H παράδοξη συνύπαρξη δύο κομμουνιστικών κομμάτων: η περίπτωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ (1941- 1944)», 2019, (σε συνεργασία με Αλέξη Αλέκου)

H παράδοξη συνύπαρξη δύο κομμουνιστικών κομμάτων σε ένα: η περίπτωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ (1941- 1944)

των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Αλέξη Αλέκου

 

 

1.Εισαγωγή

Το παρόν άρθρο ασχολείται με την ταυτόχρονη συνύπαρξη δύο κομμουνιστικών κομμάτων στην κυπριακή πολιτική ζωή (Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου και ΑΚΕΛ, όπου το πρώτο αποτελεί παράνομο τμήμα του δεύτερου). Παρουσιάζονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το ΚΚΚ πήρε την απόφαση για τη συμφωνία δημιουργίας του ΑΚΕΛ σε συνεργασία με μικροαστικά και αστικά στοιχεία αλλά και οι αντιφάσεις που χαρακτήρισαν το ΚΚΚ στην πορεία προς τη δημιουργία του ΑΚΕΛ. Αναδεικνύεται η στα πρώτα στάδια κοινωνική σύνθεση της ηγεσίας του ΑΚΕΛ αλλά και η μάχη για την ηγεμονία στο νέο κόμμα η οποία, και εδώ είναι το παράδοξο, κυρίως λαμβάνει χώρα εντός του ΚΚΚ και όχι εντός του ΑΚΕΛ στο οποίο μεταφέρεται διαθλασμένα κυρίως μέσω των πρωτοβουλιών του Σέρβα. Η διαμόρφωση του ΑΚΕΛ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘40  θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή την πάλη για την ηγεμονία που διεξήχθη την περίοδο συνύπαρξης ΚΚΚ και ΑΚΕΛ.

 

2.Προλεγόμενα της δημιουργίας του ΑΚΕΛ: Η δράση του ΚΚΚ την περίοδο 1931- 1941

            Για να μπορέσουν να γίνουν κατανοητά τόσο η μεγάλη οργανωτική και πολιτική ανάπτυξη που γνώρισε το ΑΚΕΛ αμέσως μετά τη δημιουργία του όσο και οι αντιθέσεις που χαρακτήρισαν το εσωτερικό του, αλλά και τη σχέση του με το ΚΚΚ, είναι αναγκαίο να προηγηθεί μια εκτενής αναφορά στη δράση του ΚΚΚ στην περίοδο που ακολούθησε τη συντριβή της εξέγερσης του 1931 μέχρι τη δημιουργία του ΑΚΕΛ το 1941.

            H ήττα της εξέγερσης τον Οκτώβριο του 1931[1] είχε πολύ σημαντικές  επιπτώσεις στη δράση του ΚΚΚ με κυριότερες την εξόριση των ηγετών του Χ. Βατυλιώτη και Κ. Σκελέα αλλά και τους πολύ σοβαρούς περιορισμούς που υπήρξαν στις δραστηριότητές του, αφενός λόγω του καθεστώτος λογοκρισίας που επικράτησε και αφετέρου λόγω των συνεχών συλλήψεων στελεχών και μελών του. Ωστόσο η δράση του, αν και πιο περιορισμένη και τοπικά αποκεντρωμένη, ποτέ δε σταμάτησε. Μετά την εξορία από την Κύπρο του γγ του ΚΚΚ Κώστα Χριστοδουλίδη- Σκελέα, γραμματέας ανέλαβε ο Κώστας Κόνωνας (1931- 1933) ο οποίος πλαισιώθηκε από τους Τ. Ανθία και Ε. Ξιναρή.  Δεδομένων των διώξεων σε Κόνωνα, Ανθία και Ξιναρή, το 1932, την καθοδήγηση αναλαμβάνει μέχρι το 1934 ο Χ. Σαββίδης, αδελφός του Π. Σέρβα, και από το 1935 ο Π. Σέρβας  (Χρυσάνθου 2013: 70; Τριμικλινιώτης 2016: 146).   

Η δράση του ΚΚΚ θα αναδείξει την ανάγκη, σύμφωνα με προκήρυξή του στα τέλη Ιανουαρίου 1933, παροχής επιδομάτων ανεργίας και συσσιτίων στους άνεργους, θέσπισης του 8ωρου, κατάργησης της φορολογίας στους φτωχούς, απόσβεσης χρεών, απαλλοτρίωσης χωρίς αποζημίωση της εκκλησιαστικής και βακουφικής κτηματικής  περιουσίας και διανομής της στους ακτήμονες αγρότες (Ιστορική… τ. 6: 148). Ταυτόχρονα συνέχιζε να καλεί σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και να αμφισβητεί ευθέως την αποικιακή διοίκηση (Πρωτοπαπάς 2012: 321)  Αυτά θα οδηγήσουν στο διάταγμα της 16ης Αυγούστου 1933 σύμφωνα με το οποίο τίθονταν εκτός νόμου το ΚΚΚ, η νεολαία του καθώς και άλλες έξι οργανώσεις που θεωρούνταν κομμουνιστικής ταυτότητας («Φίλοι της ΕΣΣΔ», «Λίγκα ενάντια στον Ιμπεριαλισμό» κ.α). Το όλο πλαίσιο που συνόδευε το συγκεκριμένο διάταγμα ήταν εξαιρετικά αυταρχικού- αν όχι δικτατορικού- χαρακτήρα: Αυξάνονταν οι ποινές στα στελέχη και τα μέλη των παράνομων οργανώσεων (από ένα σε πέντε χρόνια φυλάκισης και από ένα σε δύο χρόνια φυλάκισης αντίστοιχα), οι συλλήψεις μπορούσαν να γίνουν χωρίς ένταλμα, ενώ ο Κυβερνήτης είχε τη δυνατότητα να κηρύξει ως παράνομη οποιαδήποτε οργάνωση είχε την πρόθεση πραγματοποίησης γενικής απεργίας ή αποσκοπούσε στην «διατάραξη της τάξεως». Τέλος, όποιος μετείχε σε συνάντηση  μελών παράνομης οργάνωσης ήταν εκείνος που θα έπρεπε να αποδείξει πως δεν ήταν μέλος της (Ιστορική… τ. 6: 149).

Μέσα σε αυτό το κλίμα συνεχών διώξεων[2] και διαρκών πολιτικών περιορισμών  και παρά τη συνδικαλιστική δράση των μελών του ΚΚΚ ήταν αναμενόμενο η πολιτική και οργανωτική του επιρροή να είναι περιορισμένη.

Ο ερχομός του Π. Σέρβα θα δώσει μια νέα δυναμική στην παρουσία του ΚΚΚ. Ιδιαίτερα μορφωμένος για τα δεδομένα της εποχής, έχοντας ζήσει τη λειτουργία του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος αλλά και του ΚΚΕ, όρισε ένα διαφορετικό πλαίσιο δράσης του ΚΚΚ. Καταρχάς έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στη νόμιμη συνδικαλιστική δράση των μελών του ΚΚΚ παρά στην παράνομη λειτουργία των κομμουνιστικών πυρήνων. Μέριμνα πια δεν ήταν απλώς η προπαγάνδιση επαναστατικών θέσεων αλλά η διεκδίκηση εργασιακών αιτημάτων έτσι ώστε να κερδίζεται η δημόσια υποστήριξη[3].  Σε αυτό το πλαίσιο υποχώρησε τόσο η έντονη κριτική στην Εκκλησία και τους αξιωματούχους της όσο και η επιθετική αντιπαράθεση απέναντι στο αίτημα της Ένωσης (Panayiotou 1999: 248)[4]. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως το τελευταίο σηματοδότησε μια αλλαγή τόνου ως προς την αντίθεση με την Ένωση και όχι αλλαγή γραμμής[5]. Ωστόσο υπάρχει η έναρξη μιας διαφορετικής πορείας αφού για το ΚΚΚ μετά τα γεγονότα των Οκτωβριανών οι τουρκοκύπριοι από ισότιμοι εταίροι αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως μειονότητα που χρήζει διεθνιστικής αλληλεγγύης (Περιστιάνης 2004: xxiv).

Σε πιο στρατηγικό επίπεδο ο Σέρβας ήταν επηρεασμένος τόσο από το καθεστώς παρανομίας που βρισκόταν το ΚΚΚ όσο και από τις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935). Σύμφωνα με αυτές στις αποικίες η δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης περιόδου μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης αφού είχε προηγηθεί μια διαδικασία συμβιβασμού με εκείνο τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης, κυρίως το βιομηχανικό κεφάλαιο, που ήταν πρόθυμο για συμβιβασμούς με το εγχώριο κομμουνιστικό κόμμα. Τονιζόταν μάλιστα πως η υποτίμηση  της παρουσίας αυτής της μερίδας της αστικής τάξης, η οποία επηρέαζε μικροαστικά και αγροτικά στρώματα θα είχε ως ενδεχόμενο την περιθωριοποίηση των κομμουνιστών[6].  

Τα πρώτα αποτελέσματα της νέας πολιτικής δεν άργησαν να φανούν στο συνδικαλιστικό τομέα. To 1935 υπήρχαν μόνο δύο εγγεγραμμένες συντεχνίες, το 1937 γίνονται έξι (με 367 μέλη), το 1939 φτάνουν τις 46 (με 2544 μέλη) και το 1940 τις 62 (με 3389 μέλη) (Περιστιάνης 2004: xxiv; Katsourides 2014: 182- 183)[7]. Παράλληλα ξεσπούν σημαντικοί απεργιακοί αγώνες (κτίστες, αμιαντωρύχοι, μεταλλωρύχοι Ξερού). Χαρακτηριστικό της δυναμικής που είχε δημιουργηθεί είναι το γεγονός πως στην περίοδο αυτή υπήρξε αυξημένος αριθμός απεργιών σε σημείο που μόνο η πρόθεση των λιμενεργατών στο Βαρώσι να κατέβουν σε απεργία  υποχρέωσε τους εργοδότες να δεχτούν τα αιτήματά τους. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε  η κοινή δράση του συνδικαλιστικού κινήματος: Το 1938 υποβλήθηκε κοινό υπόμνημα τεσσάρων συντεχνιών της Λευκωσίας ενώ στην πρώτη παγκύπρια συντεχνιακή συνδιάσκεψη που έγινε στο Βαρώσι στις 6 Αυγούστου 1939 συμμετείχαν 101 αντιπρόσωποι των 30 αναγνωρισμένων και των 27 υπό ίδρυση συντεχνιών (Κατσουρίδης 2013: 132- 133).

Σημαντικά ήταν τα οφέλη του ΚΚΚ σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο. Από πλευράς μελών από 40-50  μέλη που είχε το κόμμα το 1935 όταν ήρθε ο Σέρβας στην Κύπρο (Ζαβού 2002: 77) λίγο πριν τη δημιουργία του ΑΚΕΛ υπολογίζονται σε 100 με 200 (Ιωάννου 2004: 19). Επίσης πρέπει να αναφερθεί η έκδοση της εφημερίδας Ανεξάρτητος το 1938 η οποία εξέφραζε αριστερές θέσεις και συχνά έγραφε σε αυτήν με ψευδώνυμο ο Π. Σέρβας, η ανάπτυξη του κινήματος «διαλογικών συζητήσεων» ανάμεσα στους εργάτες αλλά και η δημιουργία μορφωτικών συλλόγων στις αγροτικές περιοχές (Παναγιώτου: 2015).

O συνδυασμός τριών παραγόντων θα οδηγήσει το ΚΚΚ στη διατύπωση δημιουργίας ενός «Λαϊκού κόμματος» τον Ιούνιο του 1937. Πρόκειται για: α) τη θέση της Κομμουνιστικής διεθνούς για την ανάγκη δημιουργίας Λαϊκών Μετώπων και στις αποικίες, β) τη δυναμική της ανάπτυξης που παρουσίαζε η συνδικαλιστική παρέμβαση του κόμματος και γ) την ανάγκη εξόδου από το καθεστώς παρανομίας.

Η πρόταση όπως αποτυπώνεται ως απόφαση του Κόμματος στο Παράρτημα του Δελτίου τ. 1 (Ιούνιος 1937) αναφέρει: «…το ΚΚΚ οφείλει να  πάρει την πρωτοβουλία για την οργάνωσιν ενός φαρδιού Λαϊκού κόμματος το οποίο ως πρόγραμμα θα είχε το διώξιμο του Εγγλέζικού Ιμπεριαλισμού, ή και ακόμη την διεκδίκηση πολιτικών συνταγματικών ελευθεριών. Στο κόμμα αυτό, (το οποίον όχι μόνο δεν θα θέσει σε δεύτερη μοίρα το επαναστατικό μας Κόμμα, αλλά αντίθετα θα ενισχύει και θα δυναμώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στην πάλη για τη λευτεριά του λαού μας), θα είναι ανοιχτές οι πόρτες σ’ όλα τα τίμια, συνειδητά, πιστά και πειθαρχικά αντιιμπεριαλιστικά στοιχεία» (ΚΚΚ 1937: 7)

Πέραν όμως του γενικού χαρακτήρα του νέου κόμματος ενδιαφέρον παρουσιάζει μια άλλη θέση που αφορώντας καταρχάς τα μέλη του ΚΚΚ παίρνει και ιδιαίτερη βαρύτητα και για τα μέλη του νέου κόμματος: «Το ΚΚΚ σαν κόμμα μαχητικό και κόμμα της άμεσης δράσης, ποτέ δεν κηρύττει αποχή απ’ οποιοδήποτε ζήτημα ήθελε παρουσιαστεί και το οποίο συγκεντρώνει την προσοχή των εργαζόμενων στρωμάτων. Έτσι και το εκκρεμές αρχιεπισκοπικό ζήτημα[8] δεν πρέπει να το κοιτάξει σαν ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιαστικό, για το οποίον οι Κομμουνιστές δεν έχουν κανένα λόγο να ενδιαφερθούν» (ΚΚΚ 1937: 8)

Με τον τρόπο αυτό το ΚΚΚ οδηγείται στην κατεύθυνση σύμφωνα με την οποία τα μέλη του νέου κόμματος «οφείλουν να λαμβάνουν μέρος εις οιονδήποτε αντιπροσωπευτικά σώματα, έστω κι αν διορίζονται από την ίδιαν την Κυβέρνησιν, δια να δύνανται να μεταφέρουν εκεί τας σκέψεις και τας γνώμας του Κόμματος και να διαφωτίζουν πληρέστερον το λαόν. Κατά του ίδιου τρόπου οφείλει να συμμετάσχει εις την λύσιν του αρχιεπισκοπικού ζητήματος, υπό το πνεύμα δημιουργίας ζητήματος μεταξύ λαού και κυβερνήσεως και της υποστηρίξεως του αιτήματος ότι εις τους εξόριστους πολιτικούς ηγέτες πρέπει να επιτραπεί η επιστροφή εις την πατρίδαν των» (ΚΚΚ 1937: 15).

