνέπεια τα στελέχη του ΑΚΕΛ Ιωάννου και Ζιαρτίδης να δώσουν εξηγήσεις σε απολογητικό τόνο στο ΚΚΕ:
«Οι συνεχείς συμβιβαστικές τάσεις μπροστά στους εξωκομματικούς παράγοντες του ΕΑΣ, 12 η ξέφρενη συκοφαντική καμπάνια της αντίδρασης αλλά και μερικές πραγματικές αντικειμενικές δυσκολίες, ήταν οι αιτίες που μας έκαμναν διαρκώς να αναβάλλουμε την εκτέλεση της ρητής συνεδριακής απόφασης προς την ίδια κατεύθυνση. Μόλις τον τελευταίο καιρό ριχτήκαμε στη δουλειά για συλλογή ειδών υπέρ του ΔΣΕ, ενώ παντού και πάντα θεωρούσαμε πως δεν ωρίμασαν οι συνθήκες για μια ουσιαστική βοήθεια σε έμψυχο υλικό, εκτός ίσαμε το βαθμό μιας συμβολικής μόνο προσπάθειας. Ήταν μόνο ύστερα από την επίσκεψη του σ. Ν. Σαββίδη που μπορέσαμε να βρούμε το δρόμο μας, με το συγκεκριμένο καθήκο που μας επώμιζε η ηγεσία του ΚΚΕ» (αναφέρεται στο Πρωτοπαππάς 2012: 434).
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως σε επίπεδο Κεντρικής Επιτροπής το ΑΚΕΛ είχε εξετάσει το ενδεχόμενο αποστολής και έμψυχου υλικού ύστερα από συνάντηση που είχαν ο Φ. Ιωάννου και Γ. Φωτίου με το μέλος τουΠολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ Μ. Πορφυρογένη. Όπως αναφέρει ο Φωτίου:
«Σχημάτισα την αντίληψη ότι η ενίσχυσή μας σε έμψυχο υλικό ήτανε άμεσο καθήκον για το κόμμα μας. Απ’ τα τότες και σε συνεδρία του ΠΓ και της ΚΕ εισηγούμουν να κάνουμε τη συμβολή μας μια νέα 16η Ιούνη του 194313 αντί ευχές και παχιά λόγια. Οι χιλιάδες των αποστράτων μας και των λαϊκών μαζών ήταν έτοιμες να δεχτούν το σύνθημα, αρκούσε να βρούμε πραχτικά τον τρόπο της μεταφοράς τους στο ΔΣΕ. Η αναβλητικότητα συνέχισε για δύο ολόκληρα χρόνια με διάφορα προσχήματα (αδιαφορία, ειρωνείες για “θερμοκεφαλισμό” μου και παρόμοια. Πολύ αργά και μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας μας, που είδε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (1949) μπήκε ζήτημα αναχώρησης όσων είχαν διαβατήρια» (βλ. Πρωτοπαππάς 2012: 435).14
Φαίνεται πως από το καλοκαίρι του 1948 αναζητήθηκαν διάφορες λύσεις για την αποστολή σώματος 350 εθελοντών αλλά έπρεπε να υπερπηδηθούν προβλήματα όπως το κόστος μετάβασης και η μη κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων. Αναζητήθηκαν διάφορες λύσεις όπως η μυστική μεταφορά μέσω ρουμάνικων ή πολωνικών πλοίων που περνούσαν από την Κύπρο, αλλά τελικά δεν υλοποιήθηκε αυτό το σχέδιο αφού χρειαζόταν η έγκριση από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις (Πρωτοπαππάς 2012: 435). Aπό εκεί και πέρα υπάρχουν δύο διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το γιατί τελικά δεν στάλθηκαν Ελληνοκύπριοι στον ΔΣΕ. Η πρώτη είναι πως το ΑΚΕΛ φοβόταν τη στρατιωτική εμπλοκή για τις επιπτώσεις που αυτό θα είχε στο ζήτημα της Ένωσης. Η δεύτερη δίνει το βάρος κυρίως στην τεχνική δυσκολία που παρουσίαζε το εγχείρημα. Τείνουμε να αποδεχτούμε τα δεύτερη εκδοχή κυρίως λόγω του υλικού που παραθέτει ο Αλέκου. Έτσι φαίνεται πως η προσπάθεια ήταν υπαρκτή αφού υπήρχε προσδιορισμός των σημείων προσέγγισης των καραβιών, καθορίζονταν τα στελέχη του ΑΚΕΛ που θα αναλάμβαναν την ευθύνη για την αποβίβαση των ανταρτών στα πλοία και ορίζονταν συνθηματικά στην περίπτωση που θα πραγματοποιούνταν η προσέγγιση των πλοίων (Αλέκου 2011: 137).
Όπως και να έχει το πράγμα το τελικό συμπέρασμα είναι πως δεν υπήρξε άμεση εμπλοκή του ΑΚΕΛ στον ελληνικό εμφύλιο. Ωστόσο αυτό δε σήμαινε πως το ΑΚΕΛ σταματούσε να δηλώνει με πύρινους λόγους τη συμπαράταξή του με το ΚΚΕ15 ή να διοργανώνει συλλαλητήρια υπέρ της Ένωσης όπου πωλούνταν φωτογραφίες του Βαφειάδη και του Ζαχαριάδη (Πρωτοπαππάς 2012: 447- 448).
Βεβαίως οι πρακτικές αυτές του ΑΚΕΛ προκαλούσαν τις οξείες αντιδράσεις της άλλης πλευράς μεγεθύνοντας το κλίμα αντικομμουνισμού. Έτσι έντονη θα είναι η αντίδραση της ΣΕΚ όταν θα αρχίσουν να γίνονται οι προσπάθειες από το ΑΚΕΛ συλλογής χρημάτων για τον ΔΣΕ:
«Μακριά από τα σχέδια των εθνοπροδοτών πουλημένων, των οργάνων των εχθρών του Λαού μας οι οποίοι εργάζονται με κάθε τρόπον για να υποτάξουν την Ελλάδα στους Σλαύους και στον κομμουνισμόν. Αύριον την Κυριακήν θα χυθούν στους δρόμους για να κάνουν έρανο να μαζέψουν χρήματα να στείλουν στην Ελλάδα, στους πληρωμένους αντάρτες του ΕΑΜ, στους προδότες εγκληματίες του Έθνους, στους Βούλγαρους και στους Αλβανούς οι οποίοι κατασφάζουν τους αδελφούς μας Έλληνες. Μην δώσετε δεκάρα στα κουτιά της προδοσίας. Μην δώσετε δεκάρα για να κάμουν όπλα οι Βούλγαροι να σφάξουν την Ελλάδα. Μην δώσετε δεκάρα για να αγοράσουν βόμβες οι Αλβανοί να βομβαρδίσουν τον Παρθενώνα. Μην τους κοιτάξετε, μην τους πλησιάσετε, μην τους χαιρετίσετε καν εφ’ όσον σας ζητούν χρήματα για τους ληστές και τους δολοφόνους της Μητέρας μας Ελλάδας. Δώστε τους ένα μάθημα για να καταλάβουν ότι δεν είμαστε πράσινο χαβιάρι, δεν είμαστε χάνοι για τα άγκιστρα τους. Αλλά ξεχωρίζουμε τους προδότες και τους φτύνουμε κατάμουτρα. ΟΥΤΕ ΔΕΚΑΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ. ΖΗΤΩ Η ΕΘΝΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΑΣ» (βλ. Αλέκου 2011: 139-140).
Ωστόσο δεν ήταν μόνο ο ελληνικός εμφύλιος που διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην συνεχή ένταση μεταξύ των ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων. Μεγάλη σημασία είχε και η διοργάνωση της Διασκεπτικής από τους Βρετανούς. Οι διαφορετικές τοποθετήσεις που διατυπώθηκαν γύρω από τη συμμετοχή ή μη συνέβαλαν στην ακόμα μεγαλύτερη διόγκωση των αντιθέσεων.
6. Η Διασκεπτική και ο ρόλος της
στην περαιτέρω όξυνση των πολιτικών αντιθέσεων
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η κρίση της αποικιοκρατίας αλλά και η συμμετοχή της Ελλάδας και της Κύπρου με ενεργό, και αιματηρό, ρόλο στο πλευρό των συμμάχων επανέφερε το ζήτημα της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Στο εσωτερικό των πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών βρετανικών κύκλων εκφράστηκαν δύο απόψεις, άλλες υπέρ της εκχώρησης και άλλες κατά, αλλά αυτό που υπερίσχυσε τελικά ήταν η θέση πως η Κύπρος έχει αξία για τη Βρετανία. Κι αυτό γιατί με δεδομένη την απόφαση των Βρετανών για αποχώρηση από την Παλαιστίνη και τις αποτυχημένες σοβιετικές προσπάθειες για παραχώρηση ναυτικών διευκολύνσεων στα Δωδεκάνησα ύστερα από την ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα, υπήρχε ο έκδηλος φόβος της Αυτοκρατορίας για ναυτικό ανταγωνισμό με την ΕΣΣΔ στην Α. Μεσόγειο.
Ωστόσο, η βρετανική παραμονή δε σήμαινευποχρεωτικά και τη διατήρηση του εξουσιαστικού πλαισίου που είχε δημιουργηθεί μετά την εξέγερση του 1931.Έτσι η Βρετανία, τον Οκτώβριο του 1946, θα προχωρήσει σε πρόταση εκπόνησης συντάγματος αυτοκυβέρνησης για την Κύπρο. Η πρόταση αυτή θα συζητιόταν σε «Διασκεπτική Συνέλευση» στην οποία πέραν των Βρετανών θα συμμετείχαν και αντιπρόσωποι των Κυπρίων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων).
Οι πρώτες αντιδράσεις από την Εθναρχία αλλά και το ΑΚΕΛ ήταν πως δεν θα αποδέχονταν οποιαδήποτε ρύθμιση που δεν θα προέβλεπε την Ένωση ως οριστική λύση του κυπριακού ζητήματος. Ωστόσο στη συνέχεια το ΑΚΕΛ θα μεταβάλει τη στάση του. Τον Ιούλιο του 1947 θα προτείνει την «εξασφαλισμένη αποχή». Πρόκειται για πρόταση σύγκλισης προς τη Δεξιά, σύμφωνα με την οποία οι δεξιοί Ελληνοκύπριοι θα παραιτούνταν από τις θέσεις που είχαν τοποθετηθεί από τη βρετανική διοίκηση και θα δίνονταν εγγυήσεις ότι δεν θα συμμετείχαν στη Συμβουλευτική Συνέλευση που θα προέκυπτε, ούτε σε μελλοντικές εκλογές που θα πραγματοποιούνταν από το προτεινόμενο σύνταγμα. Σε περίπτωση που αυτό δεν γινόταν, τότε η Αριστερά δήλωσε πως θα έδινε εντολή στα μέλη της που είχαν κληθεί στη Διασκεπτική να αποδεχτούν την πρόσκληση κάνοντας, όμως, σαφές στους Βρετανούς πως μια τέτοια συμμετοχή δεν σήμαινε με κανένα τρόπο την εγκατάλειψη του αιτήματος της Ένωσης (Leventis 2002: 169- 170).
