Για όσους λείπουν, για την Αριστερά που λείπει, Χριστούγεννα του 2010
Χριστούγεννα του ’71 στην Αθήνα. Ένα έλατο στο σαλόνι όπως πάντα μόνο με κόκκινες μπάλες. Η μαμά μου μαγειρεύει στο σπίτι και η Μαρία Κουλουφάκου μας έχει πάρει με την Γεωργία για βόλτα στο Κολωνάκι. Αγοράζουμε ένα λαχείο, καθόμαστε σένα παγκάκι στο παρκάκι του Αγίου Νικολάου κι ονειρευόμαστε όσα θα γίνουν αν κερδίσουμε. Γιατί αν κερδίσουμε, τότε σίγουρα θα πέσει η δικτατορία και θα γυρίσει ο Κώστας κι όλοι οι άλλοι από την εξορία και θα γυρίσει ο Τίτος κι όλοι οι άλλοι από το Παρίσι και όλα θα είναι αλλιώς. Αν κερδίσουμε το λαχείο
Χριστούγεννα του ‘72 στο Παρίσι. Σε κάθε αλλαγή του μετρό (με κίτρινα τρυπημένα εισιτήρια και τα παλιά βαγόνια, που είχαν ξύλινα καθίσματα) ο Τίτος βρίσκει κάποιον γνωστό και πιάνει κουβέντα με τις ώρες για τα πολιτικά, ή τα κομματικά, ή τί έγραψε κάποιος στο «Temps Modernes». Στις παλιές Halles, που πηγαίναμε να πάρουμε γαλοπούλα, τα πόδια παγώνουν από το κρύο. Κι ύστερα ένα μικρό μαγαζάκι, μάλλον κάπου στη Μουφτάρ, πάντως σε ανηφόρα, τρία σκαλάκια και, μέσα σε ζεστές αναθυμιάσεις από μαχλέπι, ζάχαρη και βούτυρο, ένας γέρος Αρμένης θρονιασμένος σε ένα βουνό από κουραμπιέδες και τσουρέκια. Ατελείωτες ώρες σε καφενεία στο Καρτιέ, με το ρυθμικό ήχο από τα φλιπεράκια και τη βαβούρα των καυγάδων: καυγάδες με τους κοληγιαννικούς για τα λάθη και τί έγινε στην 12η ολομέλεια, καυγάδες με τους «αριστεριστές» και τις φαντασίες τους για ένοπλο αγώνα, καυγάδες (πιό μυστικοί αυτοί) μεσα στο ΚΚΕ εσωτερικού. Και κυρίως τί νέα ήρθαν από κάτω, ποιόν πιάσαν, ποιός έφυγε. Ο Δεσποτίδης με ένα μικρό γέλιο στα μάτια σχεδόν απειλητικό, ο Φίλιππος με μία τεράστια στάχτη που πάντα ισορροπεί στο τσιγάρο του ώσπου να το καπνίσει όλο (ένα θαύμα που δεν κουράστηκα ποτέ να θαυμάζω), ο Ελεφάντης πάντα συνοφρυωμένος, σαν να ήταν διαρκώς θυμωμένος με κάτι (ή εμένα μου φαινόταν έτσι;), ο Τσουκαλάς θεϊκά όμορφος και καλός, ο Πουλαντζάς με κάτι αλαφιασμένο πάνω του, που δεν ταίριαζε σε μεγάλο, ο Καβουριάρης με ένα χαμογελάκι σκεφτικό, που δεν ήξερες ποτέ αν συμφωνεί ή διαφωνεί και η Άννα, που ήταν κατηγορηματική και φοβιστική σαν κομμισάρια, ο Βεργόπουλος που έλεγαν ότι ήταν «γκεβαριστής», ο Ζουράρις σε άλλο τραπέζι με μιά κοπέλα όμορφη σαν την Άνοιξη του Μποτιτσέλι (ήταν η Μάγδα ή η Αλίσια;).
Κι ύστερα, αυτοί που δεν βλέπαμε στα καφενεία, αλλά σε σπίτια ή έξω από το Ινστιτούτο ή στην Σιτέ: η Ελένη Αντωνιάδου πάντα απίστευτα ευγενική και γλυκιά (αλλά με τον Κοληγιάννη και μέλος του γαλλικού Κ.Κ.), ο Μίκης στο «κουζινάκι», η Στέλλα Γεωργούδη που πάντα βιαζόταν, η Ασπασία Παπαθανασίου αν τύχαινε να περάσει από το Παρίσι, φανατική και καθόλου τραγική, ο Ρούσος Κούνδουρος, πολύ πιο επιβλητικός από τους άλλους Κούνδουρους, με όλη την αχλή του μυστηρίου απτα μισόλογα που δεν καταλάβαινα αλλά δεν τολμούσα να ρωτήσω (γιατί τον έβγαλαν χαφιέ, και τί σχέση είχε με τον Μπελογιάννη και τί είχε πει το Βουκουρέστι).