Τέλος αξίζει να αναφερθεί η απόφαση περί ανάγκης ενίσχυσης μιας πλατιάς δημοκρατικής εφημερίδας όσο διαρκεί το καθεστώς παρανομίας του ΚΚΚ[9].

Από τα παραπάνω προκύπτει πως αφενός είχε αποκρυσταλλωθεί η αντίληψη όχι μόνο για τη δημιουργία ενός πλατιού κόμματος, αλλά για τον καθοδηγητικό ρόλο που συγκροτημένα το ΚΚΚ θα διαδραμάτιζε στο εσωτερικό του.  Ότι δηλαδή ακριβώς θα γίνει στα επόμενα χρόνια με το ΑΚΕΛ. Επίσης είχε διαμορφωθεί η θέση της συμμετοχής σε πιθανούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς που θα θέσπιζαν οι βρετανοί ενώ εμφανιζόταν και η άποψη όχι μόνο της ανάδειξης του αρχιεπισκοπικού ζητήματος αλλά και της συμμετοχής σε ενδεχόμενες αρχιεπισκοπικές εκλογές[10]. Tα δύο τελευταία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο διότι το ζήτημα της συμμετοχής στους αποικιακούς θεσμούς δεν ήταν δεδομένο ούτε για τους αστούς πολιτευτές και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του΄20 είχε επικρατήσει η γραμμή της αποχής (Πρωτοπαπάς 2012: 220- 221), όσο και γιατί η έντονη εμπλοκή με τους εκκλησιαστικούς θεσμούς βρισκόταν στην αντίθετη όχθη με την εχθρική στάση απέναντι στην Εκκλησία που είχε ακολουθήσει το κόμμα στη δεκαετία του ’20. 

 

3. H εσωτερική αντιπαράθεση πριν από τη δημιουργία του ΑΚΕΛ

Η απόφαση για τη δημιουργία νέου κόμματος, όπου είδαμε πως περιγραφόταν ήδη από το 1937, θα ληφθεί στη διάρκεια του 4ου συνεδρίου του ΚΚΚ που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1941 στη Δερύνεια. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε το γεγονός πως από το Φεβρουάριο του 1940 ο Κυβερνήτης Battershill προσανατολιζόταν στη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών, για πρώτη φορά μετά την εξέγερση του 1931, και πράγματι στις 22 Ιανουαρίου 1941 ανακοινώθηκε επίσημα πως «σύντομα» θα γίνονταν εκλογές για τα Δημαρχέια (Πρωτοπαπάς 2012: 364- 365).     

Ωστόσο είναι σημαντικό να αναφερθεί πως πριν από τη δημιουργία του ΑΚΕΛ προηγήθηκε εσωκομματικός διάλογος στο ΚΚΚ γύρω από τη σχέση που θα είχε το τελευταίο με το νέο κόμμα. Εκεί αντιπαρατέθηκαν δύο απόψεις: η μία που θεωρούσε πως την ηγεσία του νέου κόμματος θα έπρεπε να την αναλάβουν τα δοκιμασμένα στελέχη του ΚΚΚ και η άλλη πως θα έπρεπε να αναδειχθούν πιο μετριοπαθή στελέχη που δε θα είχαν κάποια σχέση με το Κομμουνιστικό κόμμα. Όπως περιγράφεται η διαφωνία σε μεταγενέστερη έκθεση των Ιωάννου (τότε γγ του ΑΚΕΛ) και Ζιαρτίδη (τότε γγ της ΠΕΟ): «Της ίδρυσης του ΑΚΕΛ προηγήθηκε μια πλατειά συζήτηση μέσα στο σύνολο του ΚΚΚ, που πήρε αντιγνωμικό χαρακτήρα, με την ακόλουθη αιχμή: Στην ηγεσία του ΑΚΕΛ θάπρεπε ευθύς εξαρχής να μπουν και να κυριαρχούν τα κομμουνιστικά στελέχη για εξασφάλιση οργανωτικής και πολιτικο-ιδεολογικής επαγρύπνησης ή ο αποχρωματισμός στα πρώτα βήματα της καινούργιας οργάνωσης είναι απαραίτητος για λόγους γοργής μαζικοποίησης; Η πρώτη άποψη βρήκε εύκολην επικράτηση μέσα στο κόμμα. Στην  ηγεσία του ΑΚΕΛ, από το ιδρυτικό του κιόλας συνέδριο, μπήκαν κατά τρόπο κυριαρχικό, τα κομμουνιστικά στελέχη. Η δεύτερη άποψη υποστηριζόταν από μια μικρή ομάδα διανοουμένων….» (Ιωάννου- Ζιαρτίδης 1948: 10)

Ουσιαστικά αυτή η διαμάχη αφορούσε το κατά πόσο το ΚΚΚ θα ανεχόταν την ανέλιξη στην ηγεσία του ΑΚΕΛ  προοδευτικών- μικροαστικών στοιχείων καθώς και δημοκρατικούς διανοούμενους ή όχι. Η άποψη περί μη ανάδειξης στελεχών του ΚΚΚ στην ηγεσία του ΑΚΕΛ υποστηριζόταν από ανώνυμο κείμενο που το υπέγραφαν «δέκα διανοούμενοι». Ήταν πρωτοβουλία του Γυμνασιάρχη Α. Αδάμαντος, που μετέπειτα διετέλεσε δήμαρχος Αμμοχώστου αλλά και μέλος της ΚΕ του ΑΚΕΛ. Η βάση του επιχειρήματος αυτής της ομάδας ήταν πως για να μπορέσει γρήγορα να εξαπλωθεί η επιρροή του ΑΚΕΛ έπρεπε τον τόνο να τον δώσουν εξωκομματικοί προοδευτικοί διανοούμενοι και επιστήμονες οι οποίοι θα ήταν σε συνεργασία με τους διανοούμενους του ΚΚΚ. Από την άλλη η ηγεσία του ΚΚΚ, με προεξάρχοντα το γγ του Π. Σέρβα, επέμεναν πως θα έπρεπε εκείνοι να έχουν άμεση σχέση με την καθοδήγηση του νέου κόμματος. Η διαφωνία του ειδικά του Σέρβα με τους 10 διανοούμενους, αλλά και η αντιστροφή των θέσεων μερικά χρόνια αργότερα όταν θα αποφασιζόταν η ενσωμάτωση του ΚΚΚ στο ΑΚΕΛ (βλ. παρακ), ενισχύει την άποψη του Ζιαρτίδη ότι ο Σέρβας καθοδηγούνταν σε σημαντικό βαθμό από τις προσωπικές του φιλοδοξίες (Παιονίδης 2004: 122). Αν επικρατούσε η θέση του Αδάμαντος για μη συμμετοχή των στελεχών του ΚΚΚ στο ΑΚΕΛ τότε ο Σέρβας δεν θα είχε θέση ή πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο κόμμα. Τελικά και ύστερα από ανταλλαγή εσωκομματικών κειμένων η πλευρά Σέρβα αναδείχθηκε νικήτρια (Ιωάννου 2004: 19-20).   

 

4.Η δημιουργία του ΑΚΕΛ

Για να μπορέσει να δημιουργηθεί ένα πραγματικά νέο κόμμα ήταν απαραίτητη η συνεύρεση του ΚΚΚ με προοδευτικό κόσμο διαφορετικής πολιτικής προέλευσης. Δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία και η αφετηρία της εκκινεί μερικά χρόνια πριν τη δημιουργία του ΑΚΕΛ τόσο με έμμεσο όσο και με άμεσο τρόπο. Ο έμμεσος τρόπος ήταν η συμβολή προοδευτικών αστών στην ίδρυση συντεχνιών. Η βρετανική διοίκηση στη δεκαετία του ΄30 δεν επέτρεπε την ίδρυση μια συντεχνίας αφού στην αίτηση που κατατίθετο υπήρχαν πρόσωπα που θεωρούνταν πως σχετίζονταν με το παράνομο ΚΚΚ. Τότε για να μπορέσει να παρακαμφθεί το πρόβλημα και να δημιουργηθεί η συντεχνία εμφανίζονταν ως ιδρυτές προοδευτικοί αστοί, κυρίως δικηγόροι, για τους οποίους δεν υπήρχαν κωλύματα από την πλευρά των Άγγλων (Παιονίδης 1995: 16- 17).  Ο άμεσος τρόπος ήταν οι επαφές μεταξύ εκπροσώπων του ΚΚΚ και προοδευτικών αστών με αποκλειστικό περιεχόμενο τη δημιουργία κόμματος. Κατά μία εκδοχή η πρώτη προσπάθεια έγινε στα τέλη του 1938 από τον Φ. Κυριακίδη επιχειρηματία από τη Λεμεσό, τους δικηγόρους Φ. Ιωαννίδη από τη Λευκωσία και Γ. Βασιλειάδη από τη Λάρνακα και το δημοσιογράφο Λ. Τσιμίλλη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φ. Κυριακίδη πρώτα απευθύνθηκαν σε άλλους αστούς οι οποίοι όμως, έχοντες πολύ στενές σχέσεις με το αυταρχικό καθεστώς της Παλμεροκρατίας, δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν σε άμεσες πολιτικές δραστηριότητες. Τότε η ομάδα αυτή ήρθε σε επαφή με πρόσωπα αριστερής ιδεολογίας με τα οποία και υπήρξε συμφωνία στα ακόλουθα θέματα: α) στην πολιτική δράση με σκοπό την Ένωση β) στην πρόταξη την εθνικής ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία γ) Άσχετα με τις πεποιθήσεις για το κοινωνικό καθεστώς το οποίο «η αναπόδραστος ιστορική αναγκαιότης έταξεν ήδη ως το Κοινωνικόν Καθεστώς της Αναγκαιότητας για το μέλλον» υπήρχε συμφωνία πως η μικρή Κύπρος, της οποίας η βιομηχανική παραγωγή βρισκόταν σε εμβρυώδη κατάσταση, δε θα αποτελέσει «πρόσφορον πεδίον τολμηρών κοινωνικών πειραματισμών» (Ιστορική… τ. 7 σελ. 82-83)   

Η δική μας θέση, δεδομένης της τότε αρνητικής προσέγγισης της Ένωσης από την πλευρά του ΚΚΚ είναι πως στις συζητήσεις αυτές υπήρξε ένα καθεστώς δημιουργικής ασάφειας, μιας προσπάθειας των δυο πλευρών «να συμφωνήσουν πως θα συμφωνήσουν» έτσι ώστε το νέο κόμμα να πάρει σάρκα και οστά. Το μεν ΚΚΚ ήθελε το νέο κόμμα για να μπορέσει να βρει από το σκοτάδι της παρανομίας και οι προοδευτικοί αστοί, εκτιμώντας ότι η βρετανική κυριαρχία περνούσε σε νέα, πιο δημοκρατική, φάση, χρειάζονταν την οργανωτική δομή του ΚΚΚ για να μπορέσουν να αντιπαρατεθούν στη συσσωρευμένη εξουσία των μέχρι τότε συνεργατών των Βρετανών. Το πλαίσιο που δημιουργούνταν θύμιζε πιο πολύ ένα αντιαποικιοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα με ανοχή στις διαφορετικές απόψεις που υπήρχαν για την Ένωση.  

Σε κάθε περίπτωση οι επαφές αυτές προλείαναν το έδαφος και αφού υπήρξε ένα κενό διάστημα λόγω της εμπλοκής της Βρετανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντατικοποιήθηκαν με πρωτοβουλία του δικηγόρου Γ. Βασιλειάδη. Στην κατεύθυνση αυτή πραγματοποιήθηκε και συνάντηση του Βασιλειάδη με τον Κυβερνήτη Battershill ο οποίος συμφώνησε με τη δημιουργία του νέου κόμματος αφήνοντας όμως στην απάντησή του έναν υπαινιγμό ώστε στο πρόγραμμα του κόμματος να μη περιλαμβανόταν το αίτημα της ένωσης (Ιστορική.. τ. σελ. 85). 

