Αμεση ανάλυση: Γιατί θριάμβευσε ο Τζόνσον, γιατί κατέρρευσε ο Κόρμπιν

Ο Μπόρις Τζόνσον απέδειξε τελικά ότι ήταν ικανότερος όσων προτιμούσαν να στέκονται στην εξωτερική του εμφάνιση ή την ιδιότυπη συμπεριφορά του. Αφού κατάφερε να διαμορφώσει μια συμφωνία για το Brexit που μπορούσε να περάσει από το Βρετανικό Κοινοβούλιο, κέρδισε τις εκλογές, με τον μεγαλύτερο εκλογικό θρίαμβο των Συντηρητικών από τις εκλογές του 1987 που είχε κερδίσει η Μαργκαρετ Θάτσερ.

Για πρώτη φορά μέσα στις αλλεπάλληλες εκλογικές μάχες των τελευταίων ετών υπάρχει μια σαφής κοινοβουλευτική πλειοψηφία ικανή να ολοκληρώσει το Brexit και χωρίς ανάγκη διαρκούς διαπραγμάτευσης.

Για να το πετύχει αυτό ο Τζόνσον πέτυχε το στόχο του που ήταν να κερδίσει εκλογικά τα παραδοσιακά προπύργια των Εργατικών που είχαν ψηφίσει υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016 και αφορούσαν κυρίως περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αγγλίας που είχαν πληγεί από την αποβιομηχάνιση.

Από τη μεριά τους οι Εργατικοί και ο Τζέρεμι Κόρμπιν είχαν μία από τις μεγαλύτερες ήττες στην ιστορία τους, πληρώνοντας το τίμημα των ταλαντεύσεών τους πάνω στο θέμα του Brexit, με αποτέλεσμα παρότι είχαν το πιο αριστερό προεκλογικό πρόγραμμα να υποστούν μια μεγάλη πολιτική ήττα που βάζει και τίτλους τέλους στην ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν.

Την ίδια ώρα ο εκλογικός χάρτης αποτυπώνει μια διαιρεμένη χώρα. Η συντριπτική πλειοψηφία των Εθνικιστών στην Σκωτία σημαίνει ότι το θέμα της ανεξαρτησίας θα τεθεί ξανά, ενώ την ίδια ώρα το Λονδίνο, που σε αυτές τις εκλογές ψήφισε συντριπτικά υπέρ των Εργατικών, όπως και άλλες μεγάλες πόλεις, δείχνουν να κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από την υπόλοιπη χώρα.

 

Το Brexit εξακολουθεί να καθορίζει τα βρετανικά πολιτικά πράγματα

Το κλειδί για αυτές τις εκλογές βρίσκεται στο πώς κερδήθηκε το δημοψήφισμα για το Brexit. Παρότι το αίτημα για την έξοδο και το δημοψήφισμα ήρθε από πολιτικούς που κατεξοχήν συνδέονταν με τις βρετανικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ και ιδίως την πιο ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα των Συντηρητικών, δεν ήταν αυτά τα κοινωνικά στρώματα που έκριναν το δημοψήφισμα.

Το Σίτυ, οι μεγάλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου, μεγάλο μέρος της βιομηχανίας προτιμούσαν τη σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν υιοθετούσαν την αισιοδοξία των υποστηρικτών της ρήξης όπως ο Τζόνσον ότι θα άνοιγαν τα φτερά της Βρετανίας χωρίς το βάρος των ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων.

Αντίθετα, το Brexit βρήκε μεγάλη απήχηση σε τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως στην πάλαι ποτέ βιομηχανική ενδοχώρα της Αγγλίας, που έβλεπαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως απώλεια κυριαρχίας και διαρκή έκθεση σε ένα διεθνή ανταγωνισμό που κατέστρεφε θέσεις εργασίας και υπονόμευε κατακτήσεις. Το αίτημα «να πάρουμε πίσω τον έλεγχο» απηχούσε στα αυτιά τους σαν διέξοδος, όπως όμως και μέρος της εθνικιστικής ρητορικής που το συνόδευε. Η μετατόπιση αυτών των στρωμάτων ήταν καθοριστική για την επικράτηση του αιτήματος της εξόδου. Αντίθετα, σε άλλες περιοχές, με πιο πολυεθνική σύνθεση και των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων, το Brexit αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία.

Το αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης «κοινωνιολογίας της ψήφου» του Brexit ήταν να υπάρχει ένα αποτέλεσμα που ένα σημαντικό τμήμα των βρετανικών οικονομικών ελίτ δεν το ήθελε.

Αυτό εσωτερικεύτηκε πιο έντονα στο Συντηρητικό Κόμμα. Η Τερέζα Μέι προσπάθησε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία που να μπορεί να εξασφαλίσει τις ανησυχίες αυτών των στρωμάτων και να αποφύγει κινδύνους για την ειρηνευτική διαδικασία στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά δεν μπορούσε να πείσει το πολιτικό προσωπικό που επέμεινε στο σκληρό Brexit. Το αποτέλεσμα ήταν μια πρωτοφανής κοινοβουλευτική και πολιτική κρίση, που οδήγησε τελικά στην αποπομπή της από την ηγεσία και την ανάδειξη του Τζόνσον.