Αντίθετα η Δεξιά θα ανακοινώσει την κατηγορηματική της άρνηση αφενός να συμμετάσχει στη Διασκεπτική και αφετέρου να δεχτεί καθεστώς αυτοκυβέρνησης. Έτσι σε ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 21 Αυγούστου 1947 μεταξύ των δεξιών πολιτικών δυνάμεων και με τη συμμετοχή του τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β΄ αποφασίστηκε:
«1. Αποκρούομεν ομοφώνως και μετ’ αγανακτήσεως πάσαν συνεργασίαν, σκοπούσαν την επιβολήν οιασδήποτε μορφής Συντάγματος και οιονδήποτε Σύνταγμα υπό καθεστώς ξένον προς τα αισθήματα και την θέλησιν του Κυπριακού Λαού. 2 Επαναλαμβάνομεν εντόνως την διακήρυξιν ημών, ότι η μόνη αναλλοίωτος και αδάμαστος θέλησις του Ελληνικού Κυπριακού είναι μία και μόνη, η άμεσος Ένωσις και μόνον η Ένωσις μετά της Μητρός Ελλάδος» (Ιστορική…. 1979-1980, τ. 8: 90).
Oι τελικές αποφάσεις για το ΑΚΕΛ θα ληφθούν στο 5ο Συνέδριο του κόμματος (Σεπτέμβριος 1947), όπου το ντοκουμέντο της Κεντρικής Επιτροπής θεωρούσε τη συμμετοχή στις συνταγματικές διαπραγματεύσεις ως μέτρο λαϊκής αυτοάμυνας που μπορεί να ματαιώσει τις προσπάθειες να διαλυθεί το λαϊκό κίνημα και να οδηγηθεί σε παραλυσία. Η ΚΕ πίστευε πως το κόμμα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα των προτεινόμενων πολιτικών αλλαγών προς όφελος του λαού και του αιτήματος της εθνικής απελευθέρωσης. Ουσιαστικά το ΑΚΕΛ αποφάσισε πως από τη στιγμή που δεν τίθεται θέμα ένωσης στο ορατό μέλλον, η υιοθέτηση της αυτοκυβέρνησης θα μπορούσε να αποδειχθεί ως μία ευνοϊκή βάση από την οποία να εντατικοποιήσει την εκστρατεία του για την ένωση.
Η βασική θέση του ΑΚΕΛ σχετικά με τη συμμετοχή στη Διασκεπτική ήταν πως η εκπόνηση Συντάγματος δεν εμπόδιζε τον αγώνα για την Ένωση και δεν γινόταν κατανοητό γιατί ήταν προτιμότερο να κυβερνάει τους Κύπριους χωρίς Σύνταγμα ένας Βρετανός και όχι μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Από το ΑΚΕΛ υπήρχε η εκτίμηση πως η Βρετανία δεν ήταν διατεθειμένη να εκχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, κατά συνέπεια ήταν προτιμότερο να υπάρχει ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης όπου η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είχε τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης (Ρίχτερ 2007: 730- 31). Στην επιχειρηματολογία αυτή του ΑΚΕΛ θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να προστεθεί και ένα δεύτερο στοιχείο: στην Ελλάδα διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος και το επίσημο καθεστώς ήταν πολεμικά εχθρικό απέναντι σε κάθε έκφραση του κομμουνιστικού κινήματος. Το ενδεχόμενο της ένωσης θα οδηγούσε τους ελληνοκύπριους κομμουνιστές σε πολύ πιο δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης και δραστηριοποίησης απ’ ό, τι συνέβαινε με την αγγλική κυριαρχία.
Από την πλευρά τους οι δεξιοί φοβούνταν την προοπτική της αυτοκυβέρνησης, δεδομένης και της εκλογικής νίκης της Αριστεράς τον προηγούμενο χρόνο. Ανησυχούσαν πως μια αριστερή κυβέρνηση θα προχωρούσε σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αντίθετες με τα συμφέροντα της αστικής τάξης (κύρια φορολογικού χαρακτήρα), ενώ η άρνηση της αυτοκυβέρνησης με το επιχείρημα της απεμπόλησης του στρατηγικού στόχου της ένωσης αφενός ηχούσε καλύτερα σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων και αφετέρου διασφάλιζε τα αστικά συμφέροντα.
Σε κάθε περίπτωση οι προτάσεις που διατυπώθηκαν στη Διασκεπτική από τη βρετανική πλευρά δεν έγιναν δεκτές από το ΑΚΕΛ, κυρίως γιατί η εκτελεστική εξουσία παρέμενε στις αρμοδιότητες του κυβερνήτη, άρα δεν υπήρχε θέμα πραγματικής αυτοκυβέρνησης, ενώ ο ρόλος των εκλεγμένων θα ήταν απλώς συμβουλευτικός.
Μετά την αποτυχία της Διασκεπτικής η Δεξιά βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση όχι μόνο γιατί είχε αποτύχει η πολιτική του ΑΚΕΛ, αλλά γιατί μπορούσε να χρησιμοποιεί την κατάληξη της Διασκεπτικής ως μέσο σύνδεσής της με την Ελλάδα και ενίσχυσης του γοήτρου της πολιτικής εξουσίας εκεί, δεδομένου πως ο Βασιλιάς Παύλος είχε επίσης ταχθεί υπέρ της Ένωσης, άρα και έμμεσα κατά της Διασκεπτικής.16 Έτσι μετά από ένα πολύ μαζικό συλλαλητήριο εγκρίθηκε στις 3/10/48 το ακόλουθο ψήφισμα:
«Ο Ελληνικός Κυπριακός Λαός […] 1. Αποδοκιμάζει μετ’ αγανακτήσεως τας ανελευθέρους και αυταρχικάς δηλώσεις της Βρετανικής Κυβερνήσεως, τας γενομένας υπό της Α.Ε. του Κυβερνήτου της Κύπρου, καθ’ ας ουδεμία μεταβολή σκοπείται της κυριαρχίας της Νήσου, καθ’ ας το Κυπριακόν ζήτημα είναι κλειστόν. 2. Διακηρύττει ότι δια τον Ελληνικόν Κυπριακόν Λαόν και το Έθνος ολόκληρον το Κυπριακόν ζήτημα θα λυθεί διά της Ενώσεως, και μόνον της Ενώσεως, ουδενός δικαιούμενου να κλείη την θύραν εις την ελευθερίαν, την δικαιοσύνην και την πολιτικήν ηθικήν […] 5. Εκφράζει την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην αυτού προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα των Ελλήνων Παύλον διά την πατρικήν υπέρ της Ελληνικής Κύπρου […] 7. Απευθύνεται ευσεβάστως προς την Κυβέρνησιν της Μητρός Πατρίδος και ζητεί, όπως αύτη συνεχίση εντονότερον τας ενεργείας αυτής προς επίτευξιν της Ενώσεως, εξαντλούσα παν εις την διάθεσιν αυτής μέσον προς απόδοσιν δικαιοσύνης εις ένα λαόν άξιον αυτής» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 8: 188).
Το ΑΚΕΛ από την πλευρά του, ύστερα από την αποτυχία της Διασκεπτικής, αναγκάστηκε να αντικαταστήσει σχεδόν το σύνολο της ηγεσίας του, ενώ σε επίπεδο κομματικών ντοκουμέντων οδηγήθηκε σε αυτοκριτική για την γραμμή της αυτοκυβέρνησης αναφέροντας πως επρόκειτο για «μια λανθασμένη μικροαστική αντιμετώπιση του ενωτικού προβλήματος που έτεινε να υποτάξει το επαναστατικό εργατοαγροτικό κίνημα σε συμβιβαστικές μεταρρυθμίσεις που ουσιαστικά το ευθυγράμμιζαν με τις διαθέσεις και τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού» (βλ. Κωνσταντινίδης 2011: 133).
Σε ό, τι αφορά την ουσία της κατεύθυνσης του 5ου Συνεδρίου, αναγνωριζόταν πως έβαζε ως απαραίτητο στοιχείο:
«πρώτα να πραγματοποιηθεί μια ριζική καθεστωτική μεταβολή στην Αγγλία για να λυθεί το Κυπριακό. Απ’ αυτή τη βασικά λανθασμένη τοποθέτηση του Κυπριακού Εθνικού προβλήματος δημιουργείται η ηττοπάθεια και το πέσιμο της αγωνιστικής διάθεσης γιατί αφού το παν εξαρτάται από την καθεστωτική αλλαγή στην Αγγλία, μάταια αγωνίζεται ο Κυπριακός λαός» (βλ. ΑΚΕΛ 1949).
Η αλλαγή αυτή της γραμμής στηριζόταν σε προγενέστερη απόφαση της ΚΕ (15/1/49):
«Η στροφή μας προς τις συνταγματικές ελευθερίες και η ακαδημαϊκοποίηση του αγώνα για την Ένωση ήταν και στριφνή και λανθασμένη. Είμαστε μια αποικία. Θέλουμε να σπάσουμε το αποικιακό πλαίσιο, γιατί το απαιτεί το πρόβλημα της ζωής και της παραπέρα ανάπτυξης του λαού. Αυτό θα το πετύχουμε μόνο με την Ένωση. Το αίτημά μας θα πρέπει να είναι ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα […] Το εθνικό έμπαινε για άμεση λύση και όχι σαν αίτημα προοπτικής και προπαγάνδας, με συνταγματικά ενδιάμεσα όπως κάναμε εμείς (Στο κάτω-κάτω μια τέτοια αδιάλλακτη ενωτική επιμονή ήταν η καλύτερη τακτική για να εκμαιεύσει πολιτικές ελευθερίες). Δεν πρέπει να ζητούμε σύνταγμα, έστω κι αν πρόκειται για σύνταγμα κτήσης. Αυτό που μπαίνει άμεσα για μας είναι το ζήτημα αυτοδιάθεσης, ζήτημα Ένωσης με την Ελλάδα» (ΑΚΕΛ 1949).
Παρά την έντονη αυτοκριτική του ΑΚΕΛ, οι συνέπειες της συμμετοχής του στη Διασκεπτική ήταν ορατές και λειτούργησαν περιοριστικά στην πολιτική του εμβέλεια. Για να το πούμε διαφορετικά, πριν από τη Διασκεπτική το ΑΚΕΛ είχε ως μεγάλο του πλεονέκτημα την εκτίμηση που απολάμβανε από λαϊκά και μικροαστικά στρώματα, τόσο λόγω της διεκδικητικής του στάσης απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας, όσο και λόγω της σταθερής και ενωτικής πολιτικής του σχετικά με το αίτημα της Ένωσης. Από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει την κυπριακή άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, τη βρετανική διοίκηση, την ελληνική κυβέρνηση αλλά και το βρετανικό, στη συνέχεια αμερικανικό κράτος, ως βασικού συμμάχου της ελληνικής κυβέρνησης. Όλα αυτά παρήγαγαν υλικές πιέσεις στο ΑΚΕΛ απέναντι στις οποίες δεν ήταν εύκολο να αντεπεξέλθει μόνο μέσω της επίκλησης της πολιτικο-ιδεολογικής συγγένειας με το ΚΚΕ (φυσικά το πλαίσιο θα ήταν διαφορετικό αν η έκβαση του εμφυλίου εμφάνιζε άλλη τροπή). Η συμμετοχή στη Διασκεπτική αντανακλούσε όλες αυτές τις αντιφάσεις και δυσκολίες. Η αποτυχία της Διασκεπτικής θα το επαναφέρει στο αίτημα «Ένωση και μόνο Ένωση», αλλά μέσα σε ένα σκηνικό όπου θα έπρεπε να συνεχίσει τον ακήρυκτο εμφύλιο από πιο δυσχερή θέση.