Η ιδρυτική συνάντηση του ΑΚΕΛ έγινε στη Σκαρίνου στις 14 Απριλίου 1941 και συμμετείχαν συνολικά 37 άτομα από τα περίπου 50 που είχαν κληθεί. Από τα 37 αυτά άτομα  απουσίαζαν πλήρως οι τουρκοκύπριοι και οι αγρότες και υπήρχε μόνο μία γυναίκα (η οδοντίατρος Φ. Βασιλείου). Η απουσία των γυναικών μπορεί να αποδοθεί στον πατριαρχικό χαρακτήρα της κυπριακής κοινωνίας εκείνης της περιόδου που δεν επέτρεπε/ ενθάρρυνε τη γυναικεία συμμετοχή στην πολιτική δράση, παρά την ύπαρξη λίγων εξαιρέσεων. Η μη συμμετοχή τ/κ είχε να κάνει με το γεγονός της αντίληψης που είχε περάσει στην τ/κ κοινότητα πως το νέο κόμμα αποτελούσε μια υπόθεση των ε/κ, αντίληψη την οποία δεν μπόρεσε να ανασχέσει το ΚΚΚ. Η απουσία αγροτών δείχνει αφενός την αδυναμία πρόσβασης του ΚΚΚ σε αυτά τα στρώματα στα οποία η παρουσία των τ/κ ήταν ιδιαίτερα έντονη, αλλά και την από τα «πάνω» μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τη διοργάνωση που απευθυνόταν σε στελέχη του ΚΚΚ και σε δίκτυα προοδευτικών αστών και μικροαστών. Στους παρόντες υπήρχαν επτά δικηγόροι (εκ των οποίων ο Φ. Ιωαννίδης βιομήχανος- δικηγόρος), δύο έμποροι, τρεις γιατροί, τέσσερις δημοσιογράφοι, δύο παραγγελιοδόχοι, ένας γεωπόνος, ένας χημικός, δύο καθηγητές, δύο εμποροράφτες, δύο κουρείς, έξι εργάτες, ένας γραφέας, δύο υποδηματοποιοί, ένας μαραγκός και ένας που δεν αναφέρεται επαγγελματική ιδιότητα (ο μετέπειτα δήμαρχος Λάρνακας Γ. Χριστοδουλίδης)[11].  Παρατηρούμε πως και με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής υπάρχουν 14 άτομα που εντάσσονται στα λαϊκά στρώματα (εργάτες, κουρείς, υποδηματοποιοί, γραφέας, μαραγκοί) και 21 που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα (έμποροι- επιχειρηματίες, δικηγόροι, καθηγητές, γιατροί, παραγγελιοδόχοι, γεωπόνος, χημικός). Έτσι και με αυτό τον, ενδεικτικό, τρόπο αναδεικνύεται η προσπάθεια συμμαχίας της εργατικής τάξης με τμήματα των μεσαίων και των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων. Άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος αποτελεί η πολιτική ταυτότητα των συμμετεχόντων: Οι 25 (26 ουσιαστικά αν προσθέσουμε τον ποιητή- δημοσιογράφο Τ. Ανθία, που για ένα διάστημα ήταν εκτός κόμματος) ήταν μέλη του ΚΚΚ (Ιωάννου 2004: 20), και οι υπόλοιποι 11 όχι. Από αυτούς τους 11, επτά ήταν δικηγόροι (ο Ιωαννίδης βιομήχανος-  δικηγόρος), δύο ήταν δημοσιογράφοι, ένας ήταν έμπορος και ένας  γεωπόνος. Παρατηρούμε πως αφενός το ΚΚΚ διέθετε τη μεγάλη πλειοψηφία των παριστάμενων και αφετέρου μεταξύ των μη μελών του ΚΚΚ δεν υπήρχε κανείς που να ανήκει στα λαϊκά στρώματα.

Η έναρξη των διαδικασιών συνοδεύτηκε από μια συμβολική πολιτική απώλεια, αυτή του Φ. Κυριακίδη. Ο Φ. Κυριακίδης προήδρευσε, τουλάχιστον αρχικά, στις διαδικασίες και με αυτόν τρόπο φαίνεται να υπήρχε μια αναγνώριση του ρόλου που είχε παίξει τα προηγούμενα χρόνια για τη δημιουργία του κόμματος. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των προγραμματικών θέσεων από τον Π. Σέρβα, όπου αναφερόταν πως το ΑΚΕΛ είναι «εχθρός του πλούτου και της εκμετάλλευσης», ο Κυριακίδης τον διέκοψε λέγοντάς του: «Συγγνώμην, αλλά αφού το ΑΚΕΛ είναι εχθρός του πλούτου και της εκμεταλλεύσεως εγώ δεν έχω θέσιν εδώ. Διότι και πλούσιος είμαι και εκμεταλλευτής εφόσον έχω εργοστάσιο και απασχολώ εργάτες» (αναφέρεται στο Φάντης 1993: 27). Πράγματι ο Κυριακίδης εκτός από δικηγόρος ήταν και ιδιοκτήτης του μηχανουργείου «Κύπρος». Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε τη ρήξη με την όποια προσπάθεια σύνδεσης του κόμματος με τμήματα της αμιγούς αστικής τάξης. 

Σε κάθε περίπτωση παρά την αντιπαράθεση αυτή[12] οι εργασίες της συνάντησης συνεχίστηκαν κανονικά και στο τέλος λήφθηκε η απόφαση για τη δημιουργία του νέου κόμματος με το όνομα Ανορθωτικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ) ενώ σε επίπεδο ηγεσίας αρχικά προτάθηκε ο Γ. Βασιλειάδης, που είχε και την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του ΑΚΕΛ και όταν αυτός αρνήθηκε ο Κ. Κόνωνας πρότεινε τον, ήδη γγ του ΚΚΚ Π. Σέρβα, ο οποίος και αποδέχτηκε (Ιστορική… τ. 7 σελ. 87).

Λίγους μήνες μετά, στις 5 Οκτωβρίου 1941, πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό το πρώτο Συνέδριο του ΑΚΕΛ όπου συμμετείχαν 90 σύνεδροι οι οποίοι αντιπροσώπευαν τα 1285 μέλη του κόμματος (Πρωτοπαπάς 2012: 356). Εκεί έχοντας ως βάση τα κείμενα της Σκαρίνου  υιοθετήθηκε το πρόγραμμα του κόμματος και το καταστατικό του.

Στο πρόγραμμα αναφέρεται πως «Το ΑΚΕΛ πρεσβεύει τις αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας, που θέτει σα βάση της την αποκλειστική εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού. Το ΑΚΕΛ αντιτίθεται σφοδρά προς τη δικτατορία και το φασισμό που τους είναι άσπονδος και αμείλικτος εχθρός. Το ΑΚΕΛ πιστεύει ακόμα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει συνταύτιση και αρμονία συμφερόντων ανάμεσα στην εργατική τάξη, τις εργαζόμενες αγροτικές τάξεις καθώς και τα εργαζόμενα  στρώματα της πόλης από τη μια και του μεγάλου κεφαλαίου από την άλλη» (ΚΕ ΑΚΕΛ 2014: 57). Σκοπός του ΑΚΕΛ, σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο του καταστατικού του είναι «η κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού των πόλεων και της υπαίθρου, για την εφαρμογή στη Κύπρο ενός απόλυτα δημοκρατικού-λαϊκού διακυβερνητικού συστήματος που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργατών και του εργαζόμενου λαού» (αναφέρεται στο Περδίος 1968β: 9). Ακόμα καυτηριάζεται η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, οι επεμβάσεις τη κυβέρνησης στα εκκλησιαστικά και θρησκευτικά θέματα του λαού και ζητείται η πλήρης παραχώρηση πολιτικών ελευθεριών (Περιστιάνης 2004: xxv). Για το οργανωτικό μοντέλο αναφέρεται πως το «ΑΚΕΛ πιστεύει πως χωρίς συστηματοποιημένη οργάνωση από κάτω προς τα πάνω, χωρίς σιδερένια πειθαρχία στις γραμμές του…, χωρίς διακλαδώσεις σε όλους τους τόπους και τους τομείς της κυπριακής ζωής, χωρίς συστηματική και καθημερινή καθοδήγηση δεν μπορεί να επιτύχει» (ΚΕ ΑΚΕΛ 2014: 58). Για το εθνικό ζήτημα αναφέρεται πως θα αγωνιστεί «για την πλήρη αναγνώριση της εθνικής υπόστασης, των συνοίκων στοιχείων της Νήσου, την ελευθερία στην εκπαίδευση της νεολαίας- με βάση τις εθνικές παραδόσεις και την εθνική συνείδηση- την πλήρη ελευθερία της εκκλησίας να λύει τα ζητήματά της χωρίς καμία απολύτως επέμβαση της κυβερνητικής αρχής» (ΚΕ ΑΚΕΛ 2014: 57).

Σε οργανωτικό επίπεδο επανεξελέγη γραμματέας ο Π. Σέρβας και εκλέχτηκε 19μελής Κεντρική Επιτροπή. Το ενδιαφέρον είναι πως σε αυτή συμμετέχουν μόνο δύο εργάτες, δύο αγρότες και ένας ιδιωτικός υπάλληλος, ενώ υπάρχουν 4 δικηγόροι, 4 δημοσιογράφοι, δύο γιατροί, ένα φαρμακοποιός, ένας καθηγητής, ένας καταστηματάρχης και μία, μόνο, γυναίκα (η Λ. Μαραθοβουνιώτη) χωρίς να αναφέρεται η επαγγελματική ιδιότητά της (Ιστορική ..τ. 7 σελ. 103). Είναι εμφανές πως σε σχέση με τη σύνθεση της Σκαρίνου υπάρχει μια υποχώρηση των λαϊκών στρωμάτων (αλλά και παρουσία των αγροτικών) και μια σαφής ενίσχυση των μικροαστικών. Η τάση αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη στη σύνθεση του Πολιτικού Γραφείου όπου υπάρχει ένας αγρότης, κανένας εργάτης, δύο δημοσιογράφοι, δύο δικηγόροι και ένας φαρμακοποιός. Στη δε τριμελή γραμματεία είναι δύο δημοσιογράφοι και ένας δικηγόρος (Ιστορική… τ. 7 σελ. 104). Σύμφωνα με τον Πρωτοπαπά στην Κ.Ε συνέχιζαν να υπερτερούν τα κομμουνιστικά στοιχεία (Πρωτοπαπάς 2012: 356), πράγμα που σημαίνει πως τα συγκεκριμένα στελέχη είχαν περισσότερο μικροαστικό παρά εργατικό προφίλ[13].     

Τρεις συμπερασματικές παρατηρήσεις για την ιδρυτική συνδιάσκεψη του ΑΚΕΛ. Η πρώτη είναι πως το πρόγραμμά του απέχει από το πρόγραμμα ενός κομμουνιστικού κόμματος, δε θέτει ζητήματα δικτατορίας του προλεταριάτου, προλεταριακού διεθνισμού, συντριβής του αστικού κράτους, δημιουργία εργατικών συμβουλίων κλπ. Με αυτή την έννοια περισσότερο θυμίζει πρόγραμμα αριστερού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της εποχής. Κι αυτό προφανώς οφείλεται στην παρουσία της μικροαστικής συνιστώσας και στη συμφωνία που, όπως είδαμε είχε προηγηθεί πως δε θα ετίθετο θέμα κοινωνικής ανατροπής.

Η δεύτερη σχετίζεται με το ζήτημα της θέσης για την Εκκλησία όπου από τη σφοδρή αντιπαράθεση που χαρακτήριζε τη δράση του ΚΚΚ  μέχρι την έλευση Σέρβα οριστικοποιείται πια η πολιτική της συμμετοχής στις διαδικασίες ανάδειξης θρησκευτικής ιεραρχίας (όπως και θα γίνει τα αμέσως επόμενα χρόνια). Κι αν η πρώτη παρατήρησή μας αφορά μια τακτική υποχώρηση που μπορεί να κάνει ένας φορέας στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας πλατύτερης συμμαχίας η δεύτερη αναδεικνύει μια μετατόπιση στρατηγικού χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα αντί να επιχειρηθεί το κομμουνιστικό κόμμα να ηγεμονεύσει με τις δικές του ιδέες στην κυπριακή κοινωνία και με αυτό τον τρόπο να αποκτήσει πλατύτερη επιρροή, γίνεται το αντίθετο: υιοθετεί μια σειρά από συντηρητικές αντιλήψεις έτσι ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει τα ευρύτερα ακροατήρια (Tombazos 2010: 223).   