Καμία σχέση με το «Καφενείο Εμιγκρέκ» ή με όλες τις κοινοτοπίες για την «αντίσταση του Παρισιού», που ξαναβγήκαν εκδικητικά στη φόρα μετά τη σύλληψη του Γιωτόπουλου. Εκεί ήταν μια μεθυστική μυρουδιά ιστορίας, φτιαγμένη από ηρωισμούς και παρανομία και διαφωνίες και αναλύσεις, ανακατεμένη με τη μυρουδιά από τα Γκολουάζ και τα Ζιτάν και με γεύση παγωτό σοκολάτα που με κερνούσαν το ένα πίσω από το άλλο (κυρίως όσοι είχαν παιδιά στην Ελλάδα).
Κι ύστερα, όλη αυτή η πλούσια φωτοχυσία των δρόμων κι οι βιτρίνες των Γκαλερί Λαφαγιέτ, με τους μηχανικούς Άη Βασίληδες που μπαινόβγαιναν σε καμινάδες, μέσα σε εξωτικά ντεκόρ με ταράνδους και καλλικαντζαράκια και κάτι φάτνες σαν ζωγραφιές από βιβλίο που ζωντάνεψε, και οι Μπάρμπι με τα χυτά τους πόδια και τα υπέροχα ρούχα –καμία σχέση με τις κακόμοιρες βιτρίνες της Αθήνας και τα κακόγουστα στολίδια και τις χοντροκομμένες κούκλες στα ελληνικά μαγαζιά. Κι η Κομεντί Φρανσέζ, με τα βελούδα και τα κλειστά θεωρεία και την τεράστια σκάλα στο σκηνικό του «Μισάνθρωπου» και τα υπέροχα εκλέρ σοκολάτα και μόκα στο φουαγιέ –πού το φτωχικό «υπόγειο», με τα φθαρμένα μαξιλάρια στις πολυθρόνες και τα κοκ στο ψυγείο του μπαρ (κι όμως κάτι είχε το «υπόγειο» μέσα στη φτώχεια του, μια ένταση αλλιώτικη, μια αίσθηση πως είμαστε μαζί, εδώ, πως κάτι συντελείται). Κι οι άνθρωποι στο δρόμο, μέναν άλλο αέρα, με άλλες κινήσεις, με άλλα ρούχα, με άλλο γέλιο –πού οι άνθρωποι στην Αθήνα, με τα σκαμμένα πρόσωπα, τα κουρασμένα σώματα, τα φθαρμένα σακάκια, τις γελοίες φαβορίτες, τα ντεμοντέ χτενίσματα, στην Αθήνα όπου ακόμα ζητιάνευαν ανάπηροι από τον πόλεμο και την Κατοχή.
Χριστούγεννα του ’73 στο Παρίσι. Όλοι να συζητάνε αν τελικά ήταν ή δεν ήταν προβοκάτσια της χούντας ο Νοέμβρης και τί σκοπιμότητες εξυπηρετεί ο Παπαντρέου που μιλούσε για 500 νεκρούς, και πόσο θα σφίξουν τώρα τα πράγματα και τί θα γίνει στη Χιλή κι αν έπρεπε να βγουν τα 18 Κείμενα κι αν έπρεπε να κάνει έκθεση ο Κανιάρης στην Αθήνα... Ο Δεσποτίδης μάλλον ήδη ερωτευμένος με την Ειρήνη. Η Βάσια Καρκαγιάννη, μελαχρινή και πανέμορφη, να μοιράζει τις γαλλικές αφίσες που είχαν τυπώσει για το Πολυτεχνείο. Η Ρένα να ανησυχεί που έχω ξεσκολίσει το λεξιλόγιο της πόκας. Ο Καθαροσπόρης (πέθανε και δεν πρόλαβε να γυρίσει) να ψήνει τη γαλοπούλα. Ο μπαμπάς να μου εξηγεί γιατί ο Τεντέν είναι ρατσιστικό κόμικ και δεν πρέπει ποτέ-ποτέ να τον διαβάσω (και όντως δεν τον διάβασα ποτέ μου) κι ο Ηλιού να γελάει και να μου αντιπροτείνει τον Αστερίξ που είναι κατά του ιμπεριαλισμού. Η μαμά μου εγχειρισμένη στο Σαλπετριέρ, τελικά δεν θα μείνει ανάπηρη.
«Του χρόνου θα σφίξουν τα πράγματα». Όχι. Του χρόνου θα πέσει η δικτατορία. Του χρόνου η Αθήνα θα είναι πιο φωτεινή κι απ' το Παρίσι. Του χρόνου, όλη αυτή η ομορφιά των βλεμμάτων που φωταγώγησαν τον Νοέμβρη, θα σαρκωθεί σε μία πραγματική γιορτή.
Του χρόνου, όσοι λείπουν θα γυρίσουν.