Σχετικά με τους όρους συγκρότησης του κυπριακού κράτους

Σχετικά με τους όρους συγκρότησης του κυπριακού κράτους

Τεύχος 70, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2000

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ  [1]

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου  

 

1. Σύντομη αναφορά της κοινωνικής ιστορίας της Κύπρου από την παραχώρηση στους Άγγλους μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου  

Η πράξη παραχώρησης της Κύπρου στους Άγγλους από το τουρκικό κράτος (1878), το οποίο όμως διατηρούσε την κυριότητα, συνδέεται με τους προσανατολισμούς της βρετανικής αυτοκρατορίας για δημιουργία ενός αντισταθμίσματος απέναντι στην προσάρτηση από τη Ρωσία των περιοχών του Βατούμ, του Καρς και του Αρδαχάν και το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ. Για το λόγο αυτό επιλέχτηκε η απόκτηση της Κύπρου έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτική βάση διαφύλαξης του "δρόμου των Ινδιών" [2] . Η Τουρκία ύστερα από την ήττα και την αποδοχή των επαχθών όρων της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου αντιμετώπισε το σχέδιο αυτό της Μ. Βρετανίας ως μια ευκαιρία σύναψης συμμαχίας σε μια δύσκολη γι' αυτή περίοδο [3] .

Εν τούτοις, πολύ σύντομα η κατάληψη και της Αιγύπτου από τα βρετανικά στρατεύματα (1882) θα απαξιώσει τη σημασία της Κύπρου, με αποτέλεσμα το ανάλογο ενδιαφέρον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του 19ου αιώνα να περιοριστεί [4] . Θα πρέπει να περάσουμε στον 20ο αιώνα, να ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος για να επανεξεταστεί η κομβική θέση του νησιού. Η εφεύρεση και χρησιμοποίηση του αεροπλάνου, πέρα από τα πλοία, ως πολεμικού μέσου έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων με σκοπό "τον έλεγχο των περιοχών της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Αιγύπτου και ενός μεγάλου τμήματος της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου- Βαγδάτης" [5] .

Η εξέλιξη αυτή θα εξαλείψει διάφορες τάσεις που είχαν δημιουργηθεί παλαιότερα (περίοδος '12-'15) σχετικά με το ενδεχόμενο ένωσης της Ελλάδας με την Κύπρο ως αντάλλαγμα για την είσοδο της χώρας μας στον πόλεμο και θα οδηγήσει στην ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του αγγλικού Στέμματος.

Το αίτημα για την ένωση με την Ελλάδα θα επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα όταν η οικονομική κρίση του '29 και η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων που θα επιφέρει θα συντελέσουν αποφασιστικά στη δημιουργία της αποτυχημένης εξέγερσης του 1931. Τη χρονιά εκείνη οι Βρετανοί προχώρησαν στην κατάθεση νομοσχεδίου που προέβλεπε νέους τελωνειακούς δασμούς σε είδη πρώτης ανάγκης και αύξηση της φορολογίας [6] . Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη -- για πέμπτη χρονιά-- ανομβρία θα δημιουργήσει τους όρους για την εκδήλωση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος Οι ελληνοκύπριοι, οι οποίοι εργάζονταν τότε 12 με 14 ώρες την ημέρα αμειβόμενοι μόνο με 1-2 σελίνια, θα επιδιώξουν με το αίτημα της Ένωσης τη λύση στα οικονομικο- κοινωνικά τους προβλήματα [7] .

Η συντριβή της εξέγερσης του 1931, μιας εξέγερσης που ποτέ δεν ειδώθηκε με θετικό τρόπο από τον Βενιζέλο και την κυβερνητική εξουσία στη μητροπολιτική Ελλάδα, θα συντελέσει στη διατήρηση των βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων μιας κατά βάση αγροτικής κοινωνίας. Έτσι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '30 μόλις το 3% των αγροτών διέθεταν δική τους ιδιοκτησία -- ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους [8] . Παράλληλα λειτουργεί ένα δίκτυο μεγαλοϊδιοκτητών (τσιφλικάδες και εκκλησία) οι οποίοι είτε παίρνουν στη δούλεψή τους μικροϊδιοκτήτες ως εργάτες γης είτε νοικιάζουν την ιδιοκτησία τους στους καλλιεργητές [9] . Το βασικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως οι φτωχοί αγρότες είτε εργάζονται στη δική τους γη είτε εργάζονται στα χωράφια άλλων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στους τοκιστές -- δεδομένης της περιορισμένης δραστηριότητας επίσημων πιστωτικών ιδρυμάτων [10] . Το αποτέλεσμα θα είναι η υποθήκευση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων των δανειζόμενων στους τοκιστές και η σταδιακή αποστέρησή τους. Πολύ περισσότερο που ο δανειστής δεν περιοριζόταν, συνήθως, στην παροχή χρημάτων για την αγορά γης, αλλά δάνειζε εμπορεύματα (ζώα, ζωοτροφές λιπάσματα), προμήθευε με καταναλωτικά είδη τις αγροτικές οικογένειες κλπ [11] .