Η Δεξιά αντίθετα μπορούσε με πιο ευνοϊκούς συσχετισμούς, λόγω των αποτελεσμάτων της Διασκεπτικής, αλλά και εξαιτίας της εξέλιξης του ελληνικού εμφυλίου και λόγω της νίκης της στις δεύτερες αρχιεπισκοπικές εκλογές, να εντείνει τις επιθέσεις της απέναντι στην Αριστερά. Το 1948 θα χαρακτηριστεί από την κορύφωση των αντικομμουνιστικών επιθέσεων σε όλα τα επίπεδα
7. Η συνέχιση του ακήρυκτου εμφύλιου το 1948
7.1. Οι απεργίες του 1948
Στην όξυνση της αντιπαράθεσης σημαντικό ρόλο είχαν και οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιούσε ένα μεγάλο τμήμα του κυπριακού πληθυσμού. Το 1948 πραγματοποιήθηκαν τρεις πολύ δυναμικές απεργίες που επηρέασαν το πολιτικό κλίμα Πρόκειται για την απεργία των μεταλλωρύχων που διήρκεσε από τις 13 Ιανουαρίου μέχρι τις 16 Μαΐου, την απεργία των αμιαντορύχων που κράτησε από 2 Αυγούστου έως 31 Αυγούστου και την απεργία των οικοδόμων που πραγματοποιήθηκε από τις 26 Αυγούστου μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου.
Σε ό, τι αφορά τους μεταλλωρύχους, τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί στη διεύθυνση της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΚΜΕ) αφορούσαν αυξήσεις στα ημερομίσθια, βελτίωση του ωραρίου και τήρηση των αργιών. Η απόρριψη των αιτημάτων προκάλεσε αρχικά πενθήμερη απεργία και στη συνέχεια απεργία διαρκείας. Η εργοδοσία στο μεταξύ είχε σταματήσει τη διανομή γάλατος στα παιδιά των μεταλλωρύχων ενώ διέταξε την αποπομπή από το νοσοκομείο της εταιρείας, όσων ασθενών δεν ήταν βαριά άρρωστοι. Οι εργάτες, όμως, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την εργοδοσία αλλά και τη Δεξιά σε όλες τις εκφράσεις. Έτσι η ΣΕΚ από την αρχή τάχθηκε κατά της απεργίας, υποστηρίζοντας ότι η πραγματοποίησή της οφείλεται στην προσπάθεια της ΠΕΟ (Πανκύπρια Εργατοϋπαλληλική Ομοσπονδία, προσκείμενη στο ΑΚΕΛ) να ανασχέσει την εξάπλωση της ΣΕΚ στον κλάδο των Μεταλλωρύχων. Η αντίθεση αυτή δεν έμεινε στα λόγια, αλλά πήρε συγκεκριμένες μορφές: Η ΣΕΚ όχι μόνο δεν συμμετείχε στην πανκυπριακή απεργία υποστήριξης της απεργίας των μεταλλωρύχων, αλλά άρχισε να στρατολογεί απεργοσπάστες από τα γύρω χωριά (Αλέκου 2011: 123- 124).
Ταυτόχρονα και η Εκκλησία άσκησε απεργοσπαστικό ρόλο, εκδίδοντας στις 20 Μαρτίου εγκύκλιο με την οποία καλούσε τους απεργούς να επιστρέψουν στη δουλειά τους και να μην παρασύρονται από τους «ανίερους κομμουνιστές».17 Στο ίδιο μήκος κύματος η Εφημερίς εκδιδόταν για τρεις μήνες με την επικεφαλίδα: «ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΙ! Κλωτσοκοπάτε τους εκμεταλλευτές σας κομμουνιστές και στραφήτε στες δουλειές σας» (Αλέκου 2011: 125) και σε άρθρο της 6/3/48 υποστήριζε:
«Η ΚΜΕ ουδέποτε θα υποχωρήση εις τους εκβιασμούς της αναρχοκομμουνιστικής σπείρας. Με όργανα του Στάλιν ουδέποτε θα δεχθή διαπραγμάτευσιν. Το εδήλωσεν επανειλημμένως και ας μην αυταπατώνται οι μεταλλωρύχοι ότι θα εκβιασθή εις υποχώρησιν με τας δυναμιτιστικάς αποπείρας και όλας τας άλλας βαρβάρους και τρομοκρατικάς μεθόδους» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 413).
Τον Μάρτιο η προσπάθεια ανάληψης δουλειάς από απεργοσπάστες είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν συγκρούσεις, η αστυνομία να ανοίξει πυρ και να υπάρξουν 8 τραυματισμοί συγκεντρωμένων. Ύστερα από αυτό πραγματοποιήθηκε και δεύτερη 24ωρη πανκυπριακή απεργία. Αντίστοιχο περιστατικό έγινε λίγες μέρες αργότερα με συνέπεια άλλους έξι τραυματισμούς.
Η ένταση αυτή σύντομα θα πάρει και πιο κεντρικά χαρακτηριστικά, δεδομένου πως η απεργία διεξαγόταν ταυτόχρονα με τη Διασκεπτική. Η Δεξιά υπενθύμιζε στους Βρετανούς πως ένα καθεστώς αυτοκυβέρνησης σε μια χώρα όπου η Αριστερά θα είχε την πλειοψηφία από τη μία θα λειτουργούσε ενάντια στα συμφέροντα του επιχειρηματικού κόσμου και από την άλλη θα δημιουργούσε ευνοϊκούς όρους για τη βοήθεια στον ΔΣΕ. Γι’ αυτό η Εφημερίς σύστηνε στους Βρετανούς να συλλάβουν όχι μόνο τους συνδικαλιστές της ΠΕΟ18 αλλά όλα τα ανώτατα στελέχη της Αριστεράς:
«Εάν θέλη να συμπληρώση τον κατάλογον, δεν έχει παρά ν’ απλώση το χέρι μέχρι των καθημένων εις τον πλευρόν του Σερ Εντουαρντ Τζάκσον […] Τι περιμένει η κυβέρνησις του Λόρδου Ουίνστερ διά να προασπίση την δημοκρατίαν;» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 414)
Και σε νέο άρθρο μερικές μέρες αργότερα:
«Την Κύπρον ποίος κυβερνά; Η Μ. Βρεττανία με τον αντιπρόσωπόν της ευγενή λόρδον Ουίνστερ ή η Σοβιετική Ρωσία με το προσωπικό τής εδώ πρεσβείας της, που το αποτελούν οι Φιφήδες, οι Ζιαρτίδηδες και οι Σέρβηδες; Δικαιούμεθα να γνωρίζωμεν εάν η κυβέρνησις του λόρδου Ουίνστερ είναι διατεθειμένη να τηρήση την τάξιν εις την Νήσον […] Εις το καθήκον της αυτό η κυβέρνησις του λόρδου Ουίνστερ θ’ ανταποκριθή αποτελεσματικώς μόνον όταν μαζεύση την ολιγομελή σταλινικήν σπείραν, που η καθοδήγησίς της δημιουργεί όλην την σημερινήν αναταραχήν» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 415).
Και επειδή οι Βρετανοί δεν ακολουθούσαν τις προτροπές της κυπριακής Δεξιάς η εν λόγω εφημερίδα θα επανέλθει στις 3/4/48 στο θέμα, γινόμενη ακόμα πιο σαφής:
«Τώρα δεν έχομεν ή να επαναλάβομεν ότι καθήκον της κυβερνήσεως δεν είνε άλλο παρά η κήρυξις και εδώ επιστρατεύσεως. Και πρώτον βήμα δια την παρασκευήν του τόπου αυτού, ίνα δυνηθή να συμβάλη, όπως η ιστορία και η καταγωγή του απαιτούν, εις τον αγώνα δια την προάσπισιν της ελευθερίας και του χριστιανικού πολιτισμού, είνε η απομόνωσις της σταλινικής σπείρας εις στρατόπεδον συγκεντρώσεως […] και να εγκλεισθούν εις συρματοπλέγματα όλα τα μέλη της εδώ σταλινικής πρεσβείας και όλοι οι υπεύθυνοι πεμπτοφαλλαγιτικών εφημερίδων, αναστελλομένης της εκδόσεώς των» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 415).
Ουσιαστικά αυτό που έλεγε η κυπριακή Δεξιά ήταν πως το βασικό πρόβλημα δεν ήταν οι Βρετανοί αλλά οι κομμουνιστές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η εμμονή στο στόχο «Ένωση και μόνο Ένωση» έπαιρνε μια άλλη διάσταση. Δεν αφορούσε τον ανένδοτο αγώνα για ένα αίτημα ενάντια σε τυχόν υποχώρηση που συμβόλιζε ο στόχος της αυτοκυβέρνησης, αλλά εξέφραζε την αγωνία των κυρίαρχων ελληνοκυπριακών στρωμάτων απέναντι στο ενδεχόμενο μιας αριστερής κυπριακής κυβέρνησης:
«Ένωσιν, λοιπόν και μόνον Ένωσιν και τίποτε άλλο από Ένωσιν. Μέχρι δε της ευλογημένης ώρας της επιτεύξεώς της, να διοική η Αγγλία μόνη και υπευθύνως. Έστω και με κυβερνήτας τους Στορς και Πάλμερ. Ουδέποτε όμως “εξουσία στα χέρια του λαού”, όπως ζητούν οι σ. Φιφής και Κληρίδης. Το διακηρύσσομεν απροκάλυπτα και χωρίς δισταγμόν» (Εφημερίς της 10/4/48, στο Κατσιαούνης 2000: 416).
Τελικά, σε ό, τι αφορά την απεργία των μεταλλωρύχων, ύστερα από την κάθοδο στην Κύπρο του Aμερικανού διευθυντή της ΚΜΕ Mudd, θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις που θα καταλήξουν σε συμφωνία στις 16/5/48.
Στα ορυχεία της περιοχής Αμιάντου από την αρχή του 1948 η διοίκηση της επιχείρησης προσπάθησε να ναρκοθετήσει τη λειτουργία της ΠΕΟ συμβάλλοντας στη δημιουργία συνδικάτου της ΣΕΚ. Ύστερα από την εκλογή αποκλειστικά αριστερών εργατών στην τοπική «συντεχνιακή επιτροπή», η εταιρεία απέλυσε 150 εργαζόμενους και διέταξε τον γραμματέα της συντεχνίας να εγκαταλείψει την περιοχή. Την ενέργεια αυτή την ακολούθησε προκήρυξη απεργίας και συγκρούσεις των αμιαντωρύχων με την αστυνομία. Η ΣΕΚ, από την πλευρά της, όχι μόνο δεν συμμετείχε στην κινητοποίηση, αλλά προμήθευε την εταιρεία με απεργοσπάστες (Αλέκου 201: 128)
Η έκταση των γεγονότων θα οδηγήσει τα συνδικάτα της ΠΕΟ να προκηρύξουν νέα παγκυπριακή απεργία στις 13 Αυγούστου. Τελικά στις 26 Αυγούστου η απεργία θα λήξει, αφού τα βασικά αιτήματα των απεργών θα γίνουν δεκτά από την επιχείρηση.