Η τρίτη συνδέεται με το εθνικό θέμα. Μέχρι και το πρώτο συνέδριο του ΑΚΕΛ δεν τίθεται θέμα ένωσης. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, γίνεται για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι πως συνολικά το ελληνοκυπριακό στοιχείο διστάζει να το θέσει φοβούμενο τις αντιδράσεις των Βρετανών. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τα σταδιακό τρόπο με τον οποίο αλλάζει η θέση του ΚΚΚ. Από τη σφοδρή αντιπαράθεση με το «ενωσιακό» κίνημα, από το 1937 περνά στην αντίληψη της ανοχής και της συνεργασίας με τους ενωτικούς χωρίς όμως ακόμα να έχει υιοθετήσει την άποψη για ένωση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γ. Φωτίου υπήρξε μια αλλαγή το 1939-1940 όπου έγινε αποδεκτή η θέση για «Ένωση με μια δημοκρατική Ελλάδα»[14], άρα όχι με την Ελλάδα του Μεταξά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πως όταν βομβαρδίστηκε η Έλλη και δημιουργήθηκε κίνημα αλληλεγγύης με τη διενέργεια οικονομικών εράνων για την Ελλάδα το ΚΚΚ δε συμμετείχε (Ζιαρτίδης 1995: 18). Αυτό, πέραν της θέσης για την Ένωση, ήταν και αποτέλεσμα της συνολικής γραμμής που είχε το ΚΚΚ, και όχι μόνο, πως ο β’ Παγκόσμιος πόλεμος αποτελούσε ενδοιμπεριαλιστικό πόλεμο και γι’ αυτό άλλωστε είχε ταχθεί κατά της στρατολόγησης κυπρίων στον αγγλικό στρατό (Ζαβού 2002: 95)[15]. Αλλά και με το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου η αρνητικότητα αυτή συνεχίστηκε, μέχρι του σημείου το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη να θεωρηθεί πλαστό (Φωτίου 1951 ΑΣΚΙ Φ20/21/46: 1). Θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα από την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου για να αλλάξει η γραμμή λόγω, χρονολογικά, «της εξακρίβωσης της θέσης του ΚΚΕ έναντι στο χιτλεροφασιστικό πόλεμο» (Φωτίου 1951: 1),  της κατοχής της Ελλάδας από τους Γερμανούς, της επίθεσης της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ και της εκτίμησης, λόγω των εξελίξεων στο παγκόσμιο μέτωπο, πως οι Βρετανοί δε θα απαγόρευαν τη λειτουργία ενός κόμματος που θα προάσπιζε την Ένωση.  Έτσι στις 16 Νοεμβρίου 1941  στην εφημερίδα Ανεξάρτητος δημοσιεύεται διακήρυξη της ΚΕ του ΑΚΕΛ, στην οποία πλειοψηφούν όπως είδαμε τα μέλη του ΚΚΚ, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται ως στόχος η Ένωση (Σακελλαρόπουλος 2017: 227).

Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι πως δημιουργήθηκε ένα νέο κόμμα το οποίο σαφώς δεν είχε κομμουνιστικά χαρακτηριστικά: δεν έθετε θέμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και τσακίσματος του αστικού κράτους, αποδεχόταν το πολύ βασικό (για τον κυπριακό κοινωνικό σχηματισμό) ρόλο της Εκκλησίας, ενώ το αίτημα της Ένωσης εισαγόταν με τέτοιο τρόπο που δεν υπήρχε κάποιου είδους κοινωνικό πρόσημο που να το διαφοροποιεί από αντίστοιχο αίτημα που έθετε η Εκκλησία και η συντηρητική πολιτική ελίτ.               

 

5) Η ανάπτυξη του ΑΚΕΛ και η πορεία προς το 5ο Συνέδριο του ΚΚΚ

Η δημιουργία του ΑΚΕΛ συνέβαλε αποφασιστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι χαρακτηριστικό πως ο αριθμός των συντεχνιών από 62 το 1940 με 3389 εγγεγραμμένα μέλη έφτασε τις 73 το 1942 με 9991 μέλη και τις 143 το 1945 με 13394 μέλη (Μουστακά 2010: 233). Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί πως θετικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις διαδραμάτισε και η θετική προσέγγιση που είχε η αποικιακή διοίκηση στα θέματα εργασίας από το 1940 και μετά ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων αλλαγών που σημειώθηκαν συνολικά στη Βρετανική Αυτοκρατορία μετά το 1935 εκκινούμενες από τις μαζικές απεργίες στη Ν. Αφρική (Μουστακά 2010: 234). Έτσι θεσπίστηκαν τρία νομοθετήματα: α) το πρώτο αφορούσε τον τρόπο εγγραφής των συντεχνιών και αποσκοπούσε στη διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθεριών  β) το δεύτερο σχετιζόταν με τον καθορισμό κατώτατου ημερομισθίου γ) και το τρίτο αναφερόταν στη δημιουργία διαιτησίας για επίλυση διαφορών. Ωστόσο από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος ορισμένα σημεία, παρά το θετικό τους χαρακτήρα, θεωρήθηκαν άτολμα ενώ ασκήθηκε κριτική πως αφενός ήταν πολύ περιοριστικό το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε να εκδηλωθεί μια απεργία και αφετέρου διευκολυνόταν η απεργοσπασία μέσω τα πρόσληψης ανέργων (Μουστακά 2010: 238-239).

Σε κάθε περίπτωση σημειώθηκαν με την καθοδήγηση του ΑΚΕΛ πολύ σημαντικοί αγώνες στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄40. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την απεργία των εργαζόμενων στα βρετανικά στρατιωτικά έργα (Δεκέμβριος 1944), τη γενική απεργία στις 27/8/43 για τον τιμάριθμο, και τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις για τον υψηλό πληθωρισμό[16] που θα γίνουν και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και θα κορυφωθούν με τη μεγάλη απεργία του Μαρτίου του 1944. Αυτή θα διαρκέσει από την 1η μέχρι τις 23 Μαρτίου έχοντας ως βασικό αίτημα την αναπροσαρμογή των ημερομισθίων ανάλογα με τον τιμάριθμο αλλά και ζητήματα όπως  η παροχή οικογενειακού επιδόματος, άδειας με πληρωμή, επιδόματος ασθένειας κ.α. (Φάντης 2006 τ.Α’: 209- 211). Στο διάστημα των  κινητοποιήσεων σημειώθηκε πολύ μεγάλη υποστήριξη από έξι δημάρχους, εκατοντάδες καταστηματάρχες, μορφωτικά σωματεία της υπαίθρου, αγρότες, εκπαιδευτικούς κ.α. Τελικά ύστερα από αυτή την πολυήμερη απεργία έγινε κατορθωτό να επιτευχθεί η παραχώρηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, της δεκαήμερης πληρωμένης άδειας, του επιδόματος ασθενείας και της εξασφάλισης ιατρικής περίθαλψης κτλ (Φάντης 2006 τ.Α’: 215).  

Πέρα από την πολύ μεγάλη συνεισφορά του ΑΚΕΛ στο εργατικό- συνδικαλιστικό κίνημα υπήρξαν και σημαντικές παρεμβάσεις στο χώρο της νεολαίας, στις γυναίκες, στους αγρότες και στους μικροκαταστηματάρχες (Πρωτοπαπάς 2012: 360).

Η όλη αυτή δυναμική αντικατοπτρίστηκε στις δημοτικές εκλογές του 1943. Οι εκλογές αυτές θα είναι  οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο με τόσο σαφές πολιτικό στίγμα, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις (Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσό, Πάφο, Κερύνεια). Στην ουσία, θα είναι μία αντιπαράθεση, με τους υποψήφιους της Δεξιάς, από τη μία πλευρά, και το ΑΚΕΛ με τους κεντροαριστερούς συμμάχους του, από την άλλη. Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα των εκλογών στη Λευκωσία, πόλη ιδιαίτερα συνδεδεμένη με τα κέντρα εξουσίας, κυριάρχησε η Δεξιά. Το ίδιο συνέβη στη Λάρνακα και στην Πάφο. Αντίθετα, στις πόλεις της Λεμεσού και της Αμμοχώστου, όπου υπερτερούσε το εργατικό στοιχείο, εκλέχθηκαν Δημάρχοι ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Πλουτής Σέρβας και ο Αδάμ Αδάμαντος, μέλος της ΚΕ του ΑΚΕΛ (Κατσιαούνης, 2000: 76). Συνολικά, στους αστεακούς δήμους η Δεξιά συγκέντρωσε το 54,1% των ψήφων και η Αριστερά το 49,9%[17]. Σε μία σειρά από αγροτικούς δήμους (Λευκόνοικο, Μόρφου, Κυθραία, Πόλη), η Δεξιά αναδείχθηκε πρώτη δύναμη και το συνολικό της ποσοστό ήταν 56,8% έναντι 44,3% της Αριστεράς. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως στις πόλεις όπου υπήρχε μία παράδοση αγώνων της εργατικής τάξης η Αριστερά εμφανίστηκε ιδιαίτερα ισχυρή, ενώ υπολειπόταν αρκετά της Δεξιάς ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, οι οποίες ήταν παραδοσιακά συντηρητικές και υπό την επιρροή της Εκκλησίας (Protopapas, 2006:278-279).     

Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως το περιεχόμενο του πολιτικού προγράμματος του ΑΚΕΛ και των συμμάχων του μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ως αστικού- προοδευτικού προσανατολισμού αφού απουσίαζαν τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν ένα αριστερό ριζοσπαστικό πλαίσιο: υπήρχε επικέντρωση στην καταδίκη των διορισμένων ελληνοκύπριων σε θέσεις εξουσίας από το Παλμερικό καθεστώς, στη θεσμοθέτηση της ψήφου σε όλους τους άνδρες και τις γυναίκες που είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, στην παραχώρηση πολιτικών ελευθεριών, στην παροχή στέγης στους εργάτες με χαμηλά ενοίκια, στην προσφορά δωρεάν γευμάτων στους ανέργους κλπ (Πρωτοπαπάς 2012: 371).

Στο ενδιάμεσο αυτής της πορείας πραγματοποιήθηκαν το 2ο και το 3ο συνέδριο του ΑΚΕΛ. Το 2ο συνέδριο διεξήχθη στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1943 στην Αμμόχωστο και συμμετείχαν περίπου 190 σύνεδροι που αντιπροσώπευαν τα 3000 μέλη του κόμματος. Σημαντική ήταν η απουσία των μέχρι τότε ηγετικών του μελών Γ. Βασιλειάδη και Λ. Ζήνωνα οι οποίοι είχαν αποδεχτεί το διορισμό τους στη θέση επαρχιακού δικαστή, ύστερα από σχετική έγκριση του ΑΚΕΛ αλλά και του ΚΚΚ. Στην κεντρική επιτροπή που εκλέχτηκε, πέραν των δύο αυτών, απουσίαζαν και άλλα πρόσωπα που δεν ήταν μέλη του ΚΚΚ, αποτέλεσμα της συντονισμένης προσπάθειας του ΚΚΚ να ελέγξει όλο και περισσότερο το ΑΚΕΛ (Ιωάννου 2004: 45)[18].  Ωστόσο παρά την ενδυνάμωση της παρουσίας του ΚΚΚ στην ηγεσία του ΑΚΕΛ το περιεχόμενο του προγράμματος δεν μπορεί να θεωρηθεί πως υπερέβαινε τα όρια ενός μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατικού κόμματος όταν υποστηρίζεται στην έκθεση του επανεκλεγέντος ΓΓ Π. Σέρβα πως «Μπορεί να συμπαθάμε ξεχωριστά τον προλετάριο γιατί αυτός εκτός από τα δύο του χέρια δεν έχει κανένα άλλο μέσο για τη συντήρηση του, αλλά με το να θέλαμε όπως όλοι οι Κύπριοι ξεχωρίσουν αμέσως σε δύο στρατόπεδα, το αστικό και το προλεταριακό, θα καταντούσαμε γελοίοι και ανερμάτιστοι, γιατί απλούστατα, θα ζητούσαμε να επωμισθούμε τα καθήκοντα τα οποία καλείται να πραγματοποιήσει μια κοινωνική εξέλιξη από την οποία πολλά, πάρα πολλά χρόνια μας χωρίζουν» (αναφέρεται στο  Κ. Ε. ΑΚΕΛ 2014: 67).    

Το 3ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ έγινε στη Λάρνακα στις 23 και 24 Ιουλίου 1944 και συμμετείχαν 255 σύνεδροι που αντιπροσώπευαν τα 3750 μέλη του ΑΚΕΛ. Εκεί επανεκλέχθηκε γγ ο Π. Σέρβας και δεδομένης της εκτίμησης πως ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του υιοθετήθηκε ένα πρόγραμμα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό να εφαρμοστεί σε καθεστώς αυτοκυβέρνησης: απαλλοτρίωση με αποζημίωση τσιφλικιών και εκκλησιαστικής περιουσίας, ανάπτυξη συνεταιρισμού, εθνικοποίηση τραπεζών και μεταλλείων με αποζημίωση, θέσπιση κατώτατου μεροκάματου, προστασία εργαζομένων από απολύσεις, μείωση της έμμεσης φορολογίας και αύξηση του κατώτερου ορίου φορολόγησης κ.α  (ΚΕ ΑΚΕΛ 2014: 118- 127)

             