Στο πολιτικό επίπεδο, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '30, αυτό που παρατηρείται είναι η ύπαρξη ενός, κατά Γκράμσι, "αγροτικού συνασπισμού εξουσίας" [12] ο οποίος εκφραζόταν μέσα από τη συμμετοχή της κυπριακής κοινότητας (ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι [13] ) στο Νομοθετικό Συμβούλιο (το ανώτερο συλλογικό όργανο διοίκησης του νησιού): Εκεί διαπιστώνεται μια υπέρμετρη αντιπροσώπευση του στρώματος των πιστωτών, μια δυσανάλογη συμμετοχή της εκκλησίας και των εμπόρων και μια υποαντιπροσώπευση των αγροτών, χαρακτηριστικά στοιχεία της δομής του αγροτικού συνασπισμού εξουσίας [14] .

Ταυτόχρονα, δεδομένης της αντίθεσης του κυπριακού λαού στο καθεστώς της αποικιοκρατίας, τα ελληνοκυπριακά στρώματα δεν αντιπροσωπεύονται από τους μηχανισμούς της κοινοπολιτείας αλλά μέσα από τις διαδικασίες καθολικής εκλογής του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος αποτελεί και τον επίσημο διαμεσολαβητή των λαϊκών επιδιώξεων [15] .

Συνολικά ιδωμένο το πολιτικό σύστημα παρουσιάζει μια εγκάρσια τομή όπου υπάρχει ένα επίπεδο συγκέντρωσης της ιμπεριαλιστικής εξουσίας το οποίο γίνεται προσπάθεια να νομιμοποιηθεί μέσω του Νομοθετικού Συμβουλίου, και ενός δεύτερου επιπέδου όπου ο αγροτικός συνασπισμός εξουσίας συναρθρώνεται γύρω από δύο παραμέτρους: την παρουσία της εκκλησίας ως φορέα πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης και της ύπαρξης του οικονομικού στρώματος των πιστωτών που μόνο μέσα σε συνθήκες διευρυμένης αγροτικής παραγωγής μπορούσε να λειτουργήσει.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '30 και μέχρι το τέλος του πολέμου, η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει. Η επέκταση των καπιταλιστικών στοιχείων στην κυπριακή οικονομία διαλύουν προγενέστερους τρόπους παραγωγής ενδυναμώνοντας την πρωτεύουσα και συναρθρωτική θέση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής [16] . Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι εργαζόμενοι στη γεωργία αποτελούσαν το 1931 το 50,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ενώ το 1946 είχαν υποχωρήσει στο 38%. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία θα αυξηθούν από 12,9% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1931 στο 20,7% το 1946. Τέλος, οι απασχολούμενοι στο εμπόριο και τα ελεύθερα επαγγέλματα θα αυξηθούν από το 12,8% στο 23,6% [17] . Τέλος, η δράση των τοκιστών περιορίζεται μετά τη δημιουργία της Συνεργατικής Κεντρικής τράπεζας (1938), η οποία καθορίζει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, λειτουργώντας ανασταλτικά για την τοκογλυφία.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα ενισχύσει τις τάσεις αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών δομών της κυπριακής οικονομίας τόσο λόγω της ανάπτυξης της ζήτησης προϊόντων εξαιτίας της αύξησης της παρουσίας του αγγλικού στρατού στο νησί, όσο και λόγω της πραγματοποίησης σημαντικών έργων υποδομής (στρατιωτικής και γεωργικής) [18] . Το αποτέλεσμα θα είναι οι αλλαγές στη μορφή του κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας, όπου ως ηγετική μερίδα δεν εμφανίζεται πια το τοκιστικό κεφάλαιο και η γαιοπρόσοδος, αλλά το εμπορικό, το κατασκευαστικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο [19] .

2. Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας  

Μετά το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου πολλαπλασιάστηκαν οι πιέσεις από την πλευρά των ελληνοκύπριων για ανατροπή της βρετανικής κυριαρχίας, προβάλλοντας το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Ωστόσο για να γίνουν κατανοητές οι εξελίξεις θα πρέπει να υπάρξει αρχικά μια αναφορά στο κομμουνιστικό κίνημα της Κύπρου και στη συνέχεια στην ιστορική διαδρομή της αντίθεσης ΑΚΕΛ - Εθναρχίας.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου δημιουργείται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '20 και το πρώτο Συνέδριό του πραγματοποιείται το 1926. Προβάλλοντας αιτήματα όπως η κατάργηση των αγροτικών χρεών και η απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής και τσιφλικάδικης περιουσίας [20] αποκτά μια σχετική εμβέλεια στα λαϊκά στρώματα. Η απαγόρευση της λειτουργίας του κόμματος μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1931 δυσκόλεψε αλλά δεν ανέστειλε τις δραστηριότητές του. Έτσι το στελεχιακό του δυναμικό θα πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων των εργαζομένων και το 1939 θα έχουν αναγνωριστεί 30 συντεχνίες από την αποικιακή κυβέρνηση ενώ άλλες 27 θα βρίσκονται υπό ίδρυση [21] .

Το ξέσπασμα του β' παγκοσμίου πολέμου αναδιαμορφώνει το σκηνικό και επιτρέπει την ελεύθερη δραστηριοποίηση των κομμουνιστών κυπρίων παρά το γεγονός πως η καθοδήγησή του επιλέγει σε ένα πρώτο στάδιο να διατηρεί το σύνολο του κομματικού μηχανισμού στην παρανομία και σε ένα δεύτερο (1941) στην συγκρότηση ενός νόμιμου προοδευτικού κόμματος, στο οποίο θα συμμετείχαν τα μέλη του ΚΚΚ στοχεύοντας στη μεγιστοποίηση της συνολικής πολιτικής και ιδεολογικής εμβέλειας των κατευθύνσεων του κομμουνιστικού κόμματος [22] . Οι γενικότερες συνθήκες θα ευνοήσουν τη λειτουργία του νέου κόμματος κυρίως μέσω δύο συνιστωσών: Η πρώτη έχει να κάνει με την ανάγκη των Εγγλέζων για την κατασκευή μεγάλων αμυντικών έργων, πράγμα που τους ανάγκασε, κάτω από την πίεση του ΑΚΕΛ, στην πραγματοποίηση σημαντικών παραχωρήσεων προς την εργατική τάξη. Έτσι, βελτιώθηκαν οι συνθήκες εργασίας, θεσπίστηκε το οκτάωρο, βελτιώθηκαν οι απολαβές, δόθηκε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους εργαζόμενους κ.λπ. Το δεύτερο συνδέεται με τη συμμετοχή Κύπριων εθελοντών, μελών και οπαδών του ΑΚΕΛ, στις τάξεις του αγγλικού στρατού. Η εξέλιξη αυτή εμπέδωσε την κοινωνική ειρήνη στο νησί [23] και επέτρεψε τη διενέργεια δημοτικών εκλογών.

Το ΑΚΕΛ θα κερδίσει τις πρώτες αυτές δημοτικές εκλογές (1943) και θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την επιρροή του στις επόμενες (1946). Με τον τρόπο αυτό το αναδιαμορφωμένο κομμουνιστικό κόμμα, στο οποίο είχε πια συγχωνευτεί και το παράνομο ΚΚΚ, θα αναδειχθεί στη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Κύπρου.

Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς το κυρίαρχο αυτό πολιτικό κόμμα θα απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο θέμα της απελευθέρωσης της Κύπρου τόσο από την πλευρά της Εθναρχίας όσο και από την πλευρά της ΕΟΚΑ. Για να υπάρξουν πειστικές απαντήσεις θα πρέπει να γίνει αναδρομή στις κατά καιρούς υιοθετούμενες απόψεις του ΚΚΚ, και του ΑΚΕΛ στη συνέχεια, για το εθνικό ζήτημα.