Η απεργία των οικοδόμων είχε ως έναυσμα την άρνηση των εργολάβων να δημιουργηθεί Γραφείο Εργασίας το οποίο θα διηύθυναν ισότιμα η ΠΕΟ και η ΣΕΚ και μέσω του οποίου οι εργάτες θα έβρισκαν απασχόληση στις οικοδομές. Η συγκεκριμένη απεργία είχε ως επίκεντρο τη Λευκωσία, ενώ οι δύο προηγούμενες έγιναν σε αγροτικές περιοχές, πράγμα που έδινε ένα πιο κεντρικό χαρακτήρα στην όλη κινητοποίηση κι αυτό ήταν αντιληπτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Έτσι στις 18 Αυγούστου η ΣΕΚ θα συνεδριάσει από κοινού με τα εθνικόφρονα σωματεία και οργανώσεις και στη σχετική ανακοίνωση θα αναφέρεται:
«Σειρά αναμφισβήτητων γεγονότων αποδεικνύει εις πάντας ότι η κομμουνιστική ηγεσία αφοσιωμένη ΨΥΧΗ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΟΣΧΑΝ, εργάζεται και θα εργάζεται έχουσα ως γνώμονα ΤΟ ΣΛΑΥΙΚΟΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, υποσκάπτουσα την Θρησκεία και υπονομεύουσα την Πατρίδα […] Είναι δια πάντα καλής πίστεως άνθρωπο πλέον ή φανερόν ότι αι υπό των κομουνιστών προκαλούμεναι απεργίαι σκοπούσαι κυρίως την δημιουργίαν συγχύσεως και χάους, δηλητηριάζουσι τας σχέσεις εργοδότου και εργάτου, προς ανυπολόγιστον ζημίαν αμφότερων αλλά και της όλης οικονομίας του τόπου» (βλ. Αλέκου 2011: 131).
Η απάντηση του γενικού γραμματέα της ΠΕΟ Ανδρέα Ζιαρτίδη θα χαρακτηρίζεται επίσης από έντονα πολιτικό τόνο:
«Αυτήν την “ελευθερία” που ζητούν οι εργολάβοι δεν πρόκειται να πάρουν ποτέ. Η μόνη ελευθερία που είχαν, έχουν και θα έχουν είναι η ελευθερία να απολύουν κάθε εργάτη που κατά τη γνώμη τους δεν ανταποκρίνεται τεχνικά στις απαιτήσεις τους, είναι η ελευθερία να κρατούν κάθε εργάτη που αποδίδει ποσοτικά και ποιοτικά στη δουλειά τους. Δεν είναι όμως αυτή την ελευθερία που ζητούν. Η ελευθερία που ζητούν είναι η ελευθερία πολιτικού εκβιασμού. Ή γίνεσαι εθνικόφρονας ή διώχνεσαι από την δουλειά. Ή αποκηρύσσεις τον Κομμουνισμόν ή δεν έχουμε δουλειά για σένα. Ή γίνεσαι μέλος της νέας Συντεχνίας ή κάποιος θα σε αντικαταστήσει. Ή ψηφίζεις τον Δήμαρχον της Δεξιάς ή χάνεις το ψωμί σου» (βλ. Αλέκου 2011: 131-132).
Η τελευταία φράση αφήνει ανοιχτούς υπαινιγμούς πως η όλη εκστρατεία της Δεξιάς γίνεται βασικά για πολιτικούς λόγους, με ορίζοντα τις προσεχείς δημοτικές εκλογές. Όπως είπαμε μετά την ήττα του 1946 και δεδομένης της διεξαγωγής του ελληνικού εμφυλίου, η κυπριακή αστική τάξη δεν ήταν διατεθειμένη για μια δεύτερη συνεχόμενη εκλογική ήττα σε εκλογές εθνικής σημασίας. Πόσο μάλλον που τώρα ο απεργιακός αγώνας γινόταν ενάντια σε Κύπριους εργολάβους και όχι απέναντι σε δύο ξένες εταιρείες
Σε αυτό το πλαίσιο η διεξαγωγή της απεργίας πήρε πολύ πιο έντονα χαρακτηριστικά από τις άλλες δύο απεργίες του 1948: η ΣΕΚ έβρισκε απεργοσπάστες, οι οικοδόμοι επιχειρούσαν να τους εμποδίσουν και ακολουθούσαν συμπλοκές (Αλέκου 2011: 132), ενώ υπήρξε και ενεργοποίηση των Χιτών (βλ. παρακ.) οι οποίοι εκφόβιζαν τους συνδικαλιστές και συνόδευαν τους απεργοσπάστες στα εργοτάξια που υπήρχε απεργία.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση η καταγραφή πολλών περιπτώσεων όπου οι συρράξεις συνοδεύτηκαν από χρήση δυναμίτη, υπήρξαν περιστατικά επιθέσεων, σοβαρών τραυματισμών και εμπρησμών (Ρίχτερ 2007: 753), σε σημείο που ο ίδιος ο Κυβερνήτης θα παραδεχθεί στην έκθεση που συνέταξε τον Σεπτέμβριο του 1948:
«Η γενική εικόνα των γεγονότων κατά τη διάρκεια του μήνα παρουσίαζε σκηνές εντεινόμενης διάστασης μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς. Οι σκηνές αυτές συνιστούσαν θέμα το οποίο σχεδόν απεικόνιζε εμφύλιο πόλεμο» (αναφέρεται στο Αλέκου 2011: 133).
Τελικά η απεργία θα λήξει το Δεκέμβριο του 1948 αφού θα γίνει δεκτό το αίτημα των απεργών να μην μπορούν οι εργολάβοι να προσλαμβάνουν εργάτες μόνο απ’ όσους είναι εγγεγραμμένοι στις Νέες Συντεχνίες.
Οι τρεις μεγάλες αυτές απεργίες ήρθαν να διαπλεχθούν με τα σημαντικά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα που γνώριζε η κυπριακή κοινωνία, απότοκο και της συμμετοχής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και τις ιδιαίτερες αντιθέσεις που είχαν αναδειχθεί μεταξύ των ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων. Η ένταση της αντιπαράθεσης, η προσθήκη στο όλο πλαίσιο παραγόντων όπως η Εκκλησία, το ξένο κεφάλαιο αλλά και η εξ Ελλάδας προερχόμενη ομάδα Χ συνέβαλαν στην περαιτέρω εξάπλωση του ακήρυκτου κυπριακού εμφύλιου. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές αν εγκύψουμε και σε άλλες μορφές ενός οιονεί εμφυλίου που έλαβαν χώρα μέσα στο 1948.
7.2. Άλλες όψεις του αόρατου εμφύλιου
Μια βασική πλευρά του ακήρυκτου εμφύλιου ήταν η προσπάθεια κοινωνικής (με την πλήρη έννοια του όρου) απομόνωσης των οπαδών των δύο πλευρών.
Έτσι το ΚΕΚ καλούσε τους Κύπριους να απομονώσουν κοινωνικά τους κομμουνιστές:
«Υποστήριξη των άθεων κομμουνιστών είτε με διάφορες συνεισφορές είτε με πρόσληψη στες διάφορες εργασίες μας παλαιοσυντεχνιακών εργατών αποτελεί πράξη καταδικαστέα και είμεθα υποχρεωμένοι να στείλουμε αυτή την προειδοποίηση […] Οπλιστείτε με αγωνιστική διάθεση και φανατισμό κι υποστηρίζετε εθνικόφρονες παντού και πάντα. Ο μπακάλης μας, ο ψωμάς, ο μανάβης μας, ο υπάλληλός μας, ο εργάτης μας πρέπει να είναι εθνικόφρονες. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για όσους εξακολουθούν να κρατούν στην υπηρεσία τους παλαιοσυντεχνιακούς. Οι Νέες Συντεχνίες είναι σε θέση να σας βρουν τους εργάτες που χρειάζεσθε […] Σύνθημα μας: Ούτε γρόσι στον Κομμουνιστή. Φανατική υποστήριξη των ομοϊδεατών μας! Μη δίνετε τα γρόσια σας σ’ εκείνους που θα τα κάνουν σφαίρες για να κτυπήσουν εμάς, την Εκκλησία μας, την πατρίδα και την οικογένειά μας! Εμπρός όλοι στον αγώνα τον ιδεολογικό, στον αγώνα των οικονομικών κυρώσεων» (βλ. Αλέκου 2011: 152).
Σε αντίστοιχες πρακτικές θα καλέσει και η Αριστερά. Έτσι σε σχετικό άρθρο ο Φ. Ιωάννου θα υποστηρίξει τον Σεπτέμβριο του 1948:
«Την απόλυση ενός δικού μας υπαλλήλου από τα δεξιά κάμετέ την αμέσως απόλυση ενός δικού τους υπαλλήλου από τα αριστερά. Δίχως ίχνος συναισθηματισμού. Δίχως ίχνος οίκτου […] Ψωνίζετε μόνο από δικό μας μπακάλη, μπαίνετε μόνο σε δικό μας κουρείο, σε δικό μας κατάστημα αφού το εξετάσετε καλά προηγουμένως. Μόνο σε δικό μας κέντρο, σε δικό μας καφενείο, σε σινεμά που υποστηρίζει το δικό μας κίνημα. Μποϋκοτάζ σε όλους τους ανοικτούς εχθρούς του λαού […] Εμείς εκπροσωπούμε τις καταναλωτικές λαϊκές μάζες. Συνεπώς έχουμε τη δύναμη. Εμείς μπορούμε να τους στριμώξουμε» (βλ. Πρωτοπαππάς 2012: 438).
Μια άλλη παράμετρος που όξυνε το ήδη διαταραγμένο κλίμα ήταν η έλευση της ακροδεξιάς παρακρατικής ομάδας Χ στο νησί, η οποία αρχίζει να γίνεται αισθητή κατά τη διάρκεια των Αρχιεπισκοπικών εκλογών του 1947, αν και δεν είχε τη θεσμική υπόσταση που απολάμβανε στην Ελλάδα. Οι χίτες επιχειρούν να εκφοβίσουν τους αντιπάλους τους στέλνοντας απειλητικές επιστολές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εισήλθαν, φορώντας προσωπίδες, σε σπίτια αριστερών με σκοπό τη τρομοκράτησή τους. Το 1948 θα συνεχιστεί η δράση τους, ειδικά κατά τη διάρκεια των τριών μεγάλων εργατικών απεργιών, σε βαθμό που το συντηρητικό Έθνος της Λευκωσίας να πανηγυρίζει:
«Στον ύπνο τους οι Κομμουνισταί βλέπουν “χίτες” τιμωρούς των εγκλημάτων. Μήπως τους κατέλαβε φόβος και τρόμος από αυτούς; Ή μήπως αι κραυγαλέαι καθημεριναί διαμαρτυρίαι των είναι απόδειξις της αποτελεσματικής εργασίας που προσφέρουν μερικά καλά παλληκάρια της εθνικόφρονος παρατάξεως δια την επικουρικήν προς το έργον της Αστυνομίας φρούρησιν της πόλεως από τους κόκκινους τρομοκράτας; Ο φιλήσυχος και φιλόνομος λαός της πρωτευούσης έδηλοι βαθείαν ευγνωμοσύνην προς τα καλά παλληκάρια που φρουρούν την πόλιν και ματαιώνουν τα σατανικά, εγκληματικά σχέδια των κομμουνιστών. Οι “χίτες” είναι οι φρουροί-τιμωροί και πανικός τους καταλαμβάνει επί τη θέα των. Αυτό το μέτρο εχρειάζοντο οι κομμουνισταί και ό, τι ήθελαν το ηύραν» (βλ. Αλέκου 2011: 110).