6) Το 5ο συνέδριο του ΚΚΚ    

Η σύγκλιση του 5ου συνεδρίου του ΚΚΚ θα έλθει ως αποτέλεσμα της εσωκομματικής πάλης που θα επιφέρει η ίδρυση και λειτουργία του ΑΚΕΛ. Σταδιακά διαμορφώθηκαν δύο τάσεις μέσα στο κόμμα. Η μία, που αποτελούσε την μειοψηφία αλλά καθοδηγούνταν από το κοινό γγ ΚΚΚ και ΑΚΕΛ Π. Σέρβα, θεωρούσε πως το ΑΚΕΛ είχε ήδη ωριμάσει σαν προλεταριακό κόμμα, οι κεντρικές και τοπικές καθοδηγήσεις του είχαν ξεκαθαρίσει από τα μικροαστικά, μη κομμουνιστικά στοιχεία της πρώτης περιόδου, η κοινωνική του σύνθεση ήταν κατά βάση προλεταριακή και είχε πια το ίδιο πρόγραμμα με το ΚΚΚ ενώ η πολιτική του αποτελεσματικότητα δυσχεραινόταν από τις παράλληλες συνεδριάσεις. Κατά συνέπεια δεν υπήρχε λόγος συνέχισης της αυτόνομης δράσης του ΚΚΚ και αυτό έπρεπε να συγχωνευτεί στο ΑΚΕΛ. Από την άλλη υπήρχε η πλειοψηφία του ΚΚΚ που θεωρούσε πως το ΑΚΕΛ ήταν μικροαστικό κόμμα με εύκολη ένταξη σε αυτό, κατά συνέπεια η συνέχιση της ύπαρξης του ΚΚΚ ήταν αναγκαία και απαραίτητη για να μπορεί να καθοδηγεί το ΑΚΕΛ  (Περδίος 1968 τ. β: 16; Ιωάννου- Ζιαρτίδης 1968: 14- 15). Για αυτή την πλευρά των στελεχών βασικός πόλος της προβληματικής κατάστασης ήταν ο ίδιος ο Σέρβας ο οποίος είχε μαζέψει γύρω του «διάφορα καιροσκοπικά, συμφεροντολογικά στοιχεία, που μπήκαν στο κόμμα [γιατί] άλλοι έβλεπαν στο ΑΚΕΛ μια ευκαιρία πολιτικής ανάδειξης, μερικοί γιατί πίστευαν πως θα εξυπηρετούνταν τα οικονομικά τους συμφέροντα και άλλοι σαν χαφιέδες για να κάνουν κακό στο εργατικό κίνημα στην κατάλληλη στιγμή» (Περδίος 1968 τ. β: 33.) Ταυτόχρονα ο Σέρβας «ενεργεί κατά βούληση. Κάνει ό,τι θέλει, η θελήσή του θεωρείται κομματική απόφαση…Επιβάλει τους ανθρώπους του και τους ανεβάζει αυθαίρετα σε διάφορες κομματικές θέσεις… δουλεύει συστηματικά για να καλλιεργήσει την προσωπολατρεία…σκόπιμα παραμελά ολότελα το καθήκον της οργάνωσης, της μόρφωσης και της διαπαιδαγώγησης των μελών του κόμματος» (Περδίος 1968 τ. β: 33). Το βασικότερο επιχείρημα των «Αντιπλουτικών» ήταν πως ενώ στις Δημοτικές εκλογές του 1943 είχε αποφασιστεί από το ΚΚΚ πως υποψήφιος του ΑΚΕΛ στη Λεμεσό θα ήταν ο Μ. Μαρκουλής, ο Σέρβας φραξιόνισε μέσα στο ΑΚΕΛ αγνοώντας την απόφαση του ΚΚΚ, και κατάφερε να είναι  ο ίδιος υποψήφιος ο οποίος και τελικά αναδείχθηκε Δήμαρχος (Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ 1981: 108). Την αυτονόμηση του Σέρβα διευκόλυνε και η απόφαση της ΚΕ του ΑΚΕΛ της 16ης Ιουνίου 1943 η οποία καλούσε τους Κύπριους να στρατευτούν στο Βρετανικό στρατό και μέσα σε αυτούς και 11 από τα 17 μέλη της ΚΕ.  Έτσι ο Σέρβας, που σύμφωνα με απόφαση της ΚΕ απαλλασσόταν από τη στράτευση, είχε ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια ενεργειών χωρίς έλεγχο (Περδίος 1968 τ. β: 34).  Με τον τρόπο αυτό συνέχισε να ανατρέπει αποφάσεις του ΚΚΚ υποστηρίζοντας είτε πως η πλειοψηφία του ΑΚΕΛ δε συμφωνούσε με αυτές είτε πως με τα επιχειρήματα που είχαν αναπτυχθεί  εντός ΑΚΕΛ είχε πειστεί κι αυτός για το λάθος των απόψεων του ΚΚΚ (Ιωάννου 2004: 33). ¨Όπως παρατηρεί ο Φωτίου «Αν υπήρχε κάποιος έλεγχος στις εισηγήσεις και τα έγγραφά του, προερχόταν από τα καθαρά αστικά στοιχεία (δικηγόροι, διανοούμενοι κ.α» (Φωτίου 1951: 2). Το πιο πρόσφατο, προς το 5ο συνέδριο, γεγονός απειθαρχίας ήταν η άρνηση συμμόρφωσης του Σέρβα στην απόφαση μεταφοράς της έδρας του κόμματος και του ίδιου στη Λευκωσία από τη Λεμεσό.

Η αντιπαράθεση των δύο πλευρών οξυνόταν όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα στις 15 Ιουλίου 1944 16 μέλη της ΚΕ, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία, να προκαλέσουν την παραίτηση του σώματος και να εκλέξουν μια πενταμελή υπηρεσιακή επιτροπή με αποστολή την οργάνωση του 5ου συνεδρίου (Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ 1981: 131). Πράγματι η επιτροπή αυτή συνέταξε ένα εισηγητικό έγγραφο προς το Συνέδριο όπου μεταξύ άλλων ανέφερε: «…μέσα στο ΑΚΕΛ βρήκαν τη θέση τους όχι μονάχα οι εργάτες, αγρότες και μικροαστοί αλλά και αρκετοί αστού εύποροι!... Το ΑΚΕΛ… επιτρέπει τη διατήρηση στις γραμμές του μικροαστικών, οπορτουνιστικών στοιχείων γιατί δεν έχει τη δύναμη να εκκαθαρίζει συστηματικά και έγκαιρα τέτοια στοιχεία… Για την ανησυχητική αυτή κατάσταση στο Κόμμα αποδίδουμε ευθύνη, τη μεγαλύτερη ευθύνη στο ΓΓ της ΚΕ γιατί αυτός σαν ο καθοδηγητής της ΚΕ και του Κόμματος ολόκληρου όχι μόνο δεν αγωνίστηκε να προστατεύσει τις κομματικές αποφάσεις και να τις εκτελέσει αλλά αντίθετα πρωτοστάτησε για να φτάσουμε στα σημερινά χάλια» (παρατίθεται στο Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ 1981: 133) Πέραν από την περιγραφή προβλημάτων και τον καταμερισμό ευθυνών το έγγραφο υποστήριζε την ύπαρξη ενός μόνο κομμουνιστικού κόμματος: «Για να δημιουργήσουμε το ένα προλεταριακό κόμμα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το ΑΚΕΛ. Παρόλες τις μεγάλες ελλείψεις του το ΑΚΕΛ θεωρείται από τις λαϊκές μάζες σαν ο πολιτικός τους καθοδηγητής. Πάνω στη βάση του λοιπόν, μπορούμε να στηρίξουμε το έργο της δημιουργίας του νέου προλεταριακού κόμματος» (Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ 1981: 134).

Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε το 5ο συνέδριο του ΚΚΚ το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στο Βαρώσι. Παρόντες ήταν 33 σύνεδροι: 10 από το Βαρώσι, 6 από τη Λευκωσία, 7 από τη Λάρνακα, 3 από την Πάφο, 3 από τη Λεμεσό και 4 στρατιώτες. Για όλους αναφέρονται μικρά ονόματα (προφανώς ψευδώνυμα για λόγους παρανομίας) και δε φαίνεται να υπάρχει κάποια γυναίκα σύνεδρος. Επίσης υπήρχαν και τρεις προσκεκλημένοι (Πρακτικά 5ου συνεδρίου ΚΚΚ: 1).

Η διαδικασία, αφού αρχικά εγκρίθηκε το έγγραφο της προσωρινής υπηρεσιακής επιτροπής ως βάση για συζήτηση, επικεντρώθηκε στο ποιος θα είναι ρόλος του ΚΚΚ για να μετασχηματιστεί σε προλεταριακό κόμμα το ΑΚΕΛ καθώς, αλλά δευτερευόντως, και στο ζήτημα του ΓΓ. Στην πραγματικότητα υπήρξε συμφωνία πως έπρεπε να είναι ένα το κόμμα και οι διαφωνίες αφορούσαν περισσότερο το πως θα υπάρξουν δικλείδες ασφαλείας για να πραγματοποιηθεί αυτό. Έτσι το συνέδριο κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση που μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής «Να εκλεγεί νέα Κ.Ε. του Κ.Κ.Κ. με εντολή να συντάξει πρόγραμμα, καταστατικό και εσωτερικούς κανονισμούς του Κ.Κ.Κ…. Οι εργασίες του συνεδρίου ν' αναβληθούν για ένα μήνα, οπότε να συνέλθει και πάλιν το συνέδριο για να εγκρίνει το πρόγραμμα, καταστατικό και εσωτερικούς κανονισμούς…. Το εγκεκριμένο από το συνέδριο του Κ.Κ. πρόγραμμα, καταστατικό και εσωτερικοί κανονισμοί να σταλούν στην Κ.Ε. του ΑΚΕΛ με εντολή να κατεβούν σε ακτίβ και σε ομάδες. Οι κομμουνιστές οφείλουν να δουλέψουν στα ακτίβ και στις ομάδες κάτω από την καθοδήγηση της Κ.Ε. του Κ.Κ. και των Τ.Ε. για την υιοθέτηση τους από τα μέλη του ΑΚΕΛ… Ο ΓΓ του ΑΚΕΛ πρέπει απαραιτήτως να κατοικεί στη Λευκωσία (K.E. AKEΛ 2014: 51)»  Για την πραγματοποίηση των παραπάνω εκλέχθηκε 9μελής ΚΕ (Katsourides 2014: 191).

Παρατηρούμε πως η ίδια η δυναμική των πραγμάτων οδήγησε τους σύνεδρους στο 5ο συνέδριο να προγραμματίσουν την αυτοδιάλυση του ΚΚΚ μέσα στο ΑΚΕΛ. Αυτό έπρεπε να γίνει συντονισμένα και μέσα από την επίβλεψη του ΚΚΚ και των μηχανισμών του, δεδομένου πως υπήρχε μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι στο μη κομμουνιστικογενές δυναμικό του ΑΚΕΛ, ενώ λήφθηκε και απόφαση για τον Σέρβα. Ο λόγοι αυτής της επιφυλακτικότητας ήταν κατά τη γνώμη μας τρεις: η σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη του ΑΚΕΛ, η μακροχρόνια δράση των μελών του ΚΚΚ σε καθεστώς παρανομίας που δημιουργούσε τελείως διαφορετικές εμπειρίες και προσεγγίσεις και η αυτονόμηση του Σέρβα. Ωστόσο η συνέχιση του 5ου συνεδρίου, όπως προέβλεπε η απόφαση, δε θα γίνει ποτέ. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τις συνθήκες κούρασης πραγματοποίησης παράλληλων διαδικασιών όταν μάλιστα έχει αποφασιστεί η αυτοδιάλυση αλλά και από το γεγονός της έντασης της αντιπαράθεσης με την κυπριακή Δεξιά ύστερα από τις εξελίξεις που ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά στην Ελλάδα (Σακελλαρόπουλος 2015; Alecou 2016).      

 

7) Το 4ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ

Το 4ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ πραγματοποιήθηκε στις 18-20 Αυγούστου στη Λευκωσία με τη συμμετοχή 250 συνέδρων που αντιπροσώπευαν τα περίπου 4000 μέλη του κόμματος. Ωστόσο λίγο πριν είχε προηγηθεί ένα γεγονός που επηρέασε τις εργασίες του Συνεδρίου:  στις 11 Ιουλίου βγήκε ανακοίνωση της ΚΕ του ΑΚΕΛ που ενημέρωνε για την παραίτηση του Σέρβα από τη θέση του ΓΓ του κόμματος και την αντικατάστασή του από τον Α. Φάντη. Η εξέλιξη αυτό σχετιζόταν με το όλο κλίμα αμφισβήτησης του ρόλου του Σέρβα, που αναδείχθηκε και στις διαδικασίες του ΚΚΚ, με τις γνωστές κατηγορίες για παραγοντισμό, παραβίαση των συλλογικών αποφάσεων, προσκόλληση στο δημαρχικό θώκο, άρνηση μετοίκησης στη Λευκωσία κλπ[19]. Φαίνεται πως στο ζήτημα της μεταφοράς στη Λευκωσία συμπυκνώθηκαν όλα τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί με το Σέρβα. Όπως αναφέρει ο Ιωάννου σε έκθεσή του προς το ΚΚΕ «Ο σ. Σέρβας κωλυσιεργούσε διαρκώς την απόφαση για μεταφορά του στη Λευκωσία, δεν πιστεύει στην απόφαση για μεταφορά του στη Λευκωσία, δεν πιστεύει στην απόφαση και προσπαθεί να τη ματαιώσει. Αυτό έχει σαν συνέπεια – μια και δεν υπήρχε ΚΚΚ – την πιο ανοικτή τώρα μεταφορά της σύγκρουσης, αναμεμιγμένης κιόλας με προσωπικά (οικογενειακά) ζητήματα του τότε Γ.Γ., μέσα στους κόλπους της ηγεσίας του ΑΚΕΛ. Η ηγεσία του Κόμματος φθείρεται σε επανειλημμένες συνεδριάσεις, ανίκανη να εμβαθύνει στις καταστάσεις και να φέρει στην επιφάνεια τα πραγματικά αίτια της κρίσης. Τελικά, ο σ. Σέρβας αρνιέται να παρευρεθεί σε συνεδρία της Κ.Ε., που ορίστηκε ειδικά για την εξέταση του ζητήματός του, και προχώρησε μάλιστα ως το σημείο να θέσει «όρους» στην Κ.Ε., σαν προϋπόθεση για την παρουσία του στις συνεδριάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να καθαιρεθεί από τα αξιώματά του. Με τη σειρά του εκείνος υπόβαλε την παραίτηση από το Κόμμα[20]

 

Η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ συνήλθε, εν τη απουσία του Σέρβα, απέρριψε τους όρους που έθεσε για την παραμονή του στο κόμμα ως εκβιαστικούς, και τον καθαίρεσε από Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, ορίζοντας προσωρινά τον Ανδρέα Φάντη σε αυτήν τη θέση (Πρωτόπαπας 2012: 396). Ο Σέρβας πλέον ως απλό μέλος του ΑΚΕΛ, ξεσήκωσε μια «δημοκρατική επανάσταση» μερίδας μελών του ΑΚΕΛ κατά της νέας ηγεσίας του Κόμματος (Περδίος 1968: 56). Στην απόφαση αντιτάχθηκαν έντονα υποστηριχτές του Σέρβα στη Λεμεσό, πόλη που έδρευε ο τελευταίος, με επακόλουθο αντικομματικά δημοσιεύματα με κύριο υποβολέα στο παρασκήνιο τον Σέρβα (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κ.371, Φ 20/21/40).     