Στα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τη δημιουργία του, το ΚΚΚ είχε υιοθετήσει τη θέση της ένταξης της ελεύθερης σοσιαλιστικής Κύπρου στα πλαίσια της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας [24] σύμφωνα με το πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η θέση αυτή, στην ουσία προσπαθούσε γραμμικά και μηχανιστικά να μεταφέρει τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο της νεοσυσταθείσας ΕΣΣΔ στην εντελώς διαφορετική κατάσταση που υπήρχε εκείνη την εποχή στην περιοχή των Βαλκανίων -- πόσο μάλλον της Κύπρου. Η εξέλιξη θα είναι το ΚΚΚ να αποκοπεί από την ανάγκη διατύπωσης μια πειστικής πολιτικής απάντησης στο υπαρκτό πρόβλημα της παρουσίας του ξένου κατακτητή, να γίνει δέκτης πολλαπλών κατηγοριών από την πλευρά της Εκκλησίας και τελικά να απομονωθεί από ευρύτερα λαϊκά στρώματα [25] που έβλεπαν το στόχο της Ένωσης ως μια δυνατότητα βελτίωσης των συνθηκών ζωής τους. Απότοκο όλης αυτής της πολιτικής αντίληψης είναι και η απουσία του κομμουνιστικού κόμματος από την εξέγερση του 1931, στην οποία όχι μόνο δεν συμμετείχε αλλά και "καταδίκασε ως εκδήλωση της Εκκλησίας και των μεγαλομπουρζουάδων" [26] .

Η ανάπτυξη που θα σημειώσει το κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του '40 οφείλεται, κατά ένα μέρος, και στο γεγονός της μεταστροφής της γραμμής για το εθνικό ζήτημα και της αποδοχής του αιτήματος της «Ένωσης». Ωστόσο οι παλινωδίες δεν θα σταματήσουν. Κατά τη διάρκεια της πρώτης Συνδιάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Φ. Ιωάννου θα τοποθετηθεί υπέρ της Ένωσης αλλά θα συναντήσει την έντονη αντίδραση των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων και τελικά θα αναγκαστεί να συναινέσει σε μια γενικόλογη απόφαση της Συνδιάσκεψης που αναφερόταν στην ανάγκη αποχώρησης των Άγγλων από το νησί και στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης για τους Κύπριους [27] . Το γεγονός πως το ΑΚΕΛ δεν ήταν πεισμένο για την γραμμή του φαίνεται και από το ότι με άλλη αφορμή ο Φ. Ιωάννου δηλώνει πως "Ο τελικός σκοπός του ΑΚΕΛ είναι η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας... Στο σημερινό στάδιο --κάτω από τις συνθήκες της εθνικής σκλαβιάς του Κυπριακού λαού-- το ΑΚΕΛ βάζει στην πρώτη θέση των επιδιώξεων του την εθνική αποκατάσταση του λαού με μέσο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα" [28] .

