Τα ελληνοτουρκικά κρίνονται τελικά στη Λιβύη
Υπάρχει κάτι σουρεαλιστικό και, ταυτοχρόνως, παράλογο, στις κινήσεις που πραγματοποιεί τα τελευταία 24ωρα ο Έλληνας πρωθυπουργός απέναντι στη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης.
Δεν αναφερόμαστε βέβαια στα «παγερά βλέμματα» και τη «γλώσσα του σώματος», που επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν οι φυσιογνωμιστές της ελληνικής τηλεόρασης, μετά τη συνάντηση με τον Ερντογάν στην Αγγλία. Το πρόβλημα βρίσκεται στους ανθρώπους που καλεί σε βοήθεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, τους οποίους επικαλείται συχνά, αλλά και ο πρόεδρος της Γαλλίας, στον οποίο έθεσε το θέμα της τουρκικής επιθετικότητας, δεν είναι απλοί παρατηρητές, αλλά βασικοί υπεύθυνοι της κρίσης.
Οι κινήσεις της Τουρκίας για τον επανακαθορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη Μεσόγειο, μπορεί να είναι παράνομες, βάσει του διεθνούς δικαίου, αλλά ήταν απόλυτα αναμενόμενες. Η Άγκυρα δεν θα μπορούσε να στηρίξει τις αξιώσεις της μόνο στο, ελεγχόμενο από την ίδια, ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου, αλλά θα αναζητούσε συμμαχίες και με άλλους παίκτες της περιοχής. Η ευκαιρία της δόθηκε, ακριβώς λόγω του χάους και της πολιτικής διαρχίας που έχει επικρατήσει στη Λιβύη, μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, στους οποίους πρωτοστάτησαν οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Ουσιαστικά, δηλαδή, προστρέχουμε για βοήθεια και ασφάλεια, σε αυτούς που οδήγησαν τη βόρεια Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο, σε καθεστώς απόλυτης ανασφάλειας.
Σε αυτό το σκηνικό, η στάση των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στην συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας δεν θα κριθεί με βάση το διεθνές δίκαιο (ποιος ασχολείται άλλωστε με αυτό, όταν ακόμη και η Ελλάδα το αγνοεί για να προωθήσει συμμαχίες με τα καθεστώτα της Αιγύπτου και του Ισραήλ), αλλά με γνώμονα τα συμφέροντα κάθε χώρας στο εσωτερικό της Λιβύης. Για να καταλάβουμε, λοιπόν, τις ισορροπίες που διαμορφώνονται και αφορούν την Ελλάδα, πρέπει να βυθιστούμε για λίγο στα εσωτερικά της Λιβύης.
Μια χώρα, δυο στρατόπεδα
Στην Τρίπολη κυριαρχεί η Kυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) του Φαγέζ αλ-Σαράζ, η οποία έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ και απολαμβάνει τη στήριξη αρκετών κυβερνήσεων της Δύσης, πρωτίστως όμως της Ιταλίας, της Τουρκίας, αλλά και του Κατάρ. Αντίθετα, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αίγυπτος και άλλες αραβικές χώρες ρίχνουν το βάρος τους στις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού της Λιβύης (LNA), που ελέγχεται από το στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ, πρώην συνεργάτη του Καντάφι, ο οποίος πέρασε γρήγορα στο στρατόπεδο της Δύσης και διατηρούσε στενές επαφές με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Πιο χαμηλούς τόνους διατηρεί το Ισραήλ, το οποίο, όμως, σύμφωνα με την Τουρκία, παίζει και αυτό καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση των δυνάμεων του Χαφτάρ.