Η πολύ δυσάρεστη αυτή κατάσταση απασχόλησε μεγάλο μέρος των εργασιών του 4ου συνεδρίου. Τελικά ο Σέρβας αφού έκανε αυτοκριτική επανεντάχθηκε στο κόμμα ενώ για μια σειρά από άλλα στελέχη (Μ. Μαρκουλής, Κ. Χριστοφίδης, Φ. Βασιλείου) θεωρήθηκε πως  η κριτική που άσκησαν στο Σέρβα είχε προσωπικό χαρακτήρα και γι’ αυτό στερήθηκαν το δικαίωμα εκλογές σε κεντρικό αξίωμα.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας το πιο σημαντικό γεγονός του 4ου συνεδρίου, το οποίο είχε αποφασιστεί πως θα αποτελούσε το πρώτο συνέδριο του ενιαίου κομμουνιστικού κόμματος Κύπρου, ήταν  οι αποφάσεις για το πρόγραμμά του. Σε αυτές αναφερόταν ότι «Διακηρύττουμε πως είμαστε Κόμμα στηριγμένο στις υγιείς αρχές του Σοσιαλισμού. Απώτερος σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας, στην οποία τα μέσα της παραγωγής θ' ανήκουν στο σύνολο κι όχι στους λίγους. Μιας κοινωνίας που θα παράγει για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του λαού κι όχι για να πραγματοποιούν κέρδη οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Μιας κοινωνίας μέσα στην οποία θα πάψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…. Εν τούτοις, το ΑΚΕΛ - σαν Κόμμα ρεαλιστικό - αντιλαμβάνεται πλήρως, πως. με βάση τη ντόπια καθυστερημένη, μικροαστική, μισοφεουδαλική οικονομία του τόπου μας, μια τέτοια σοσιαλιστική κοινωνία δε μπορεί να μπαίνει σήμερα μπροστά μας σαν άμεση επιδίωξη. Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια κοινωνία αποτελεί η εθνική λεφτεριά του λαού μας και η ανάπτυξη της οικονομίας του τόπου μας μέσα στα αστικοδημοκρατικά πλαίσια» (ΚΕ ΑΚΕΛ 2014: 84- 85).

H θέση αυτή εντάσσεται στα πλαίσιο μιας ρεφορμιστικής αντίληψης σταδίων όπου οι απαραίτητες προϋποθέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ήταν η καπιταλιστική ανάπτυξη και ο απεγκλωβισμός από την αποικιοκρατία. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως πρόκειται για ένα κράμα αντίληψης των δυσκολιών, ειδικά σε σχέση με το θέμα της αποικιοκρατίας δεδομένου και του μεγέθους της Κύπρου, και παραδοχής του ρεφορμιστικού δρόμου. Η ρεφορμιστική διάσταση γίνεται ακόμα πιο έντονη αν λάβει κανείς υπόψη του και το περιεχόμενο της πολιτικής εισήγησης που πραγματοποίησε ο μετέπειτα εκλεγείς γραμματέας Φ. Ιωάννου: «Μορφές κρατικής εξουσίας (διχτατορία του προλεταριάτου, που ήταν πριν απαραίτητες για την καταχώρηση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού, σήμερα φαίνονται σα μη απαραίτητες…Τα κομμουνιστικά κόμματα…καλούνται να διεξάγουν τον όλο αγώνα πάνω στη βάση των νέων συνθηκών, πάνω στη βάση της ομαλής και ειρηνικής εξέλιξης της πολιτικής ζωής προς τη λαοκρατία και μ’ αυτή προς το σοσιαλισμό» (παρατίθεται στο Περδίος 1968 τ.’β:  57). 

Το παραπάνω φανερώνει μια «σπουδή» για να υπερβεί κανείς τα δύσκολα ερωτήματα της κοινωνικής επανάστασης υποδεχόμενο το ΑΚΕΛ με μια «ανακούφιση» θα λέγαμε την ντετερμινιστική προοπτική της δημοκρατικής μετάβασης. Πέραν του γεγονότος πως αυτές οι θέσεις θυμίζουν το, μετά από δύο δεκαετίες δημιουργηθέν, ευρωκομμουνστικό ρεύμα, δείχνουν να αγνοούν τρεις σημαντικές περιπτώσεις της τότε πραγματικότητας που φανερώνουν απόσταση από την προοπτική της ειρηνικής κοιβνοβουλευτικής μετάβασης: α) Σε ορισμένες χώρες (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία) υπήρξε η απόπειρα σοσιαλιστικής μετάβασης λόγω της ηγεμονίας των ΚΚ που οφειλόταν στη συμμετοχή τους στην Αντίσταση β) στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρχε μια ρευστή κατάσταση που δεν απέκλειε το ενδεχόμενο της ένοπλης εξέγερσης (όπως και τελικά έγινε) γ) Σε αρκετές ανατολικές χώρες με ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η επίδραση της ΕΣΣΔ. Αντίθετα στην Ιταλία και στη Γαλλία, αλλά και στη Βρετανία με την παρουσία των Εργατικών στην κυβέρνηση, αυτό που τέθηκε επί τάπητος ήταν όχι η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας αλλά η θέσπισης ενός σοσιαλδημοκρατικού κράτους δικαίου με καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Κατά τη γνώμη μας αυτές οι πιο μετριοπαθείς κατευθύνσεις, άσχετα αν τις εισηγήθηκε ο Ιωάννου και η νέα ηγεσία, φαίνεται πως είχαν τη σφραγίδα της προηγούμενης καθοδήγησης του Σέρβα, πράγμα που ήδη είχαν αντιληφθεί οι Βρετανοί. Οι τελευταίοι, οι οποίοι επεδείκνυαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές εξελίξεις στο νησί και απέστελλαν μηνιαίες εκθέσεις στο Υπουργείο Αποικιών για την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο, είχαν παρατηρήσει τις διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά του Σέρβα από τον Απρίλιο του 1945 όταν ο Σέρβας είχε επιστρέψει µε τον Ανδρέα Ζιαρτίδη από την Παγκόσμια Συντεχνιακή Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο. Όπως σημειώνει ο Κυβερνήτης, οι Άγγλοι από τύραννοι και καταπιεστές, ήταν πλέον για το Σέρβα «ευαίσθητοι, ευγενείς και ενδιαφέροντες άνθρωποι», οι οποίοι θα μπορούσαν να γίνουν για τους Κυπρίους «οι καλύτεροι και ισχυρότεροι φίλοι στον αγώνα τους»[21].  Η μετατροπή της πολιτικής στάσης του Σέρβα, σύμφωνα με τους Βρετανούς, οφειλόταν στο γεγονός ότι «o Σέρβας είχε εντυπωσιαστεί από την επίσκεψή του στη Βρετανία και τις επαφές του με τους συντεχνιακούς εκεί και θα ήθελε να καθοδηγήσει το κυπριακό κίνημα σε μετριοπαθέστερες και γόνιμες κατευθύνσεις»[22]. Όταν ακολούθησε η παραίτηση του Σέρβα μετά από τη μη ικανοποίηση των απαιτήσεων του, οι Βρετανοί αξιολόγησαν αυτή την εξέλιξη ως μια ακόμη κίνηση που θα εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις του, οι οποίες, σύμφωνα με τους Βρετανούς ήταν η πολιτική αυτονόμηση του και η δημιουργία ενός πολιτικού φορέα με ένα πιο μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα. Ο Κυβερνήτης θεωρούσε ότι στους σχεδιασμούς του ο Σέρβας θα είχε την υποστήριξη όχι μόνο των «λιγότερο ακραίων μελών του ΑΚΕΛ» αλλά και άλλων μετριοπαθών στοιχείων ακόμα και από το ΚΕΚ. Σε κάθε περίπτωση οι Βρετανοί θεωρούσαν πως είτε η αυτονόμηση του Σέρβα είτε η επικράτηση του στο επερχόμενο συνέδριο του ΑΚΕΛ, τους εξυπηρετούσε[23].Το ζήτημα κατά τη γνώμη μας είναι πως ανεξάρτητα από τους σχεδιασμούς των Βρετανών, επί Σέρβα χαράχτηκε μια στρατηγική την οποία ακολούθησε και η επόμενη ηγεσία με τελική απόληξη αρχικά τη συμμετοχή στη Διασκεπτική και στην συνέχεια τον ακολουθητισμό απέναντι στην Εθναρχία. 

 

Θα χρειαστεί να γίνουν νέες εκκαθαρίσεις τα επόμενα χρόνια, να βρεθούν εκτός ηγετικής ομάδας όχι μόνο ο Σέρβας αλλά και ο Ιωάννου για να υπάρξει μια αυτοκριτική από το ΑΚΕΛ για αυτό το πολιτικό πρόγραμμα[24]. Ωστόσο κι αυτή η αυτοκριτική θεωρούμε πως αποσκοπούσε περισσότερο στο να δικαιολογήσει τις πραγματοποιηθείσες αλλαγές στην ηγεσία παρά να στο ν’ αλλάξει τον προσανατολισμό του κόμματος. Αυτό θα γίνει πιο εμφανές στα πρώτα χρόνια της περιόδου 1955- 1959 όπου το ΑΚΕΛ θα αρνηθεί να αποδεχθεί μια κατεύθυνση ένοπλης ρήξης με την αποικιοκρατία, παρότι υπήρχαν  αντίθετες συστάσεις από την πλευρά του ΚΚΕ (Σακελλαρόπουλος 2013: 137- 140), μεταλλασσόμενο στα χρόνια της Ανεξαρτησίας, και μέσα από τη συμμαχία με το Μακαριακό κέντρο, σε κόμμα του Κράτους.     

 

Συμπέρασμα

Στη μελέτη για την τριετία συνύπαρξης των δύο κομμάτων, φωτίζονται κατά τη γνώμη μας δύο ουσιαστικά ζητήματα: Ο καθοριστικός ρόλος του Σέρβα τόσο στο να κρατηθεί και να ανασυγκροτηθεί το ΚΚΚ, αλλά και στη μετέπειτα στροφή του κόμματος προς πιο μετριοπαθείς θέσεις, και η ανεπούλωτη πληγή της διαμάχης για το χαρακτήρα του ΑΚΕΛ, που θα αποτελέσει τη βασικότερη αιτία στις μετέπειτα κρίσεις του κόμματος.

Στο κείμενο έχει καταγραφεί αναλυτικά η σημασία της παρουσίας του Σέρβα στην ηγεσία του ΚΚΚ, κυρίως λόγω της μετατόπισης του κέντρου ενδιαφέροντος της δράσης του κόμματος στην  κατεύθυνση της ανάπτυξης των συνδικάτων και της προσέγγισης ευρύτερων. Ταυτόχρονα όμως, ήταν καθοριστικής σημασίας η μετατόπιση της πολιτικής του ΚΚΚ σε πιο μετριοπαθείς θέσεις σε όλα τα ζητήματα, από τη σχέση του κόμματος με την Εκκλησία, στη συμμετοχή του στους διάφορους θεσμούς, μέχρι και στο εθνικό ζήτημα. Αυτή η μετατόπιση πρέπει να ιδωθεί συνδυαστικά και με την απόφαση -από το 1937- για τη δημιουργία πλατιού κόμματος, όχι κατ’ ανάγκη για να αντικαταστήσει το ΚΚΚ αλλά για να έχει μια νόμιμη έκφραση το κόμμα, σε μια περίοδο που έτσι κι αλλιώς αυτό αποτελούσε και θέση της Κομμουνιστικής διεθνούς για την ανάγκη δημιουργίας Λαϊκών Μετώπων.

Η επιδίωξη των κομμουνιστών να ιδρύσουν αυτό το λαϊκό μέτωπο, συναντήθηκε με την ανάγκη παραγόντων της αστικής τάξης να ανταγωνιστούν πολιτικά με τη μερίδα της τάξης τους που συνεργαζόταν ανοικτά με το καθεστώς Πάλμερ. Πράγμα που οδήγησε στη δημιουργία του ΑΚΕΛ. Αφενός το ΚΚΚ χρειαζόταν προσωπικότητες από τον συγκεκκριμένο χώρο για να κάνει τα απαραίτητα ανοίγματα, και αφετέρου η μερίδα της αστικής τάξης που επέδειξε ενδιαφέρον χρειαζόταν ένα μετριοπαθές μεν, αντιαποικιοκρατικό δε κόμμα με γερά οργανωτικά θεμέλια.