Το πιο εντυπωσιακό είναι πως οι χίτες είχαν φτάσει στο σημείο να αντικαθιστούν την αστυνομία σε αρμοδιότητές της: προχωρούσαν σε συλλήψεις ατόμων που θεωρούνταν ύποπτα για συμμετοχή σε ταραχές και στη συνέχεια τα παρέδιδαν στην αστυνομία (Αλέκου 2011: 110).
Βέβαια οι χίτες δεν μπορούσαν παρά να εκφοβίσουν αλλά όχι να καταστείλουν ένα τόσο μαζικό, για τα μέτρα του συγκεκριμένου νησιού, κομουνιστικό κίνημα. Για κάτι περισσότερο ήταν αναγκαία η παρέμβαση της αποικιακής διοίκησης και σε αυτό καλούσαν κύκλοι της δεξιάς. Έτσι η Εφημερίς στις 3/4/48 καλούσε να εγκλειστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όλοι οι κομμουνιστές «[…] ως δημοκρατικόν μέσον της ασφάλειας των πολλών δια του περιορισμού των ολίγων επικίνδυνων» (βλ. Αλέκου 2011:141). Σχεδόν ταυτόχρονα οι Κύπριοι δεξιοί, πληροφορούμενοι πως στη Βρετανία απομακρύνονταν από δημόσιες υπηρεσίες υπάλληλοι που ήταν κομμουνιστές, ζήτησαν να γίνει το ίδιο και στην Κύπρο. Όπως παρατηρούσε τον Μάρτιο του 1948 ο αρθρογράφος του Έθνους Α. Αιμιλιανίδης, «αλλ’ ιδού, επί τέλους ότι εις στην Αγγλίαν εξύπνησαν. Πόσον ακόμη θα κοιμώνται οι Κύπριοι συνοδοιπόροι;». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Εφημερίς υποστήριζε:
«Ν’ αρχίση η έρευνα δια τα πολιτικά φρονήματα των Άγγλων τμηματαρχών και κατόπι των ιθαγενών. Να εξετασθή κάθε τμήμα, μηδενός απολύτως εξαιρουμένου. Να γίνη εργασία συστηματική και όχι φάρσα. Να κτυπηθή ο κύριος στόχος, εάν επιδιώκεται πραγματικώς εκκαθάρισις. Να γίνη λοιπόν η εκκαθάρισις μεταξύ υπαλλήλων και διδασκάλων και αστυνομικών. Να γίνη το ταχύτερον» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 408).
Και επίσης στην ίδια εφημερίδα μερικούς μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1948):
«Η κυβέρνησις δεν οφείλει μόνον να παρακολουθή αγρύπνως την δράσιν των ποικιλωνύμων συλλόγων, οι οποίοι είναι τα άντρα της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Πρέπει να στρέψη την προσοχήν της και προς εκείνους τους οποίους μισθοδοτεί, οι οποίοι ευρίσκονται κάτω από την ιδικήν της σκέπην και προστασίαν, εις θέσεις σημαντικάς ή ασημάντους, και οι οποίοι είναι μυστικοί ή διαπρύσιοι κήρυκες της κομμουνιστικής ιδεολογίας και χαλκεύουν εις τα κομμουνιστικά συνεργεία των το κοινωνικόν μίσος, καλυπτόμενοι όπισθεν από το προπέτασμα της θέσεώς των. Οι κρυφίοι αυτοί κήρυκες του κομμουνισμού είναι περισσότερον επικίνδυνοι και από τους φανερούς κομμουνιστικούς συλλόγους. Αυτά όλα τα στοιχεία πρέπει να εκκαθαρισθούν από την κυβερνητικήν υπηρεσίαν» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 487).
Άρχισαν έτσι πολλαπλές πιέσεις απέναντι κυρίως στους εκπαιδευτικούς για πειθάρχηση απέναντι στα κελεύσματα της εθνικοφροσύνης μέσω υιοθέτησης ψηφισμάτων υπέρ του Βασιλιά, δηλώσεων «Υπέρ πίστεως και Πατρίδος» και γενικότερης συμμόρφωσης στη διάδοση του περιεχομένου του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Το αποτέλεσμα θα είναι στις 19 Ιουλίου 1948 τρεις γνωστοί αριστεροί καθηγητές να χάσουν τη δουλειά τους. Όμως ο αντικομμουνισμός στην εκπαίδευση δεν θα σταματήσει εκεί αλλά θα επεκταθεί και στους μαθητές. Έτσι η Εφημερίς θα υποστηρίξει στις 24/7/48:
«Νομίζομεν ότι δεν είνε ανάγκη να υποδείξωμεν ότι η εφορεία οφείλει να χωρήση αδιστάκτως εις ολοκλήρωσιν του έργου, αποκλείουσα εκ του σχολείου και τους κομμουνιστάς μαθητάς. Θα είναι το μεγαλύτερον έγκλημα να μείνουν εις τους κόλπους του σχολείου μαθηταί, οι οποίοι θ’ αποφοιτήσουν αύριον δια ν’ αντιστρατεύονται τον αγώνα της Εκκλησίας και της Πατρίδος […] Έξω του σχολείου από τώρα. Τούτο είναι καθήκον όλων των Εφορειών όλων των γυμνασίων» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 483- 484).
Ακόμα και από τα αθλητικά σωματεία επιδιώχθηκε η αποπομπή των αριστερών. Οι ιερείς λάμβαναν εντολές να μην πραγματοποιούν αγιασμούς σε σωματεία στα οποία συμμετέχουν αριστεροί όπως ο Κινύρας της Πάφου, ο Πεζοπορικός της Λάρνακας, η ΕΠΑ Λάρνακας και ο Ολυμπιακός. Ειδικά ο Ολυμπιακός όχι μόνο διέγραψε τα αριστερά μέλη του αλλά από ένα σημείο και μετά βρισκόταν υπό τη σαφή επιρροή των Κύπριων χιτών (Κατσιαούνης 2000: 407). Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις είχε η παρέμβαση του ελληνικού ΣΕΓΑΣ (Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών και Αθλητικών Σωματείων), που είχε υπό την εποπτεία του τα κυπριακά σωματεία, ο οποίος ζήτησε την άνοιξη του 1948 δημόσια δήλωση των συλλόγων υπέρ των «εθνικοφρόνων φρονημάτων» και κατ’ επέκταση απαίτησε στην άρνηση συμμετοχής σε αριστερούς αθλητές και παράγοντες. Η αντίδραση των αριστερών ήταν άμεση:
«Δεκάδες αθλητές από όλες τις πόλεις αρνούνται να συμμετάσχουν στους Παγκύπριους Αγώνες στίβου. Με διακήρυξή τους καταδικάζουν έντονα την σκανδαλώδη κομματική ανάμιξη των δεξιοφρόνων στον αθλητισμό. Θα καταγγείλουν την υπόθεση στην Παγκόσμια Αθλητική Ομοσπονδία» (Δημοκράτης 3/1/48, αναφέρεται στο Αλέκου 2011: 153).
Στο ποδόσφαιρο είχαμε αντίστοιχες εξελίξεις, όταν αναπτύχθηκαν εσωτερικές συγκρούσεις στον ΑΠΟΕΛ με αφορμή τηλεγράφημα στις 23/5/48 του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου προς τον ΣΕΓΑΣ. Στο τηλεγράφημα, μεταξύ άλλων, ο ΑΠΟΕΛ ευχόταν «όπως τερματισθεί η εθνοκτόνος ανταρσία». Το αποτέλεσμα ήταν οι αριστεροί παράγοντες και αθλητές να θεωρήσουν πως το σωματείο αποκτούσε κομματική ταυτότητα, να διαχωρίσουν τη θέση τους και να αποβληθούν από τον ΑΠΟΕΛ.
Το αποτέλεσμα θα είναι κατά τη διάρκεια του 1948 να αρχίσουν να δημιουργούνται νέα σωματεία από τους αριστερούς: τον Μάρτιο ιδρύεται η Νέα Σαλαμίνα στην Αμμόχωστο, τον Απρίλιο η Αλκή στη Λάρνακα, τον Μάιο ο Ορφέας και τον Ιούνιο η Ομόνοια στη Λευκωσία (Αλέκου 2011: 154).
8. 1949: το τέλος του ακήρυκτου εμφυλίου
Η μάχη για την ηγεμονία θα επιλυθεί στη διάρκεια του 1949, οπότε θα διεξαχθούν οι δημοτικές εκλογές, αλλά θα λήξει και ο ελληνικός εμφύλιος. Η σαφής υποχώρηση της κυπριακής Αριστεράς στις πρώτες, σε συνδυασμό με την απογοήτευση που θα φέρει η νίκη του Εθνικού Στρατού στους κόλπους των ελληνοκύπριων αριστερών θα λειτουργήσουν ανασχετικά για την πολιτική επιρροή της Αριστεράς όχι μόνο στη συγκεκριμένη συγκυρία αλλά για τις επόμενες δεκαετίες. Παρά το σημαντικό πολιτικό και εκλογικό της μέγεθος, η κυπριακή Αριστερά θα αναγκαστεί να ακολουθεί τις εξελίξεις, μη κατορθώνοντας, σε αντίθεση με τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’40, να αρθρώσει μια ηγεμονική στρατηγική εντός του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού.
Οι δημοτικές εκλογές διεξάχθηκαν μέσα σε κλίμα πολύ σκληρής αντιπαράθεσης. Αλλά αυτό δεν επαρκούσε για να κερδίσει τις εκλογές η Δεξιά. Έτσι ήδη από το 1948 είχε υιοθετηθεί ο τροποποιητικός νόμος 34, ο οποίος αύξανε την περίοδο που θα έπρεπε κανείς να διαμένει σε ένα δήμο από 12 σε 24 μήνες για να έχει δικαίωμα ψήφου. Αυτό σήμαινε πως ένας αριθμός εργατών που μετακινούνταν συχνά λόγω των συνθηκών εργασίας τους δεν θα μπορούσαν πια να ψηφίσουν. Ταυτόχρονα προβλεπόταν πως τη σύνταξη των εκλογικών καταλόγων την αναλάμβαναν οι διορισμένοι από τους βρετανούς κοινοτάρχες.