Οι παλινωδίες αυτές, οι οποίες είχαν σφραγίσει το κυπριακό κομμουνιστικό κίνημα από τη στιγμή της δημιουργίας του, θα αποκορυφωθούν με τη Σύγκλιση της Διασκεπτικής τον Νοέμβριο του 1947. Η Διασκεπτική αποτελούσε την υλοποίηση της πολιτικής της εργατικής κυβέρνησης για πραγματοποίηση μιας συνέλευσης όπου θα αποφασιζόταν η σύνταξη ενός προσωρινού Συντάγματος, το οποίο θα προέβλεπε ένα σύστημα αυτοδιοίκησης του κυπριακού πληθυσμού ενταγμένο στο θεσμικό σύστημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο Άγγλος κυβερνήτης θα είχε το δικαίωμα του βέτο ενώ παράλληλα η εκτελεστική εξουσία παρέμενε στον δικό του τομέα ευθύνης [29] . Στην ουσία η Διασκεπτική αποτελούσε μια τακτική κίνηση από την πλευρά των Βρετανών για διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης με την παραχώρηση ορισμένων στοιχείων αυτοδιοίκησης που σε καμία περίπτωση δεν έθιγαν την καρδιά του προβλήματος. Η κυπριακή Δεξιά και η Εκκλησία δεν θα συμμετάσχουν στη Διασκεπτική επιμένοντας στο αίτημα της Ένωσης και καταγγέλλοντας την Αριστερά για την προδιαγραφόμενη θετική στάση της. Το ΑΚΕΛ, αντιθέτως, όχι μόνο θα πάει αλλά και θα υποβάλει αντιπροτάσεις στο αγγλικό σχέδιο. Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι πως αφού υποβάλλονται οι προτάσεις αυτές η Αριστερά θα διοργανώσει παγκύπριο συλλαλητήριο με σύνθημα "Αυτοδιάθεση- Ένωση" [30] ! Η σύγχυση σε επίπεδο ηγεσίας είναι πλήρης και δεδομένης της καθυστέρησης των νέων προτάσεων της αγγλικής πλευράς αποφασίζεται να συναντηθεί αντιπροσωπία του ΑΚΕΛ με τον Γ.Γ. του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη. Ο τελευταίος θα αποδοκιμάσει τους χειρισμούς της ΑΚΕΛικής ηγεσίας και θα αντιτείνει την ανάπτυξη ένοπλου κινήματος που θα πολεμούσε την αποικιοκρατία σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο ένοπλο αγώνα που γινόταν στη μητροπολιτική Ελλάδα [31] . Το γνωστό σύνθημα "λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα" θα έδινε την προτεραιότητα στο ελλαδίτικο μέτωπο ως βασική προϋπόθεση για την απελευθέρωση της Κύπρου [32] . Με τον τρόπο αυτό υποβαθμιζόταν η σημασία του Κυπριακού ως ευρύτερου αντιιμπεριαλιστικού στόχου με τη δική του ξεχωριστή σημασία που είχε για τους Κύπριους η αποτίναξη του αποικιακού ζυγού και η Ένωση με την Ελλάδα έστω και μέσα στο υπάρχον πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων. Δεν έγινε δυνατό να αντιληφθούν οι κομμουνιστικές ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου, όπως άλλωστε και στην εξέγερση του 1931, πως ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου / εργασίας είναι σαφώς δυσχερέστερος για τη δεύτερη στην περίπτωση που τον επικαθορίζει η κυριαρχία του ξένου εισβολέα. Δεν μπόρεσε, επίσης, να γίνει αντιληπτό πως η σταθερή θέση του ΑΚΕΛ στο ζήτημα της Ένωσης θα αποδυνάμωνε την επιχειρηματολογία της Εθναρχίας και της Δεξιάς περί "απάτριδων" κομμουνιστών, ενώ θα ενίσχυε τον γενικότερο αντιμπεριαλιστικό αγώνα.

Όπως και να 'χει το ζήτημα, η θέση του ΑΚΕΛ μετά από την παρέμβαση Ζαχαριάδη θα ξαναλλάξει και θα καταγγελθεί η διαδικασία της Διασκεπτικής. Όμως, όλα αυτά θα γίνουν με μεγάλη καθυστέρηση με αποτέλεσμα το κομμουνιστικό κόμμα να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Γεγονός που οφειλόταν πρώτιστα στις εικοσάχρονες παλινωδίες του και δευτερευόντως στις λανθασμένες εκτιμήσεις για τις δυνατότητες που θα παρείχε η συμμετοχή στη Διασκεπτική. Το αποτέλεσμα θα είναι η αναβάθμιση της πολιτικής εμπιστοσύνης που έχαιρε η Εθναρχία και η ανάληψη των σημαντικότερων πρωτοβουλιών για το εθνικό ζήτημα από την τελευταία [33] .

Έτσι τον Ιούλιο του 1948 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκληλίας της Κύπρου θα συγκροτηθεί το Εθναρχικό Συμβούλιο που θα αναλάβει την καθοδήγηση του αγώνα για το εθνικό ζήτημα. Από το Συμβούλιο θα αποκλειστεί το ΑΚΕΛ. Η Εθναρχία θα πάρει την πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την 'Ενωση και το ΑΚΕΛ αναγκάζεται να σταματήσει μια ανάλογη δική προσπάθεια. Το αίτημα της Ένωσης θα εγκριθεί με συντριπτική πλειοψηφία (από τους 224.757 ελληνοκύπριους που είχαν δικαίωμα ψήφου οι 215.058 ψηφίσαν υπέρ της Ένωσης). Στη συνέχεια η Εθναρχία ασκώντας τον ηγεμονικό ρόλο της στις εξελίξεις θα συγκαλέσει (1952) την πρώτη Παγκυπριακή Εθνική Συνέλευση η οποία θα ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να φέρει το Κυπριακό στην πρώτη σύνοδο του ΟΗΕ [34] εκφράζοντας το αίτημα του κυπριακού λαού για Ένωση με την Ελλάδα.

