Ο Μάκης και ο Μήτσος…
Αυτές οι γραμμές γράφονται λίγο πριν ξεκινήσει ο πορεία για την Επέτειο του Πολυτεχνείου. Κι εμείς μεγαλώσαμε πια. Κουβαλάμε μόνο κάποιες μνήμες στο δισάκι του ο καθένας. Τότε που από το ξεχωριστό του μετερίζι, άλλος δημοσιογράφος, άλλος φοιτητής, ή φοιτήτρια, άλλος στην παρανομία, όπως εκείνος ο σεμνός σμήναρχος, ο Μήνης, που τρέλανε τους χουντικούς με τις μεταμφιέσεις του. Ποιος θυμάται τώρα τον Τάσσο Μήνη;
Δεν καταδέχτηκε να εξαργυρώσει την προσφορά του. Την κατέθεσε παλικαρίσια κι έφυγε.. Δεν ήταν όλοι ίδιοι τελικά, κι ούτε οι καλύτεροι είναι εκείνοι με τους οποίους θ΄ ασχοληθεί η ιστορία. Κι είναι πολύ περισσότεροι από τον Λαλιώτη,τη Δαμανάκη, τον Ανδρουλάκη…
Η μεγάλη όμως ειρωνεία που συνοδεύει την πορεία κάποιων αγωνιστών, υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο σήμερα. Με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί μέσα σ αυτό το Κόμμα, που σήμερα εφαρμόζει τα πιο οδυνηρά μέτρα για το λαό, φτωχοποιεί τη χώρα και βάζει την υπογραφή του κάτω από την απειλή απώλειας της εθνικής της κυριαρχίας, βρίσκονται άνθρωποι που κείνα τα χρόνια πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν, για την τιμή της πατρίδας, την ανεξαρτησία της και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Εγκολπώθηκαν στην ουσία του το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», για να καταντήσουν σήμερα αθύρματα των σύγχρονων δυνάμεων κατοχής της χώρας.
Από τη μια λοιπόν ο Μήτσος κι από την άλλη ο Μάκης. Ο Μήτσος Παπαχρήστος, η «φωνή του Πολυτεχνείου», κι ο Μάκης Μπαλαούρας, πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος των φοιτητών της ΑΣΟΕΕ τότε, κι ένας από τους «Έντεκα», που φυλακίστηκαν, χωρίς καν να δικαστούν και στρατεύτηκαν στη χούντα.
Στην αιδήμονα σιωπή του χρόνια τώρα ο Μήτσος, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κι ένας από τους αντιπροέδρους της Βουλής ο Μάκης. Ο Μάκης, που πριν γίνει βουλευτής έγραφε για λογαριασμό εκείνης της γενιάς στην «Αυγή»: «δράσαμε μαζί σε ακραία δύσκολες εποχές, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, αναλαμβάνοντας κινδύνους, με άλλα λόγια δημιουργήσαμε με την πιο πλήρη σημασία,την έννοια της συντροφικότητας. Όχι αυτή που ευτελίστηκε, κυρίως στην Πασοκοκρατία»…
Κι είχε κάθε λόγο δια να ομιλεί τότε ο Μάκης. Τον θυμάμαι, δημοσιογράφος εγώ, μαζί με το Γεραμάνη. Ήταν, μόλις τους κατέβασε η κλούβα στα δικαστήρια. Ο Μάκης αγνώριστος. Πρησμένος στο πρόσωπο και γεμάτος μελανιές από τα βασανιστήρια. Και γύρω λαός, να τους επευφημεί και να τους στηρίζει. Κι είχε δίκιο να καταγγέλλει την Πασοκοκρατία. Δεν είχε καμιά σχέση με Λαλιώτη, Δαμανάκη, Ανδρουλάκη και λοιπούς. Μέχρι προχθές, που στην ψήφιση των μέτρων που φτωχοποιούν ακόμα περισσότερο αυτό τον τόπο, είπε σ όλα ναι. Κι αφού ψήφισε, ήταν θλιβερή η εικόνα του, να εγκαταλείπει τη Βουλή με την τσάντα στον ώμο και το κεφάλι σκυφτό. Ήταν ο μόνος αξιολύπητος απ όλους κι όλες εκεί μέσα, ο Μάκης.
Κι ο Μήτσος. Τάχε όλα μπροστά του, φίλος του ο Λαλιώτης, φίλοι του πολλά στελέχη που διαχειρίστηκαν την εξουσία. Πολλοί θα τον ήθελαν το Μήτσο. Παιδί ακέραιο που δεν έκρυψε ποτέ του λόγια. Μια ζωή εκεί στα Εξάρχεια, φίλος του Σκυφτούλη, του Σερίφη κι άλλων που συνεχίζουν τον αγώνα. Δεν έστερξε ο Μήτσος σε σειρήνες, έμεινε μονάχα τόσα χρόνια στο πλάι του Μανώλη Γλέζου. Γι αυτό παραμένει ακόμα με το κεφάλι ψηλά. Δεν έχει λόγο να περπατά σκυφτός. Δεν στέργει σε καμιά κομματική πειθαρχία, πού ελεεινοποιεί και φτωχοποιεί αυτόν τον τόπο. Είναι ο μόνος που δικαιούται να κρατά τη σημαία του Πολυτεχνείου, μαζί με άλλους ανώνυμους, που μόνο θλίψη τους προκαλεί η εικόνα της σημερινής Βουλής. Δυστυχώς για το Μάκη κι ευτυχώς για το Μήτσο.
Ο ένας απολαμβάνει την αθλιότητα και το συμβιβασμό μιας κατ επίφασιν Αριστεράς, ενώ ο άλλος επιμένει να την υπηρετεί, όρθιος ακόμα. Διότι στην επιστήμη της πολιτικής μπορεί να μην έχει καμιά σημασία ο όρος «ηθική». Το περίφημο όμως «ηθικό πλεονέκτημα» είναι κάτι που το διεκδικεί η Αριστερά, όχι ως πολιτικό ορισμό. Απλά, μέσα από τα όποια διαχρονικά της λάθη, είχε κι έχει πάντα το προνόμιο του «ηθικού πλεονεκτήματος», με την έννοια ότι δεν είπε ποτέ ψέμματα στον λαό. Κι αυτό το ηθικό πλεονέκτημα που απώλεσε ο Μάκης, το διατηρεί ο Μήτσος.