Από εκεί και πέρα το κλίμα πόλωσης ήταν έντονο, ο ίδιος ο Έλληνας πρόξενος Αλέξης Λιάπης έκανε δηλώσεις υπέρ των δεξιών υποψηφίων, ενώ στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ θα αναφέρει:
«Αλλά αναλογιζόμενοι […] όσα οι πατέρες ημών υπέρ της ελευθερίας έπραξαν και βλέποντες πόσα δεινά κακοί Έλληνες γενόμενοι όργανα προαιωνίων εχθρών επισωρεύσασιν εν τω παρόντι κατά της πατρίδος, έχομεν καθήκον απαραίτητον να καταδικάσωμεν κατά τον εντονώτερον, την εθνοκτόνον ανταρσίαν και να εκδηλώσωμεν τον αποτροπιασμόν ημών δια τα προσφάτως, κατά τρόπον αδιάψευστον αποκαλυφθέντα προδοτικά αυτής σχέδια περί αποσπάσεως της ελληνικής Μακεδονίας και παραδόσεως αυτής εις τους ασπόνδους εχθρούς του Έθνους» (Ιστορική… 1979-80, τ. 8: 190).
Στις 30 Απριλίου 1948 συντάχθηκε κοινή ανακοίνωση των εθνικοφόρων σωματείων της Λάρνακας:
«Ο Σλαβοκομμουνιστικός εχθρός εις τον αγώνα του κατά του Έθνους μας έχει ως όργανα του τους πεμπτοφαλαγγίτας ελληνόφωνους κομμουνιστάς. Το κομμουνιστικόν κόμμα της Ελλάδος, ως αποδεικνύουν η αισχρά ανταρσία κατά της Ελληνικής Πατρίδος, το παιδομάζωμα των αθώων παιδιών της Φυλής μας και το πρόσφατον συνέδριον με συμμετοχή της ΝΟΦ δια τριών Βουλγάρων αντιπροσώπων, απεφάσισε το ξεπούλημα της Ελλάδος εις τους Σλάβους […] Με τους προδότας κομμουνιστάς της Ελλάδας συνέδεσαν την τύχην και οι εν Κύπρω» (βλ. Αλέκου 2011: 171).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το γενικό κλίμα διεξαγωγής των εκλογών (που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου 1949) ήταν σφραγισμένο από χαρακτηριστικά πόλωσης που ως αποκορύφωμα είχαν συμπλοκές και δύο νεκρούς. Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Δημοκράτη, εφημερίδας προσκείμενης στο ΑΚΕΛ:
«Οι Δημοτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής στις έξι Κυπριακές πόλεις έγιναν μέσα σε μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη και αλλεπάλληλα επεισόδια και συγκρούσεις αναγγέλλονταν κάθε λίγο από παντού. Όπως μας πληροφόρησε αξιωματικός της αστυνομίας η έξαψη των δύο αντιπάλων πατάξεων ήταν ιδιαίτερα έντονη στη Λευκωσία. Κάθε 3 λεπτά της ώρας γίνονταν επείγουσες τηλεφωνικές κλήσεις στους διάφορους αστυνομικούς σταθμούς της πρωτεύουσας που ανάγγελλαν ομηρικές μάχες μεταξύ μελών και οπαδών των δύο αντιπάλων συνδυασμών. Η αστυνομία με εξαιρετική δυσκολία κατόρθωνε να κρατεί στα χέρια της την κατάσταση για την πρόληψη σοβαρότερων γεγονότων. Πάνω από εκατό διάφορα επεισόδια και συγκρούσεις έγιναν μόνο στη Λευκωσία από τη νύκτα του Σαββάτου, παραμονής των εκλογών, ίσαμε την ώρα της συμπλήρωσης της ψηφοφορίας. Εκατοντάδες πρόσωπα πιάστηκαν από την αστυνομία και μεταφέρθηκαν υπό κράτηση στους αστυνομικούς σταθμούς Λευκωσίας και τις κεντρικές φυλακές. Δεκάδες τραυματίες μεταφέρθηκαν για περίθαλψη στο νοσοκομείο από τους οποίους πολλοί είναι τραυματισμένοι αρκετά σοβαρά» (βλ. Αλέκου 2011: 171- 172).
Αλλά και η πλευρά της Δεξιάς μέσω του Εθνους δεν παρουσίαζε μια διαφορετική εικόνα:
«Πολλά μεγάλα αυτοκίνητα των κομμουνιστών, πλήρη νεαρών “τραμπούκων” και κουβαλητών του “ΑΚΕΛ” εκ διαφόρων χωρίων, ωπλισμένων διά ροπάλων, λίθων και φιαλών περιήρχοντο την πόλιν, εστάθμευαν αιφνιδίως πότε εις το εν και πότε εις το άλλο μέρος, και διενέργουν επιθέσεις κατά παντός εθνικόφρονος στοιχείου» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 8: 232).
Από εκεί και πέρα τα αποτελέσματα των εκλογών ανέδειξαν αλλαγές στους συσχετισμούς προς όφελος της Δεξιάς και σε βάρος της Αριστεράς. Η Δεξιά κατόρθωσε να ξανακερδίσει τη Λευκωσία και να νικήσει θριαμβευτικά στην Πάφο και στην Κερύνεια. Η Αριστερά κατόρθωσε να διατηρήσει τη Λεμεσό, τη Λάρνακα και την Αμμόχωστο. Συνολικά στα αστικά κέντρα η Δεξιά πήρε 55, 1% και η Αριστερά περιορίστηκε στο 44, 9%. Τους μεγάλους αγροτικούς δήμους η Δεξιά τούς κέρδισε όλους (Λεφκόνικο, Κυθραία, Πόλη, Λάπιθο, Καραβά) πλην ενός (Μόρφου). Στο σύνολο των έξι μεγάλων αγροτικών δήμων η Δεξιά έλαβε 56, 5% και η Αριστερά 43, 5%. Αυτό που θα πρέπεινα σημειωθεί είναι πως πέραν του συμβολικού γεγονότος της επανάκτησης της Λευκωσίας, όπου από 55% που είχε πάρει το αριστερό ψηφοδέλτιο του Κληρίδη το 1946, το αντίστοιχο ψηφοδέλτιο του Α. Ζιαρτίδη περιορίστηκε στο 39%, οι νίκες της στην επαρχία αλλά και στα άλλα αστικά κέντρα ήταν με μεγάλος εύρος, ενώ όλες οι νίκες της Αριστεράς ήταν σχεδόν οριακές (Protopapas 2006: 85- 87).
Για τα αίτια αυτής της υποχώρησης το ΑΚΕΛ προέβη στην ακόλουθη ερμηνεία:
«Οι Δημοτικές εκλογές του 1949 έγιναν μέσα σε συνθήκες εξαιρετικά διάφορες από τις συνθήκες κάθε προηγούμενης εκλογής. Έγιναν μέσα σε συνθήκες μιας παγκόσμιας αντικομμουνιστικής υστερίας […] Η Κατάσταση στην Ελλάδα […] είχε την ιδιαίτερη επίδρασή της πάνω στη εξέλιξη της Κυπριακής πολιτικής κατάστασης. Η ένταση του εμφύλιου πολέμου που συνοδεύεται με την καθημερινή συκοφαντική αντικομμουνιστική καμπάνια του ραδιοφώνου της Αθήνας, του Ελληνικού και του Κυπριακού τύπου είχαν επίσης την κακή για την κυπριακή Αριστερά επίδρασή τους πάνω στην πολιτική σκέψη των αμφιταλαντευόμενων ψηφοφόρων […] Δεν ήταν τέτοιες οι συνθήκες μέσα στο 1946. Ο κόσμος και κυρίως οι αμφιταλαντευόμενοι των μεσαίων στρωμάτων ήσαν με ζωντανές τις εντυπώσεις της ηρωικής εθνικής αντίστασης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Στην Ελλάδα υπήρχε και δρούσε νόμιμα το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ξεσκέπαζε και ξεμασκάρευε τους δολοσιλόγους και τους λαοπρόβλητους και πίεζε για την ανακίνηση του Κυπριακού σαν εθνικής διεκδίκησης […] Η Κυπριακή Εκκλησία, όντας από τον Οκτώβρη του 1947 κάτω από τον άμεσον έλεγχον της Κυπριακής πλουτοκρατικής ολιγαρχίας μετατράπηκε σε προεκλογικό προπαγανδιστή της Δεξιάς» (ΑΚΕΛ 1949).
Πράγματι, η συγκυρία του 1949 δεν είχε πολλές ομοιότητες με αυτή του 1946. Αυτό τόσο για τους λόγους που αναφέρει το ΑΚΕΛ (ανάπτυξη του αντικομμουνισμού σε διεθνή κλίμακα, η κυπριακή εκκλησία ασκούσε προηγουμένως πιο μετριοπαθή ρόλο, η ελληνική Αριστερά δεν ήταν στα πρόθυρα της συντριβής στον εμφύλιο), όσο και για λόγους που παραλείπει: από τη μια υπήρχε η συνολική πίεση που δεχόταν το ΑΚΕΛ από τους Βρετανούς, την ελληνοκυπριακή Δεξιά, την εκκλησία, την ελληνική κυβέρνηση, αλλά από την άλλη υπήρχε η παραγνώριση της σημασίας του αιτήματος για την Ένωση, η υποτίμηση του πλήγματος που θα δεχόταν η σοβαρότητα του ΑΚΕΛ στην περίπτωση που η Διασκεπτική οδηγούνταν, όπως και οδηγήθηκε, σε αποτυχία, με δεδομένη την απουσία εναλλακτικού σχεδίου.
9. Συμπέρασμα
Η δεκαετία του ’40 παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι η δεκαετία που επιτρέπεται ξανά η λειτουργία πολιτικών κομμάτων στην Κύπρο, ενώ διεξάγονται δημαρχιακές και Αρχιεπισκοπικές εκλογές. Οι εξελίξεις αυτές συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός κομματικού συστήματος που σφραγίζεται από την ύπαρξη του διαχωριστικού άξονα Δεξιάς/Αριστεράς.
Το αξιοσημείωτο είναι πως η αρχή της δεκαετίας χαρακτηρίζεται από την δυναμική παρουσία του ΑΚΕΛ, το οποίο, ως ανασυγκροτημένο κομμουνιστικό κόμμα, πέρα από τη μαχητικότητά του γύρω από οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα παίρνει δύο σημαντικές πρωτοβουλίες: Η πρώτη αφορά τη συμμετοχή στον αγγλικό στρατό στο πλαίσιο της πάλης ενάντια στον Άξονα και η δεύτερη σχετικά με την πρόταση συγκρότησης ενωτικού μετώπου διεκδίκησης της Ένωσης. Αντίθετα η Δεξιά βρέθηκε σε δυσμενή θέση. Η συμμετοχή πολλών στελεχών της στο αυταρχικό βρετανικό καθεστώς της δεκαετίας του ’30, αλλά και η άρνησή της να συναινέσει στη δημιουργία πανκυπριακού ενωσιακού μετώπου, της στέρησαν σημαντικό τμήμα της επιρροής της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πρόδρομος του ΑΚΕΛ, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, είχε περιορισμένη εμβέλεια στη δεκαετία του ’20, ενώ το ΑΚΕΛ ήδη με την εμφάνισή του και τη συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές του 1943 καθιερώθηκε ως βασική πολιτική δύναμη της Κύπρου, κερδίζοντας τους Δήμους Λεμεσού και Αμμοχώστου και παίρνοντας συνολικά πάνω από το 45% των ψήφων.