Ωστόσο, ο στόχος αυτός θα ήταν δύσκολο να εκπληρωθεί. Από τη μια, γιατί οι Βρετανοί ήταν απόλυτα αρνητικοί απέναντι σε οποιαδήποτε ενδεχόμενο απώλειας αποικιακού τους εδάφους. Από την άλλη, γιατί η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκοντας να μη συγκρουστεί με τους μέχρι πρόσφατα βασικούς της συμμάχους, ακολουθούσε μια πιο μετριοπαθή γραμμή προβάλλοντας στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Εντούτοις, αφενός το γεγονός της έναρξης της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ το 1955 και αφετέρου η έντονη αποδοκιμασία που υπήρχε στο νησί θα οδηγήσει τους Άγγλους στην αναγκαστική σύγκλιση της Τριμερούς Διάσκεψης το ίδιο έτος με τη συμμετοχή των τριών ενδιαφερόμενων χωρών (Μ. Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) με σκοπό τη διατύπωση των θέσεων του κάθε εμπλεκόμενου μέρους. Πρόκειται για μια προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης με είσοδο στη διαμάχη και της Τουρκίας, η οποία αναλαμβάνει το ρόλο του παίκτη αλλά και του διαιτητή, από τη στιγμή που λειτουργεί διαμεσολαβητικά στην αντίθεση Βρετανίας- Ελλάδας.

Στη φάση αυτή τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Βρετανίας και της Τουρκίας έχουν ως εξής:

Η Αγγλία επιθυμούσε τη διατήρηση του status quo γιατί στην κρίσιμη αυτή περίοδο είχε χάσει τον έλεγχο της Κρήτης και της Παλαιστίνης, ενώ το 1956 θα απολέσει και τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ [35] . Για να αποκατασταθούν οι δυνατότητες της εμβέλειάς της στη Μ. Ανατολή θα δημιουργήσει μια σειρά από νέες βάσεις στη Λιβύη, στη νοτιοανατολική Αραβία, στο Ιράκ και στην Ιορδανία [36] και θα της είναι εντελώς απαραίτητη η παγίωση της παρουσίας της στην Κύπρο [37] . Με τον τρόπο αυτό, αντισταθμίζονταν μια σειρά από κίνδυνοι που ήταν πιθανό να προκύψουν λόγω των εξελίξεων στο Ιράν και στην Αίγυπτο [38] , έτσι ώστε να προστατευτούν τα έσοδα των βρετανικών πετρελαϊκών εταιρειών [39] .

Η Τουρκία είχε ως στόχο, ιδιαίτερα μετά την ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ, τον έλεγχο των Στενών των Δαρδανελίων και των γειτονικών περιοχών της [40] . Ειδικότερα, η πρόσβαση στην Κύπρο θα της επέτρεπε τον ανεφοδιασμό της, σε περίπτωση πολέμου, από τα νότια λιμάνια της --δεδομένου ότι τα δυτικά θα βρίσκονται στην ακτίνα δράσης του εχθρού [41] . Τα νότια, όμως, λιμάνια είναι κάτω από τη σκιά της Κύπρου, γεγονός που δυσχέραινε πολύ τη θέση της Τουρκίας αλλά και τους γενικότερους προσανατολισμούς των ΗΠΑ [42] στην περίπτωση που η Κύπρος προσαρτάτο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ελλάδα θα ενίσχυε τη θέση της στη ΝΑ. Μεσόγειο και θα έλεγχε τις θαλάσσιες προσβάσεις προς τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας, της Μερσίνης και του Γιουμαρτιλίκ που ήταν ταυτόχρονα και θαλάσσιοι κόμβοι αλλά και σημεία στα οποία κατέληγαν πετρελαιαγωγοί [43] .

Παράλληλα σε ένα πιο γενικό πλαίσιο στρατηγικής η Τουρκία επιδιώκει την αναβάθμισή της απέναντι στην Ελλάδα σε σχέση με τα προπολεμικά δεδομένα -- στόχος που έπαιρνε τη μορφή της προσπάθειας αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, γεγονός που στηριζόταν τόσο στην ενίσχυση του αμερικάνικου ενδιαφέροντος στην περιοχή όσο και στην αντικειμενικά καλύτερη θέση που βρισκόταν η Τουρκία στη νέα εποχή: είχε διατηρήσει την ουδετερότητά της στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, (σε αντίθεση με τον πρώτο που ανήκε στους ηττημένους), ενώ ο κεμαλισμός είχε επιτύχει μια εξομάλυνση της κοινωνικής ζωής τέτοια που επέτρεψε την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την ομαλή ένταξή της στις χώρες του ΝΑΤΟ.