Αξιοσημείωτη επίσης είναι η συζήτηση που διεξάχθηκε εντός του ΚΚΚ για το χαρακτήρα και το πολιτικό πρόγραμμα του ΑΚΕΛ. Οι «δέκα διανοούμενοι» πίεζαν για ακόμα πιο μετριοπαθείς θέσεις, και παρά την επικράτηση του Σέρβα σε αυτή την πρώτη αντιπαράθεση, οι θέσεις τους επικράτησαν, ακόμα και χωρίς αυτούς, εντός του ΑΚΕΛ, με κυριότερο φορέα τον Σέρβα, ο οποίος απαλλαγμένος πλέον από τον κίνδυνο απώλειας της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, λειτουργούσε περισσότερο σαν αστός πολιτικός.

 

Η διαδικασία ίδρυσης ενός μετωπικού φορέα από το ΚΚΚ, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μαζικό κόμμα εμβολιασμένο με στελέχη και προγραμματικές θέσεις από το ΚΚΚ, δημιούργησε ένα υβριδικό κόμμα με παραδοξότητες. Έτσι υπάρχει μεν το Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου όμως η ηγεσία αποφασίζει να το ενσωματώσει σε ένα κόμμα αντίστοιχο με το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας (είναι πολλά τα κοινά στοιχεία με το ΑΚΕΛ, πολιτικό πρόγραμμα, παραδοσιακή σχέση με συνδικάτα κτλ), θέτοντας όμως όρους και προϋποθέσεις για να το μετατρέψουν σε κόμμα κομμουνιστικό (5ο συνέδριο ΚΚΚ). Αυτή η διαδικασία ήταν φυσιολογικό να αφήσει κενά τόσο σε πρόσωπα όσο και σε ιδέες, με αποτέλεσμα τις κρίσεις στο εσωτερικό του ΑΚΕΛ που ακολούθησαν. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί και η ήπια στάση του Σέρβα έναντι των Βρετανών, οι θέσεις του κόμματος για το εθνικό ζήτημα και ιδιαίτερα για τη Διασκεπτική, και γενικότερα οι αντινομίες του ΑΚΕΛ στη δεκαετία του '40.

 

Το ΑΚΕΛ, ενώ δεν ιδρύθηκε με σκοπό να αντικαταστήσει το κομμουνιστικό κόμμα, υποχρεώθηκε μετά το 5ο συνέδριο του ΚΚΚ να το πράξει, χωρίς όμως να έχει μέχρι  τότε τουλάχιστον, τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία που θα το συνιστούσαν ως τέτοιο. Ως εκ τούτου βρισκόταν σε μια διαρκή σύγκρουση ταυτοτήτων. Μπορεί κάποιοι εξωγενείς παράγοντες να επηρέασαν κατά καιρούς τις θέσεις του κόμματος (ΚΚΕ, ΕΣΣΔ, ελληνικός εμφύλιος), όμως οι όποιες αλλαγές προέκυπταν από τις κρίσεις του κόμματος, ήταν περισσότερο συμβολικές, περιοριζόμενες σε αλλαγές προσώπων, αλλά όχι ιδιαίτερα ουσιαστικές. Από τη μια επεδίωκε την ικανοποίηση κοινωνικών αιτημάτων χωρίς να θέτει θέμα ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής κτλ, συναλλασσόταν με την Εκκλησία αλλά και με τη δεξιά σε τοπικό επίπεδο, έδινε τεράστια σημασία σε οποιονδήποτε θεσμό αναδεικνυόταν μέσω εκλογικών διαδικασιών, και από την άλλη διατηρούσε τα σύμβολα, τη δομή, και τις εσωκομματικές διαδικασίες ενός μονολιθικού κομμουνιστικού κόμματος. Η παγίωση του Εζεκία Παπαϊωάννου στην ηγεσία του ΑΚΕΛ, σηματοδοτεί μεν την απομάκρυνση ενός μεγάλου τμήματος της προηγούμενης ηγεσίας, όμως δεν παρατηρείται ουσιαστική μεταβολή των θέσεων που είχε υιοθετήσει η προηγούμενη ηγεσία. Αντίθετα, σημειώνεται η αποτυχία του κόμματος να ηγηθεί εντός αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, ενώ χάνει τα ηνία του αντιαποικιακού κινήματος τα οποία αναλαμβάνει η δεξιά και η εθναρχία, και ακολούθως στα χρόνια μετά την ανεξαρτησία ενσωματώνεται σταδιακά μετατρεπόμενο σε τμήμα ενός κορπορατιστικού μοντέλου καπιταλιστικής εξουσίας.     

 

 

Πηγές

Έκθεση Δράσης της ΚΕ του ΑΚΕΛ:  Σεπτέμβριος 1947-Μάιος 1949, Μάιος 1949, ΑΣΚΙ Αρχείο ΚΚΕ, Κουτί 371/ Φ20/21/21.

Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ. Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1981, τ. β’ (1941- 1949).

Ιωάννου Σ., 1951, Για τα προβλήματα της κομματικής οργανωτικής δουλειάς

(Εισήγηση που εγκρίθηκε από την ΚΕ του ΑΚΕΛ ως ντοκουμέντο για το 7ο συνέδριο),

Λευκωσία Οκτώβρης 1951, ΑΣΚΙ Αρχείο ΚΚΕ κουτί 371 Φ/20/21/47.

Ιωάννου Φ.- Α. Ζιαρτίδης, 1948, Μια σύντομη έκθεση πάνω στην κυπριακή κατάσταση και το ΑΚΕΛ, ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, Κουτί 371, φ/20/21/14

Κ. Ε. ΑΚΕΛ, 2014, Πολιτικές Αποφάσεις και Ψηφίσματα Συνεδρίων του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου (ΚΚΚ) και του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ), Λευκωσία: Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας

Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, 1937, Δελτίο τ. 1 (Ιούνιος), Παράρτημα.

Περδίος Μ., 1968, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΚ και του ΑΚΕΛ, (μέρος δεύτερο) Λευκωσία.

Πρακτικά 5ου συνεδρίου ΚΚΚ, Βαρώσι 11/11/44.

Φωτίου Γ., 1955 Η πορεία του κυπριακού κινήματος. Η Κομματική καθοδήγηση. Ο Κίνδυνος για το κόμμα,  ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, Κουτί 371, Φ=20/21/46

The National Archives, London, (TNA) C0 67/323/4, Απόρρητο, «Πολιτική κατάσταση στην Κύπρο τον Απρίλιο του 1945».

The National Archives, London, (TNA) CO 67/324/16. Απόρρητο, Charles Woolley, Κυβερνήτης της Κύπρου, προς George Hall, Υπουργό Αποικιών,  7 Αυγούστου 1945

 

Βιβλιογραφία

Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, χχ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Alecou A, 2016, Communism and Nationalism in Postwar Cyprus, 1945- 1955. Politics and Ideologies under British Rule, New York: Palgrave.

Γιάγκου Α, 2013, «Η αγγλική πολιτική 1931- 1950» στο συλλογικό Οι αγώνες πριν τον Αγώνα του 1955. Πτυχές από την προετοιμασία οργάνωσης του Αγώνα, Λευκωσία: Ακαδημία Ιστορικών Σπουδών, σελ. 109- 127.

Ζαβού Σ., 2002, Τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου στον 20ο αιώνα, Αθήνα: Καστανιώτης

Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, 1979-80, (επιμ. Π. Παπαδημήτρης), τ. 6 Λευκωσία.

Ιωάννου Φ., 2004, «Η δημιουργία του ΑΚΕΛ» στο Ν. Περιστιάνης (επιμ.), Ο Φιφής Ιωάννου, η Αριστερά και το Κυπριακό, Λευκωσία: Ινστιτούτο Μέσω Μαζικής Επικοινωνίας Intercollege, σελ. 19- 36.

Κατσιαούνης, Ρ. (2000). Η Διασκεπτική 1946-1948. Μία ανασκόπηση της περιόδου 1878-1945. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.

Κατσουρίδης Γιάννος, 2013, «Η σχέση του ΚΚΚ με τις συντεχνίες και το συνδικαλιστικό κίνημα» στο Γιώργος Γεωργής- Γιάννος Κατσουρίδης (επιμ.), Η Κυπριακή Αριστερά στην Πρώτη Περίοδο της Βρετανικής Αποικιοκρατίας: Εμφάνιση, Συγκρότηση, Εξέλιξη, Αθήνα: Ταξιδευτής, σελ. 117- 134.

Katsourides Y., 2014, The history of the Communist Party in Cyprus. Colonialism, Class and the Cypriot Left,  London- New York: I.B. Tauris.

Λειβαδάς Β- Γ. Σπανός -Π. Παπαπολυβίου, 2004, Η εξέγερση του 1931: τα Οκτωβριανά, Λευκωσία.

Μουστακά Σ., 2010, Το Εργατικό Κίνημα στην Κύπρο την περίοδο της Αγγλοκρατίας 1878-1955, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Παιονίδης Π., 1995, Ανδρέας Ζιαρτίδης. Χωρίς Φόβο και Πάθος, Λευκωσία.

Panayiotou A., 1999, Island Radicals: The emergence and the consolidation of the Cypriot left, 1920- 1960, Ph’d Thesis, University of California.

Παναγιώτου Α., 2015, «‘Ο Κυπριακός κομμουνισμός’: Κοινωνική ιστορία του κυπριακού κομμουνιστικού κινήματος», http://koinonioloyika.blogspot.com/2015/01/blog-post.html, προσπέλαση στις 19/2/2019. 

Περιστιάνης Νίκος, 2004, «Το κίνημα της Αριστεράς και η δεκαετία της βαθιάς Διαίρεσης των Ε/Κ» στο Ο Φιφής Ιωάννου, η Αριστερά και το Κυπριακό, (επιμ. Νίκος Περιστιάνης), Λευκωσία: Ινστιτούτο Μέσως Μαζικής Επικοινωνίας Intercollege, σελ. xviii-xxxiii.

Protopapas, V. 2006. «The Rise of a Bi-Polar Party System, Municipal Elections 1940-1955», στο H. Faustmann & Ν. Peristianis (Eds.), Britain in Cyprus: Colonialism and Post-Colonialism 1878-2006. Mannheim: Bibliopolis, σελ. 269-294.

Πρωτοπαπάς Β, 2012, Εκλογική Ιστορία της Κύπρου. Πολιτευτές, κόμματα και εκλογές στην Αγγλοκρατία, Αθήνα: Θεμέλιο.

Σακελλαρόπουλος Σ., 2013, «ΑΚΕΛ-ΚΚΕ στις δεκαετίες ‘40-’50. Μια δύσκολη σχέση στο πλαίσιο του αιτήματος της Ένωσης», Τετράδια τ. 62- 63, σελ. 131- 146. 

Σακελλαρόπουλος Σ., 2015, «Ο ακήρυκτος ελληνοκυπριακός εμφύλιος  (1944- 1949)» 2015, Θέσεις τ. 132, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1298&Itemid=29, προσπέλαση στις 2/3/2019.

Σακελλαρόπουλος Σ., 2017, Ο Κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191- 2004). Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση, Αθήνα: Τόπος.  

Στυλιανού Π., 1984, Το Κίνημα του Οκτώβρη το 1931 στην Κύπρο, Διδακτορική Διατριβή, Λευκωσία.

Στυλιανού Π., 2013, «Η Εξέγερση του Οκτώβρη 1931 (Τα Οκτωβριανά)» στο συλλογικό Οι αγώνες πριν τον Αγώνα του 1955. Πτυχές από την προετοιμασία οργάνωσης του Αγώνα, Λευκωσία: Ακαδημία Ιστορικών Σπουδών, σελ. 11- 108.

Tombazos S, 2010, “AKEL: Between Nationalism and Anti-Imperialism” in A. Aktat, N. Kizilyurek and U. Ozkirimli (eds), Nationalism in the troubled Triangle, Basingstone: Palgrave, pp. 218- 235. 

Τριμικλινιώτης Ν., 2016, «Κοινωνιολογία της αμφισβήτησης: ο πολιτικός διανοούμενος Τεύκρος Ανθίας 1920- 1948» στο Α. Σοφοκλέους (επιμ.), Η ζωή και το έργο του Τεύκρου Ανθία, Λευκωσία: Εκδόσεις Ινστιτούτου Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, σελ. 136- 155.

Χρυσάνθου Χ., 2013, «Η ηγεσία της Αριστεράς 1920- 1940», στο Γιώργος Γεωργής- Γιάννος Κατσουρής (επιμ.), Η Κυπριακή Αριστερά στην Πρώτη Περίοδο της Βρετανικής Αποικιοκρατίας: Εμφάνιση, Συγκρότηση, Εξέλιξη, Αθήνα: Ταξιδευτής, σελ. 59- 74.

Φάντης Α., 1993, Η Συμβουλευτική Συνέλευση- Διασκεπτική (1/11/1947-12/8/1948). Η πρώτη χαμένη ευκαιρία μεταπολεμικά, Λευκωσία.

Φάντης Α., 1997, Από το Λαό…με το Λαό…για το Λαό, Λευκωσία.

Φάντης Α., 2006, Το Κυπριακό συνδικαλιστικό κίνημα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878- 1960), τ. Α’, Λευκωσία. 

 

[1] Για τα γεγονότα της ελληνοκυπριακής εξέγερσης το 1931 βλ. Σακελλαρόπουλος  2017: 179- 198, Στυλιανού 1984 και Λειβαδάς- Σπανός- Παπαπολυβίου 2004.

[2]Η βρετανική διοίκηση στηριζόμενη στις διατάξεις του σχετικού διατάγματος προχώρησε σε εκτεταμένες συλλήψεις και καταδίκες στελεχών και μελών του ΚΚΚ από το Σεπτέμβριο του 1933 και ύστερα με αποτέλεσμα να θεωρείται το 1934 πως η μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του είχε εξουδετερωθεί (Πρωτοπαπάς 2012: 322). 