Έτσι για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’40 το ΑΚΕΛ βρέθηκε να ορίζει το πεδίο πολιτικής συζήτησης όταν έθετε το ζήτημα της δημιουργίας κοινού ενωσιακού μετώπου και οι άλλες δυνάμεις απαντούσαν αμυντικά, επιστρατεύοντας επιχειρήματα που είχαν να κάνουν περισσότερο με τη δράση του ΚΚΕ στην Ελλάδα παρά με αυτή του ΑΚΕΛ στην Κύπρο. Έτσι το ΑΚΕΛ με τους συμμάχους του θα κατορθώσει να κερδίσει όχι μόνο τις δημοτικές εκλογές του 1946 αλλά και τις πρώτες Αρχιεπισκοπικές εκλογές του 1947.
Σε αυτό όμως το χρονικό σημείο θα έρθουν να διαπλεχθούν τρεις παράγοντες, η δυναμική των οποίων θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση του ΑΚΕΛ, και σε κάθε περίπτωση στην απώλεια από αυτό της πρωτοκαθεδρίας των κινήσεων. Ο πρώτος ήταν ο εμφύλιος στην Ελλάδα που το βραχύ διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έναρξής του και των πρώτων Αρχιεπισκοπικών εκλογών δεν είχε προλάβει να επηρεάσει αισθητά το αποτέλεσμα (δεδομένων και των δυσχερειών διάχυσης των πληροφοριών εκείνη την εποχή), ωστόσο η ένταση των επιχειρήσεων από την άνοιξη του 1947 και μετά δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα την οποία η κυπριακή Δεξιά σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να εκμεταλλευτεί στο έπακρον. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ίδια την πραγματικότητα που επικρατούσε στο νησί. Οι δύο σημαντικές νίκες που είχε καταγάγει η Αριστερά είχαν θορυβήσει τους αντιπάλους της, τόσο τους Ελληνοκύπριους δεξιούς όσο και τους βρετανούς αποικιοκράτες. Οι δεξιοί πραγματοποίησαν στροφή στις πολιτικές ιεραρχήσεις τους, θέτοντας την Αριστερά ως τον κύριο, αν όχι μοναδικό, αντίπαλό τους. Από την έντονη αντιπαράθεση των ετών 1944-1946 θα μεταβούμε στη σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα της περιόδου 1947-1949. Δεν πρόκειται απλώς για πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ δύο παρατάξεων αλλά για τη βίαιη (κυριολεκτικά) διαμάχη δύο κόσμων. Ο τρίτος, και από μια άποψη και ο πιο σημαντικός λόγος συνδέεται με την απόφαση του ΑΚΕΛ να βάλει σε δεύτερη μοίρα το στόχο της Ένωσης και να αποδεχτεί τη συμμετοχή του στη Διασκεπτική. Κατά τη γνώμη μας τα αίτια αυτής της απόφασης οφείλονται στην εκτίμηση πως οι Βρετανοί δεν θα παραχωρούσαν σύντομα την Κύπρο στην Ελλάδα, επομένως έδωσαν βάρος στην προοπτική ανάδειξης της Αριστεράς σε κυβερνητική δύναμη μέσω του συντάγματος της αυτοκυβέρνησης, ενώ υπήρχε και ο ενδόμυχος φόβος πως, σε αντίθεση με ό, τι συνέβαινε την περίοδο 1943-1946, η ένωση με την Ελλάδα θα εμπεριείχε τον κίνδυνο οι Κύπριοι κομμουνιστές να υποστούν τις ίδιες διώξεις που υφίσταντο τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ, χωρίς ούτε καν να έχουν το χρόνο να προετοιμαστούν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο
Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως το ΑΚΕΛ είχε προτείνει στη Δεξιά να ακολουθηθεί η πρακτική της συμπεφωνημένης αποχής από τις θέσεις διοίκησης και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα συμμετείχε στη Διασκεπτική. Η ιδέα δεν ήταν κακή, γιατί αναδείκνυε την υποκρισία μεγάλου μέρους του στελεχιακού τμήματος της Δεξιάς που ήταν διορισμένο σε πολιτικές θέσεις από τους Βρετανούς και χρησιμοποιούσε αυτή του την ισχύ για να επηρεάσει τις εσωτερικές εξελίξεις. Το πρόβλημα, ωστόσο είναι πως αφενός αποδείχτηκε ότι οι Βρετανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν την εκτελεστική εξουσία στους Κύπριους, άρα επρόκειτο για μια πρόταση νόθας αυτοκυβέρνησης, την οποία όμως νομιμοποίησε το ΑΚΕΛ με τη συμμετοχή του στη Διασκεπτική και αφετέρου η υποβάθμιση της σημασίας του αιτήματος για την Ένωση, η οποία δημιούργησε προβληματισμό σε τμήμα των υποστηρικτών του ΑΚΕΛ που δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτή την αλλαγή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην κρίση της Αποικιοκρατίας, που επέφερε την ανεξαρτησία της Ινδίας (και όχι μόνο), αλλά και την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, πράγμα που έκανε το ενδεχόμενο ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα πολύ ορατό. Ακόμα και το ζήτημα της διεύρυνσης των πολιτικών ελευθεριών θα μπορούσε να προέλθει μέσα από την εντατικοποίηση του αγώνα για την Ένωση. Αντίθετα με την τακτική που υιοθέτησε το ΑΚΕΛ δόθηκε η ευκαιρία στη Δεξιά και στην Εκκλησία να πάρει την πρωτοκαθεδρία στο εθνικό ζήτημα, απευθύνοντας προς το ΑΚΕΛ τις γνωστές αντικομμουνιστικές κατηγορίες περί εθνικής μειοδοσίας.
Το ζήτημα είναι πως η διαπλοκή αυτών των τριών παραγόντων θα οδηγήσει τη Δεξιά και την Εθναρχία στο να αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων οικοδομώντας ταυτόχρονα ένα σκηνικό ακραιφνούς αντικομμουνισμού, έχοντας σε αυτό και τη βοήθεια των Βρετανών (είτε μέσω της έντασης της καταστολής, είτε μέσω των αλλαγών στον εκλογικό νόμο για τις δημοτικές εκλογές, είτε μέσω της συνέχισης της άρρητης συμμαχίας διορισμού δεξιών Ελληνοκυπρίων σε πολιτικές θέσεις). Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και το δημοψήφισμα για την ένωση, που αποτέλεσε πρωτοβουλία του ΑΚΕΛ, στο τέλος το εγκολπώθηκε η Εθναρχία και η Δεξιά. Ο λόγος είναι πως από ένα σημείο και μετά η Εθναρχία αποτέλεσε τον οιονεί θεσμικό εκφραστή των Ελληνοκυπρίων, νομιμοποιημένη από την πολιτική νίκη της Δεξιάς, ενώ η Αριστερά γνώριζε μια διττή απονομιμοποίηση: εξαιτίας της σταδιακής μείωσης της εμβέλειάς της, αλλά και των επιπτώσεων της ήττας του ΔΣΕ στην Ελλάδα.
Ο οιονεί θεσμικός ρόλος της Εθναρχίας φυσικά δε ξεκίνησε με την ανάδειξη του Μακάριου Β΄ στη θέση του Αρχιεπισκόπου, αλλά ήταν ενεργός από την πρώτη στιγμή της Αγγλοκρατίας. Ωστόσο η ραγδαία ανάπτυξη του ΑΚΕΛ στη δεκαετία του ’40, του επέτρεψε να παίξει ένα ρόλο συνδιαμορφωτή των εξελίξεων μέχρι και τη συμμετοχή του στη Διασκεπτική. Η λανθασμένη επιλογή της συμμετοχής στη Διασκεπτική καθώς και οι άλλες παράμετροι που περιγράφηκαν στο παρόν άρθρο, τροποποίησαν ουσιαστικά το συνολικό σκηνικό και προδιέγραψαν τις τάσεις για την μετέπειτα συνέχεια.
Βιβλιογραφία
ΑΚΕΛ 1949, «Έκθεση δράσης της Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ. Σεπτέμβριος 1947-Μάιος 1949», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 371 Φ=20/21/21
Αλέκου Α., 2011, Οι πολιτικές εξελίξεις στην Κύπρο, 1945-1955, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Αργυρίου Σ., 2014, Το εθνικό κίνημα των ελληνοκυπρίων κατά την τελευταία περίοδο της αγγλοκρατίας 1945- 1960, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Γραικού Κ., 1991, Κυπριακή Ιστορία, Λευκωσία.
Ζαβού Σ., 2002, Τα πολιτικά κόμμα της Κύπρου στον 20ό αιώνα, Αθήνα: Καστανιώτης.
Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, 1979-80, (επιμ. Π. Παπαδημήτρης), τ. 7, Λευκωσία.
Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, 1979-80, (επιμ. Π. Παπαδημήτρης), τ. 8, Λευκωσία.
Κατσιαούνης Ρ., 2000, Η Διασκεπτική 1946-1948, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.
Κωνσταντινίδης Σ., , 2011, Επίσκοπηση της Νεότερης Κυπριακής Ιστορίας. Κοινωνικές Δομές, Θεσμοί και Ιδεολογία. Από την Οθωμανοκρατία και την Αγγλοκρατία στην Ανεξαρτησία, Αθήνα: Ταξιδευτής.
Leventis Yiorghos, 2002, Cyprus: The Struggle for Self- Determination in the 1940’s. Prelude to Deeper Crisis. Frankfurt: PeterLang.
Παπαιωάννου Ε., 1988, Ενθυμήσεις από τη ζωή μου, Λευκωσία: Πυρσός.
Protopapas V., 2006, “The Rise of a Bi-Polar Party System, Municipal Elections 1940-1955”, στο Hubert Faustmann - Nicos Peristianis (eds), Britain in Cyprus: Colonialism and Post-Colonialism 1878-2006, Mannheim: Bibliopolis: 269- 294.
Πρωτοπαππάς Β., 2012, Εκλογική ιστορία της Κύπρου. Πολιτευτές, κόμματα και εκλογές στην Αγγλοκρατία 1878-1960, Αθήνα: Θεμέλιο.
Ρίχτερ Α., 2007, Ιστορία της Κύπρου. Τόμος Πρώτος (1878-1949), Αθήνα: Εστία.
1 Οι δημοτικές εκλογές του 1943, που διεξήχθηκαν στις 21 Μαρτίου, θα είναι οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο με σαφές πολιτικό στίγμα, στις μεγάλες πόλεις τουλάχιστον (Λευκωσία, Λάρνακα, Πάφο, Κερύνεια). Στην ουσία θα είναι μια αντιπαράθεση όπου από τη μια θα είναι οι υποψήφιοι της Δεξιάς και από την άλλη το ΑΚΕΛ με τους κεντροαριστερούς συμμάχους του.