Την ίδια ώρα οι δημοσκοπήσεις διαρκώς έδειχναν ότι η κοινή γνώμη δεν είχε αλλάξει γνώμη για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και οποιαδήποτε επανάληψή του θα έβγαζε το ίδιο αποτέλεσμα. Υπήρχε ισχυρή αντίθεση στην έξοδο, ιδίως στο Λονδίνο όπου ζητήματα όπως η τύχη του μεγάλου αριθμού των ξένων εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των υπηκόων χωρών μελών της ΕΕ, δημιουργούσαν μεγάλη ανησυχία, όμως όλα έδειχναν ότι δεν είχε αλλάξει ριζικά η γνώμη ως προς το θέμα.

Η στρατηγική του Τζόνσον ήταν ακριβώς να επικεντρώσει σε αυτό. Να πείσει ότι μπορεί να ολοκληρώσει το Brexit και να βγάλει τη χώρα από μια πρωτοφανή μετέωρη συνθήκη (αρκεί να αναλογιστούμε ότι η Βρετανία το τελευταίο διάστημα είναι δεν είναι μέλος της ΕΕ, εκλέγοντας ευρωβουλευτές αλλά μη λαμβάνοντας θέση επιτρόπου). Και το έκανε αυτό τόσο ως πολιτικό μήνυμα όσο και ως εκλογική τακτική επικεντρώνοντας σε αυτές ακριβώς τις έδρες που θα εξασφάλιζαν την μετατόπιση εδρών από τους Εργατικούς στους Συντηρητικούς.

 

Η μοιραία ταλάντευση του Τζέρεμι Κόρμπιν

Από διάφορες απόψεις ο Τζέρεμι Κόρμπιν ήταν ο κατάλληλος ηγέτης για να χειριστεί το Brexit από τη σκοπιά των Εργατικών. Προερχόμενος από την αριστερή πτέρυγα, που στη δεκαετία του 1970 ήταν κατά της ΕΕ, και έχοντας κρατήσει προσεκτική στάση στο δημοψήφισμα, φαινόταν να μπορεί να εκπροσωπήσει τη λογική ενός Brexit με αριστερό πρόσημο και κοινωνικό πρόσωπο που θα υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα εξασφάλιζε μια επωφελή τελωνειακή σχέση με την ΕΕ. Εν πολλοίς αυτό μπορεί να εξηγήσει και το γεγονός ότι οι Εργατικοί τα πήγαν καλά στις εκλογές του 2017.

Όμως, υπήρχε μεγάλη πίεση, ιδίως μπροστά στην κρίση των Συντηρητικών και την αδυναμία της Τερέζα Μέι να ολοκληρώσει το Brexit, να γίνουν οι Εργατικοί ένα κόμμα του Remain. Αυτό άλλωστε επιθυμούσε διακαώς η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών.

Η στρατηγική αυτή φάνηκε να αποδίδει κοινοβουλευτικά καθώς μπορούσαν να μπλοκάρουν τις διάφορες εκδοχές συμφωνίας και να υπονομεύουν την ίδια τη Μέι, ενώ για μια περίοδο φάνηκε ότι δημοσκοπικά οι Εργατικοί ευνοούνταν από την κρίση των Συντηρητικών.

Όμως, την ίδια ώρα η τακτική αυτή ολοένα και περισσότερο αποξένωνε τους Εργατικούς από σημαντικό μέρος της βάσης τους. Αυτό τελικά φάνηκε όχι μόνο στις εκλογές, αλλά ήδη από τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι η εκλογή Τζόνσον ήταν το σημείο καμπής που σήμανε την επιστροφή των Συντηρητικών.

Ο ίδιος ο Κόρμπιν προσπάθησε να αντισταθμίσει την ταλάντευση στο θέμα της Ευρώπης με την προβολή του πιο αριστερού προγράμματος των Εργατικών εδώ και δεκαετίες, ένα πρόγραμμα που υπερασπιζόταν το δημόσιο σύστημα υγείας, τη δωρεάν παιδεία, το δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Όμως, παρά την απήχηση τέτοιων θέσεων, το πρόβλημα με την αντιφατική στάση στο Brexit παρέμεινε και σήμαινε εκλογική αιμορραγία, έστω και εάν μπορούσαν να πιέσουν τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Η συσπείρωση μιας ενθουσιώδους νεολαίας γύρω από τους Εργατικούς δεν αρκούσε για να απαντηθεί η απώλεια των παραδοσιακών προπυργίων

Την ίδια ώρα ο Κόρμπιν βρέθηκε στο στόχαστρο πρωτοφανών επιθέσεων, συχνά ενορχηστρωμένων από τη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών, συμπεριλαμβανομένων και ανυπόστατων  συκοφαντικών κατηγοριών περί αντισημιτισμού. Ιδίως τις τελευταίες μέρες είχε κορυφωθεί μια εκστρατεία παρουσίασης του ως πολιτικού μικρής απήχησης και δημοφιλίας, ακόμη και όταν αυτό δεν αντιστοιχούσε σε πραγματικά δεδομένα.