[3]Όπως αναφέρει το ιστορικό στέλεχος του κομμουνιστικού και του συνδικαλιστικού κινήματος Α. Ζιαρτίδης: «Η μεγάλη υπηρεσία που προσέφερε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου και ο Πλουτής Σέρβας σαν άνθρωπος ήταν…ότι έστρεψαν την προσοχή του Κόμματος αντί στην μυστική συνωμοτική δουλειά στην ανοικτή δουλειά μέσα στις μάζες των εργαζομένων και του λαού» (Παιονίδης 1995: 16).

[4] Για την πολεμική του ΚΚΚ στο αίτημα της Ένωσης βλ. Σακελλαρόπουλος 2017: 182- 192.  

[5] Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζιαρτίδη: «…Οι κομμουνιστές έβλεπαν κατά αρνητικό τρόπο το αίτημα της Ένωσης. Ήσαν  επηρεασμένοι από το παλαιό σύνθημα των Κομμουνιστών της Κύπρου… ένα από τα σεχταριστικά λάθη που διαπράχθηκαν ήταν ότι το συνδικαλιστικό κίνημα κράτησε αρνητική ή αδιάφορη στάση έναντι του εθνικιστικού κινήματος και αυτό απεμάκρυνε την πλειοψηφία των εργατοϋπαλλήλων που ήσαν έξω από το κίνημα» (Παιονίδης 1995: 17-18).

[6] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία.. σελ. 306

[7] Σε αυτή την εξέλιξη θετικό ρόλο μπορεί να θεωρηθεί πως διαδραμάτισε η νομική κατοχύρωση το 1932 της ίδρυσης και λειτουργίας συντεχνιών, έστω με πολλούς περιορισμούς, ως αποτέλεσμα της υποχρέωσης που είχε η Βρετανική Κυβέρνηση να εφαρμόσει και στις αποικίες ορισμένες από τις πρόνοιες των συμβάσεων που είχε εγκρίνει το Διεθνές Γραφείο Εργασίας   (Πρωτοπαπάς 2012: 344; Παιονίδης 1995: 19).

[8] Μετά την εξέγερση του 1931 δύο Μητροπολίτες, οι Κιτίου Νικόδημος και Κερυνείας Μακάριος είχαν εξοριστεί ενώ στις 16 Νοεμβρίου 1933 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος ο Γ’ με συνέπεια να παραμείνει μόνο ο Πάφου Λεόντιος, που απουσίαζε στο Λονδίνο στη διάρκεια των επεισοδίων, ως  Τοποτηρητής του Θρόνου. Εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου δεν μπορούσε να γίνει δεδομένου πως οι Βρετανοί αρνούνταν την επιστροφή στους δύο εξόριστους Μητροπολίτες και έτσι δεν γινόταν να συγκροτηθεί αρμόδια εκκλησιαστική σύνοδος. Όταν μετά το θάνατο του Νικόδημου έγινε προσπάθεια να παρακαμφθεί αυτό το εμπόδιο μέσω της συγκρότησης εκλογικής συνόδου (ύστερα από σχετική συνεννόηση του Τοποτηρητή και του εξόριστου Μητροπολίτη Κερυνείας Μακάριου) την οποία θα αποτελούσαν ο ο Τοποτηρητής, ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ως αντιπρόσωπος του Μητροπολίτη Κερύνειας και ο Αρχιεπίσκοπος Συναίου Προφύριος, τότε οι Βρετανοί προχώρησαν στην απαγόρευση της εκλογής Αρχιεπισκόπου Κύπρου (Στυλιανού 2013: 99- 100; Γιάγκου 2013: 113).

[9] «… εφ’ σον το σημερινό απολυταρχικό σύστημα αποκλείει κάθε δυνατότητα έκδοσης νόμιμης καθαρά κομμουνιστικής εφημερίδας, το ΚΚΚ οφείλει να ενισχύσει κάθε εφημερίδα που ειλικρινά θέτει στη βάση του αγώνα της τον αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικόν αγώνα» (ΚΚΚ 1937: 8)

[10] Στην Κύπρο και οι λαϊκοί συμμετέχουν στην εκλογή Αρχιεπισκόπου μέσω της εκλογής εκλεκτόρων.

[11] Τα στοιχεία προέρχονται από αδημοσίευτο δοκίμιο Ιστορία ΚΚΚ- ΑΚΕΛ,  β΄τόμος σελ. 3

[12] Στα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής αναφέρεται πως ο Κυριακίδης αποφάσισε να μη συμμετέχει στο νέο κόμμα παρότι συμφωνούσε με το πρόγραμμά του. Ωστόσο σε επιστολές που έστειλε ο τελευταίος στον Τύπο 29/5/43 και 3/10/43 αναφέρει πως είχε σημαντικές διαφωνίες (Ιστορική… τ. 7 σελ. 87-88).

[13] To θέμα της υστέρησης της παρουσίας των λαϊκών στρωμάτων στην ηγεσία του ΑΚΕΛ θα απασχολήσει αυτοκριτικά το κόμμα μερικά χρόνια αργότερα: ««…Πάντα παρατηρείτο υποτίμηση του προλεταριακού παράγοντα, παραμερισμός των προλεταριακών στοιχείων, υπερτίμηση του μικροαστικού διανοουμενίστικου στοιχείου και προώθησή του στα ανώτερα κομματικά πόστα, δίχως έλεγχο και δοκιμή. Απ’ αυτή της τη μικροαστική σύνθεση η ηγεσία του Κόμματός μας μεταβλήθηκε σ’ ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό, δίχως πραγματική επαφή με την  κομματική βάση, καλλιεργώντας με αυτό τον τρόπο τον παραγοντισμό και τον οππορτουνισμό στο Κόμμα» (Έκθεση Δράσης … 1949: 25).

[14] «Στα 1936-37…η πολιτική γραμμή του κόμματος ήτανε Για μια Κύπρο Αυτόνομη. Στα 1939-1940 άλλαξε: Ένωση με μια δημοκρατική Ελλάδα» (Φωτίου 1951: 1).

[15] Σύμφωνα με έγγραφο του ΚΚΚ που βρήκαν οι βρετανικές αρχές στα τέλη Μαρτίου του 1940 διακηρυσσόταν: «Η Κυβέρνησις της Πείνας, αφού εδημιούργησε όλες τες συνθήκες για την εξάπλωση της εξαθλίωσης στον τόπο ζητά ήδη, για τρίτη φορά, νέο κρέας για τα κανόνια, το αίμα των παιδιών του λαού μας. Ακούραστη λοιπόν συστηματική προπαγάνδα ενάντια στην στρατολογία» (αναφέρεται στο Ιστορική τ. 7 σελ. 95).

[16] Είναι χαρακτηριστικό πως  μεταξύ Αυγούστου 1939 και Δεκεμβρίου 1943 ο πληθωρισμός είχε ανεβεί κατά 135% (Μουστακά 2010: 212).

[17]  Το σύνολο των ποσοστών Δεξιάς και Αριστεράς υπερβαίνει το 100% δεδομένου πως σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα οι ψηφοφόροι είχαν το δικαίωμα να ψηφίσουν θετικά για όλους τους υποψήφιους.

[18] H προσπάθεια αυτή περιγραφόταν εύγλωττα σε εσωτερικό κείμενο του ΚΚΚ που καθόριζε τις σχέσεις του με το ΑΚΕΛ: «Στο ΑΚΕΛ μπορούν να γίνουν μέλη όλα τα μέλη του ΚΚΚ. Ο κομματικός πυρήνας αποτελεί φράξια μέσα στην ομάδα του ΑΚΕΛ, η αχτιδική του Κόμματος μέσα στην επιτροπή τομέα του ΑΚΕΛ, η τοπική του κόμματος μέσα στην επαρχιακή επιτροπή του ΑΚΕΛ και η ΚΕ του ΚΚΚ μέσα στην ΚΕ του ΑΚΕΛ…Εκεί όπου δεν υπάρχει κομματικός πυρήνας, και υπάρχει ομάδα ΑΚΕΛ, η ανώτερη κομματική οργάνωση καταβάλει προσπάθειες για την ταχύτερη οργάνωση κομματικών πυρήνων μέσα στην ομάδα του ΑΚΕΛ. Στη συνεδρίαση της ομάδας του ΑΚΕΛ όλα τα μέλη κατεβαίνουν με ενιαία κομματική άποψη…Ο πυρήνας συνεδριάζει πριν από κάθε συνεδρίαση της ομάδας του ΑΚΕΛ και με ημερήσια διάταξη τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης του ΑΚΕΛ» (αναφέρεται στο Περδίος 1968 τ.β’: 17).

[19] Βλ. τη σχετική ανακοίνωση της ΚΕ του ΑΚΕΛ την 1η Αυγούστου 1945 στην Ιστορική …τ. 7 σελ. 295- 296.

[20] ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κ.371, Φ 20/21/14, «Μια σύντομη  έκθεση πάνω στην κυπριακή κατάσταση και το ΑΚΕΛ»

 

[21] TNA, C0 67/323/4, Απόρρητο, «Πολιτική κατάσταση στην Κύπρο τον Απρίλιο του 1945». Σημειώνεται επίσης ότι ο Σέρβας δεν είχε αντιδράσει για το επεισόδιο στο Λευκόνοικο, όπου ο εορτασμός της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου το 1945 σημαδεύτηκε από αιματηρά γεγονότα. Η αποικιακή αστυνομία πυροβόλησε ενάντια σε παρέλαση των Λαϊκών Οργανώσεων του Λευκονοίκου σκοτώνοντας τους λαϊκούς αγωνιστές Αvδρέα Εξηvτάρη και Ανδρόνικο Κυπριανού καθώς και τον µαθητή Μιχαλάκη Κoυρτέλλα. Από τα αστυνομικά πυρά τραυματίστηκαν επίσης 13 άτομα, όλοι μέλη των Λαϊκών Οργανώσεων Λευκονοίκου.

[22] TNA, C0 67/323/4, Απόρρητο, «Πολιτική…». Ωστόσο σύμφωνα με τον Φωτίου ο Σέρβας συνδυάζοντας τη θέση του περί μετριοπάθειας με την επιθυμία του να παραμείνει γγ του ΑΚΕΛ είχε από μήνες πριν εκδηλώσει μια πιο μετρημένη συμπεριφορά. Συγκεκριμένα ο Φωτίου αναφέρει για τις ενέργειες του Σέρβα κατά τη διάρκεια επισκεψης του Sir Cosmo Parkinson  αποσταλμένου του Υπουργού των Αποικιών στην Κύπρο: «Ο αγώνας αυτός φούντωνε από μια διαδήλωση στη Λευκωσία, που η πλειοψηφία του Π.Γ. είχε απαγορέψει (Σέρβας, Οικονομίδης, Μ. Χριστοδούλου). Πολύ αργά (1949) μάθαινα από το στόμα του Μ. Χριστοδούλου, ότι η επιμονή του Σέρβα να μη γίνει διαδήλωση, οφείλεται στο γεγονός ότι φιλοκυβερνητικοί παράγοντες (Δημητρίου - Κουρέας), του συστήσανε ‘φρόνιμες’ εκδηλώσεις, μήπως η κυβέρνηση λάβει αυστηρά μέτρα και κινδυνέψει η καθοδήγηση του Κόμματος. Στον ίδιο αγώνα μπροστά στο δικαστήριο, με εσπευσμένη πρωτοβουλία ο Σέρβας σαν πρώτος κατηγορούμενος, εδέχθη συμβιβασμό  που πρότεινε η αστυνομία για ν’ αποσυρθούν ορισμένες κατηγορίες, να μείνουν ελαφρότερες κατηγορίες, που να δικαιολογούνε την απόλυσή μας για να καλμάρει ο λαϊκός αναβρασμός, που παγκύπρια είχε ξεχειλίσει. Κατ’ ανάγκη το ίδιο κάναμε και οι υπόλοιποι, παραδεχόμενοι το κατηγορητήριο που παζάρεψε ο Σέρβας» (Φωτίου 1951: 4)

[23] CO 67/324/16. Απόρρητο, Charles Woolley, Κυβερνήτης της Κύπρου, προς George Hall, Υπουργό Αποικιών,  7 Αυγούστου 1945.

[24] «Ο ρεφορμισμός που στηριζόταν ως τότε στις ουτοπιστικές θέσεις για ‘εύκολη και ομαλή λύση’ συγκρούστηκε με την μεταπολεμική κυπριακή πραγματικότητα κι αναζήτησε νέα ‘θεωρητικά’ στηρίγματα της οπορτουνίστικης γραμμής. ¨Έτσι, όταν ακόμα πριν το τέλος του πολέμου οι ουτοπιστικές θέσεις ανατρέπονταν και πρόβαλε η ανάγκη της σκληρής και μακρόχρονης πάλης  (επέμβαση Άγγλων στην Ελλάδα, το 1944, καταδίκη της ΠΣΕ το 1945, τουφεκισμός πατριωτών στο Λευκόνοικο και αντιφασιστών στρατιωτών την ίδια περίοδο) ο ρεφορμισμός κατέφυγε στη θεωρία του ‘εφεδρειακού’ αποικιακού ρόλου και της ‘ανικανότητας’ να τα βγάλει πέρα ο λαός μας με τον ιμπεριαλισμό» (Σ. Ιωάννου 1951: 11).