2 KEK (Κυπριακόν Εθνικόν Κόμμα). Δεξιό κυπριακό κόμμα που δημιουργήθηκε το 1943 ως απάντηση στη δημιουργία του ΑΚΕΛ.
3 ΠΕΚ (Παναγροτική Ένωση Κύπρου). Δημιουργήθηκε το 1942 ως μια προσπάθεια αντιπροσώπευσης των συμφερόντων του αγροτικού κόσμου.
4 Το ΑΚΕΛ με ανακοίνωση της 9ης Οκτωβρίου πρότεινε τη σύναψη συμφωνίας στη βάση των ακόλουθων αρχών: «1. Οργανωμένο και συστηματοποιημένο αγώνα δια την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα υπό οιονδήποτε καθεστώς, το οποίο ήθελεν εκλέξει ο Ελλ. Λαός. 2) Κομματική εκεχειρία επί παντός σχετιζομένου με την εθνικήν υπόθεσιν ζητήματος και 3) συνεργασίαν Κομμάτων και Οργανώσεων επί όλων των ζητημάτων, των οποίων η λύσις προάγει ούτως ή άλλως τον εθνικόν αγώνα (Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 250).
5 ΠΕΣΠ (Παγκύπρια Σοσιαλιστική Πρωτοπορεία): Πολιτικός σχηματισμός που η εμβέλειά του περιοριζόταν κυρίως στην περιοχή της Πάφου. Ηγετική της μορφή αποτέλεσε ο Δήμαρχος Πάφου Χριστόδουλος Γαλατόπουλος.
6 Η ΠΕΚ θα καλέσει τον Τοποτηρητή Λεόντιο να πάρει θέση ενάντια στον κομμουνισμό, θεωρώντας πως τηρεί φιλική στάση απέναντι στο ΑΚΕΛ, ενώ η Σοσιαλιστική Πρωτοπορεία ζήτησε εγγυήσεις πως το ΑΚΕΛ δεν θα υπομονεύσει «τη φυλή» (Ιστορική… 1979-1980, τ. 7: 251).
7 Το άθροισμα των αποτελεσμάτων ξεπερνά το 100% γιατί ορισμένοι ψηφοφόροι επέλεξαν να δώσουν θετική ψήφο και στους δύο υποψηφίους. Πρόκειται για περιπτώσεις υποψηφίων με υψηλό κοινωνικό κύρος και το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε κυρίως σε περιοχές που δεν υπήρχε ισχυρή παρουσία της Αριστεράς (Πρωτοπαππάς 2012: 377).
8 Όπως αναφέρει η εφημερίδα της Δεξιάς Νέος Κυπριακός Φύλακας την παραμονή των εκλογών (25/5/46): «Δύο κόσμοι εντελώς αντίθετοι και με τάσεις διαμετρικά αντιθετικάς θα συγκρουσθούν εις μίαν βιαίαν πολιτικήν “συνάντησιν” απέναντι της ψηφοδόχου. Σημαιοφόροι της αγνής εθνικής ιδεολογίας της Κύπρου και του Ελληνισμού ολοκλήρου οι μεν, ψευδοκήρυκες οι άλλοι της “εθνικής συνεργασίας” τάχα και “ενότητος” την οποίαν προβάλλουν ως ασπίδα για να επιτύχουν τους ιδικούς τους σκοπούς […] Δεν πρέπει να επιτραπή και δεν θα επιτραπή εις τους ψευδοκήρυκας της ψευδοενότητας να πραγματοποιήσουν τα Σχέδιά των, να πάρουν δηλαδή εις τα χέρια το Κυπριακόν Ζήτημα, να το χειρισθούν όπως αυτοί θέλουν και με στενήν σύμπραξιν με το […] Εάμ, το οποίον παρ’ όλον το αιματηρόν Δράμα του Δεκεμβρίου του 1944 δεν έπαυσαν και δεν παύουν ούτε και τώρα να επαινούν δια τον πατριωτισμόν του, τον δημοκρατισμόν και τον λαοκρατισμόν με πλήρη συμφωνίαν με τους Βουλγάρους, τον Τίτο και τους Αλβανούς δια τον […] παναθρωπισμόν!» (Ιστορική …. 1979-1980, τ. 7: 344- 345).
9 Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΑΚΕΛ της 24ης Ιανουαρίου 1946: «Το Κόμμα μας, που από καιρό αγωνίστηκε και εξακολουθεί να αγωνίζεται για την εθνική ενότητα στον τόπο μας, σα βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του εθνικού μας αγώνα, αποφάσισε όπως συμμετάσχει στες προσεχείς Δημοτικές εκλογές, καταβάλλοντας όλες του τις προσπάθειες να συνεργασθεί με κάθε τίμιο πατριώτη, που στο παρελθόν τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της ενοποιήσεως της εθνικοαπελευθερωτικής προσπαθείας και του συντονισμού του αγώνα του κυπριακού λαού» (Ιστορική …. 1979-1980, τ. 7: 315).
10 Κυρίως λόγω του πλειοψηφικού συστήματος – δεδομένου ότι περίπου 48% των ψηφισάντων επέλεξαν ειδικούς αντιπροσώπους που στήριζαν τον Πορφύριο.
11 Φαίνεται πως δεν ήταν παράλογες αυτές οι κατηγορίες. Ο θάνατος του Λεόντιου διευκόλυνε το φιλοδεξιό μηχανισμό της Αρχιεπισκοπής να προχωρήσει σε διαγραφές αριστερών και υποστηρικτών του Δέρκωνος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Αριστεράς οι διαγραφές υπολογίζονται σε δεκάδες χιλιάδες (για παράδειγμα μόνο στο Νέο Χωρίο διαγράφηκαν 20 άτομα). (Γραικός 1991: 261).
12 ΕΑΣ (Εθνικός Απελευθερωτικός Συνασπισμός): Μετωπικό πολιτικό σχήμα που συγκρότησε το ΑΚΕΛ το 1947.
13 Στις 16 Ιουνίου 1943 δόθηκε στη δημοσιότητα η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ σύμφωνα με την οποία καλούνταν τα μέλη του κόμματος να ενταχθούν στο βρετανικό στρατό για να πολεμήσουν το φασισμό.
14 Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Φωτίου επιρρίπτει την ευθύνη για τη αδράνεια στους Φ. Ιωάννου και Π. Σέρβα. Το επιχείρημα του Ιωάννου, σύμφωνα με τον Φωτίου, ήταν πως σε συνεννόηση με τον Πορφυρογένη θεωρήθηκε ότι ήταν προτιμότερο η συνεισφορά του ΑΚΕΛ να περιοριζόταν σε άψυχο υλικό (Πρωτοπαππάς 2012: 435).
15 Χαρακτηριστικό από αυτή τη άποψη είναι το άρθρο του Μ. Χριστοδούλου στις 30/12/1947 όπου υποστηρίζει τα εξής: «Το πρώτο μα αποφασιστικό βήμα έγινε. Ο στρατηγός Μάρκος, ο δοξασμένος αρχηγός, ο τιμημένος καπνεργάτης της Μακεδονίας μα κι’ ενσαρκωτής των πιο ωραίων και επικών παραδόσεων του έθνους, ο μεγάλος οδηγητής της νέας Φιλικής Εταιρείας εσχημάτισε την Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας και χάραξε το πρόγραμμά της για το ξεσήκωμα του έθνους, για την ανεξαρτησία της χώρας, για την προκοπή του λαού για την δημοκρατία και την ειρήνη. Κι αν του ’φεραν με την ψευτιά και την απάτη ένα ξένο και ξενόδουλο βασιλιά […], αν του ’φεραν και ξεφτισμένους Τσαλδάρηδες και Σοφούληδες στην εξουσία, με την δύναμη των βρεττανικών λογχών και των αργυρίων του Τρούμαν και του Μάρσαλ, αυτός ο αλύγιστος λαός δεν υποδουλώθηκε» (αναφέρεται στο Αλέκου 2011: 140).
16 Συγκεκριμένα σε δήλωσή του ο Παύλος υποστήριξε στις 28/7/48: «Ασφαλώς η Ελλάς επιθυμεί και θα εξακολουθήση την μετ’ αυτής Ένωσιν της Κύπρου και είναι δύσκολον να εννοήση τις διατί η Ένωσις αυτή δεν επετεύχθη ακόμη. Το επιχείρημα ότι η Ένωσις δυνατόν να είναι αντίθετος πρς την Βρεττανικήν ασφάλειαν, δεν ευσταθεί. Εάν η Κύπρος παρεχωρείτο εις την Ελλάδα, ως επιθυμεί η μεγίστη πλειοψηφία του πληθυσμού της, τούτο ουδόλως θα ήτο αντίθετον προς την διατήρησιν εις την Νήσον οιωνδήποτε στρατιωτικών βάσεων υπό της Μ. Βρετανίας. Επιπλέον εάν το ζήτημα ηδύνατο να ρυθμισθή εντός του πλαισίου της Οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών, η Ελλάς θα ήτο διατεθειμένη να παράσχη προς την Μ. Βρεταννίαν και τας Ηνωμένας Πολιτείας περαιτέρω ευκολίας δια βάσεις εν Κρήτη η αλλαχού, εξαιρουμένης βεβαίως, της Δωδεκανήσου, η οποία παρεχωρήθη εις την Ελλάδα υπό τον όρον να μείνη ανοχύρωτος. Αι βάσεις αύται θα ήσαν μόνον προς όφελος της Ελλάδας και ολοκλήρου του κόσμου, ταυτοχρόνως δε η αποκατάστασις της Ελληνικής κυριαρχίας εις την Κύπρον θα ήτο σύμφωνος προς τους πόθους όχι μόνον της Κύπρου, αλλά και των απανταχού Ελλήνων» (αναφέρεται στο Ιστορική .. 1979- 1980 τ. 8: 179)
17 Υποστηρίζεται χαρακτηριστικά στην Αρχιεπισκοπική εγκύκλιο τής 21/3/48: «Επιστρέψατε εις τας εργασίας σας εν πάση αγαθοσύνη και ειλικρινεία. Μακράν από πάσαν βιαιοπραγίαν και απειλήν και κακήν ή δυσμενή διάθεσιν δι’ οιονδήποτε συνάδελφον, προϊστάμενον, εργοδότην. Και μακράν από πάσαν σκληρότητα και υπεροψίαν προς οιονδήποτε υφιστάμενον […] Θα ικανοποιηθώσιν τότε όσα λογικά και δίκαια αιτήματά σας υπέρ των οποίων εμείς μεσιτεύομεν παρά τω Κυρίω και εκθύμως θα μεσιτεύσωμεν παρά τοις αρμοδίοις, όταν εισακούοντες της πατρικής ταύτης νουθεσίας ημών συμβάλητε εις την αποκατάστασιν της ομαλότητος» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 413).
18 «Πέντε κοινωνικά καθάρματα αφήνονται ελεύθερα να δημιουργούν εις ένα μικρό χώρον, ακτίνος μόλις δύο μιλίων, τοιαύτην κατάστασιν, ώστε να καθηλώνονται αναγκαστικώς εκεί τα 25% της όλης αστυνομικής δυνάμεως της Νήσου» (βλ. Κατσιαούνης 2000: 414).