Ο μίνι «ψυχρός πόλεμος», λοιπόν, στο εσωτερικό της Λιβύης τέμνει διεθνείς συμμαχίες και οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε., τα μέλη των οποίων στηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η Ιταλία συνεργάζεται και εξοπλίζει την κυβέρνηση του GNA, αλλά και ομάδες ενόπλων (μεταξύ άλλων για να εδραιώσει την παρουσία της ιταλικής εταιρείας ενέργειας ENI), ενώ η Γαλλία εξοπλίζει, εδώ και χρόνια, τον LNA. Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις του Χαφτάρ λαμβάνουν διαρκώς οπλισμό και διαμέσω της Αιγύπτου. Μάλιστα, η διαρκώς εντεινόμενη στρατιωτική συνεργασία του ελληνικού ΓΕΕΘΑ, με τη δικτατορία της Αιγύπτου, φέρνει και την Ελλάδα πιο κοντά στην κόλαση της Λιβύης (ελληνικά ΜΜΕ αναφέρονταν προ ημερών στο ενδεχόμενο να καταλήξουν στα χέρια των δυνάμεων του Χαφτάρ, άρματα μάχης που προσφέρει η Ελλάδα στον Αιγυπτιακό στρατό).
Το ζήτημα δεν είναι με ποια πλευρά πρέπει να συμμαχήσει η Ελλάδα, γιατί σε αυτό το χαοτικό σκηνικό δεν υπάρχουν «καλοί», αλλά ότι η Αθήνα κινδυνεύει να εμπλακεί σε μια σύγκρουση, όπου διακυβεύονται ξένα για αυτήν συμφέροντα. Η Τουρκία επιθυμεί να δημιουργήσει ακόμη και στρατιωτικές βάσεις στη Λιβύη, όπως επιχειρούν, άλλωστε, και οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Ρωσία μέχρι την Ιταλία.
Αν πρέπει να συγκρατήσει κάτι η Αθήνα από την εν εξελίξει κρίση με τη συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας, είναι ότι, πολλές από τις χώρες που θεωρούσε συμμάχους, δεν θα βρεθούν στο πλευρό της.
Ο πάντα καλά ενημερωμένος για τις θέσεις της αμερικανικής διπλωματίας, Αλέξης Παπαχελάς, έγραφε στην «Καθημερινή» ότι η στάση της Ουάσιγκτον είναι «απρόβλεπτη» απέναντι στην Ελλάδα και πως «οι χειριστές των ελληνοτουρκικών σχέσεων εκτιμούν πως η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει την κλιμάκωση μιας κρίσης ή την “ΑΟΖοποίηση” της εξωτερικής μας πολιτικής».
Αν προσθέσει κανείς, σε αυτές τις εκτιμήσεις, και τη νέα προσέγγιση Τραμπ – Ερντογάν, που έγινε εμφανής και στην Σύνοδο του ΝΑΤΟ, φαίνεται ότι η Αθήνα λαμβάνει ένα σαφές μήνυμα: μαζευτείτε γιατί το «αμερικανικό ιππικό», στο οποίο πόνταρε η σημερινή και η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση, ενδέχεται να μην έρθει αν το καλέσετε.
Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για το ΝΑΤΟ το οποίο έχει αποδείξει αρκετές φορές (Κυπριακό, κρίση του 1987, Ίμια) ότι η συμμετοχή σε μια στρατιωτική συμμαχία, υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ, δεν εξασφαλίζει την ειρήνη μεταξύ των μελών της και, σίγουρα, όχι τα συμφέροντα των αδυνάτων. Όσο για την Ε.Ε., όποιες και αν είναι οι προθέσεις ορισμένων μελών για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, δεν μπορεί να παίξει καθοριστικό και συνεκτικό ρόλο, από τη στιγμή που τα μέλη της έχουν διασπαστεί, στηρίζοντας διαφορετικά στρατόπεδα στο εσωτερικό της Λιβύης.
Εν τέλει, η κρίση με την Τουρκία για τις ΑΟΖ και την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών στη Μεσόγειο, έρχεται να μας θυμίσει, ότι η ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από μια χώρα δεν φέρνει αναγκαστικά την ευτυχία, όπως θέλουν να πιστεύουμε, αλλά, συχνά, εξασφαλίζει την οικονομική καταστροφή και την γεωστρατηγική σύγκρουση. Κάποιες φορές, τα πετρέλαια πρέπει να μένουν στη Γη που τα δημιούργησε και κάποιες, να μοιράζονται μεταξύ γειτόνων, στη βάση της συνεργασίας και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Αν, όμως, αναζητήσεις προστάτες μεταξύ υπερδυνάμεων και πετρελαϊκών εταιρειών, το πιθανότερο είναι να σου πάρουν και το γάιδαρο.