 

Οι προκλήσεις για τους Συντηρητικούς

Μπορεί ο Τζόνσον να κέρδισε και να είναι πια δεδομένο ότι θα μπορέσει να ολοκληρώσει το Brexit, στις ημερομηνίες που έχει δεσμευτεί, αφού πλέον θα μπορέσει να περάσει τη συμφωνία και τον σχετικό εφαρμοστικό νόμο από το Κοινοβούλιο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα είναι εύκολα από εδώ και πέρα. Άλλωστε και η ευρωπαϊκή πλευρά μάλλον με ανακούφιση αντιμετωπίζει το αποτέλεσμα των εκλογών.

Το πόσο μεγάλοι θα είναι οι κραδασμοί από την έξοδο θα φανεί τώρα, καθώς παρά τη σχετικά μακρά προετοιμασία το τοπίο παραμένει σε πλευρές του αχαρτογράφητο. Το ίδιο ισχύει και για το εάν θα απογειωθεί η βρετανική οικονομία ή εάν θα διαπιστώσει ότι είχε μεγαλύτερες εξαρτήσεις από τον ευρωπαϊκό χώρο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

Κυρίως, όμως, ο Τζόνσον θα κριθεί να αντιμετωπίσει και το κοινωνικό τοπίο. Αρκετοί από τους ψηφοφόρους που έκριναν τις εκλογές σε γενικές γραμμές εξακολουθούν να θέλουν δημόσιο σύστημα υγείας, εξασφάλιση κοινωνικών παροχών και θέσεις εργασίας. Δεν θα αποδεχτούν εύκολα ένα «νεοθατσερικό» πρόγραμμα.

Την ίδια ώρα είναι πιθανό η στροφή σε μια πιο σκληρή πολιτική στα θέματα της μετανάστευσης και των συνόρων να δημιουργήσει επίσης προβλήματα και συγκρούσεις, σε μια χώρα που στηρίχτηκε στην υποδοχή και ενσωμάτωση μεταναστών.

Κυρίως, όμως, το ερώτημα είναι εάν αυτό το Συντηρητικό κόμμα, έστω και με την κοινοβουλευτική άνεση που έδωσαν τις εκλογές, μπορεί όντως να διαμορφώσει όραμα για τη Βρετανία. Ο συνδυασμός ανάμεσα στο συντηρητισμό, την ξενοφοβία αλλά και τον παραδοσιακό ελιτισμό δεν δίνει απαραίτητα μεγάλες προοπτικές

 

Η ενότητα της Βρετανίας υπό διακύβευση

Την ίδια ώρα δεν είναι δεδομένο ότι η Βρετανία θα παραμείνει εσαεί όπως την ξέρουμε. Το ζήτημα της Σκωτίας θα επανέλθει και είναι πιθανό να υπάρξει πίεση για νέο δημοψήφισμα που αυτή τη φορά είναι πιο πιθανό να βγάλει αποτέλεσμα για ανεξαρτησία, κάτι που με τη σειρά του θα διαμόρφωνε ένα νέο πεδίο θεσμικών προκλήσεων για τη χώρα. Ήδη το SNP που θριάμβευσε στη Σκωτία δήλωσε ότι το αποτέλεσμα ήταν ψήφος υπέρ νέου δημοψηφίσματος.

 

Η κρίση των Εργατικών

Παρότι ο  Τζέρεμι Κόρμπιν σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να φέρει σημαντικό αριθμό νέων μελών στο Κόμμα, μεγάλο μέρος του κόμματος τον θεωρούσε υπερβολικά αριστερό και οριακά «ξένο σώμα».

Αυτές οι φωνές τώρα έχουν βγει στο προσκήνιο καθώς ούτως ή άλλως μετά τις δηλώσεις του Κόρμπιν έχει τεθεί θέμα ηγεσίας στο Εργατικό Κόμμα. Ας μην ξεχνάμε ότι όλα τα τελευταία χρόνια υπήρξαν στιγμές που ήταν πιο έντονη η πολεμική στον Κόρμπιν από τη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών παρά από τους Συντηρητικούς. Το βασικό αφήγημα τους είναι πλέον «για όλα φταίει ο Κόρμπιν», παραβλέποντας ότι όπως δείχνει και η αποτυχία των Lib-Dem ένα πιο κεντρώο και αποκλειστικά Remain Εργατικό Κόμμα μάλλον θα είχε ακόμη χειρότερα εκλογικά αποτελέσματα.