Τέλος, αλλά όχι έσχατο, η εναλλαγή στην πολιτική εξουσία που σημάδεψε τις εξελίξεις στη δεκαετία του '50 με την εκλογική νίκη του Δημοκρατικού κόμματος του Α. Μεντερές θα επηρεάσει και την πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό. Έτσι, το γεγονός πως το Δημοκρατικό κόμμα προχώρησε σε μια σειρά από αυταρχικές μεθοδεύσεις (λογοκρισία στον τύπο, ασφυκτικός περιορισμός των ακαδημαϊκών ελευθεριών [44] , απαγόρευση της λειτουργίας του Εθνικού κόμματος [45] ) ήδη από το 1954 θα αντισταθμίσει, σε επίπεδο της κοινωνικής συναίνεσης τα θετικά στοιχεία που είχε η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50. Οι αρνητικές εξελίξεις που θα σημαδέψουν την τουρκική οικονομία στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '50 (αύξηση του πληθωρισμού και του δημόσιου χρέους, με πτώση των ρυθμών ανάπτυξης και διεύρυνση των παραοικονομικών δραστηριοτήτων) θα έχουν ως συνέπεια την παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια θα οδηγήσει στην απώλεια σημαντικών τμημάτων ψηφοφόρων για το Δημοκρατικό κόμμα, εξέλιξη που θα έχει ως απότοκο την ακόμα μεγαλύτερη αυταρχικοποίηση της πολιτικής ζωής της Τουρκίας (ασφυκτικός έλεγχος των ΜΜΕ, συγκρότηση εξεταστικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με σκοπό τη διερεύνηση των πιθανών σχέσεων της αντιπολίτευσης με τον Στρατό, νομιμοποίηση της λειτουργίας αυτόνομων θρησκευτικών οργανώσεων -- γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Στρατού και των διανοούμενων που φοβούνταν το ενδεχόμενο ανατροπής του κοσμικού χαρακτήρα του κεμαλικού κράτους [46] ) . Η δυσφορία αυτή επιχειρήθηκε να τιθασευτεί με τη διατύπωση αξιώσεων στην Κύπρο αλλά και την όξυνση των σχέσεων με την Ελλάδα (Σεπτεμβριανά). Από το σημείο αυτό και ύστερα, παρά την επέμβαση του Στρατού και την εκτέλεση Μεντερές, η τουρκική άρχουσα τάξη θα συμπεριλάβει ως οργανικό στοιχείο της στρατηγικής της και μια σειρά από διεκδικήσεις που σχετίζονται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Τριμερής θα αποτύχει για δύο λόγους: Καταρχήν γιατί κατά τη διάρκειά της ξέσπασαν οι τουρκικοί βανδαλισμοί στην Κωνσταντινούπολη --γεγονός που θα επηρεάσει σαφώς το κλίμα μέσα στο οποίο διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις. Δεύτερο, και πιο σημαντικό, γιατί τα επιμέρους συμφέροντα των τριών εμπλεκόμενων χωρών δεν ταυτίζονταν σε κάποιο σημείο, έτσι ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν οι όροι για την επίτευξη συμφωνίας. Οι Τούρκοι ήταν ευχαριστημένοι που τους είχε ανατεθεί ο ρόλος του συνδιαχειριστή του ζητήματος και προτιμούσαν να μείνουν τα πράγματα ως είχαν κάτω από την αγγλική επικυριαρχία, από το ενδεχόμενο να αποκτήσουν οι Έλληνες τον πρώτο λόγο στο νησί. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συναινέσουν, (κάτω μάλιστα και από το κλίμα που είχε διαμορφωθεί μετά τις πρωτοβουλίες του Μακάριου και της ΕΟΚΑ), παρά μόνο στη λύση της αυτοδιάθεσης [47] . Οι Βρετανοί, τέλος, ήταν αποφασισμένοι να μην απολέσουν τον συνολικό έλεγχο του νησιού για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν.

Η συνέχεια θα χαρακτηριστεί από δύο σημαντικές παραμέτρους: αφενός από την ένταση των συγκρούσεων στο νησί και αφετέρου από την προσπάθεια της αποδοχής μιας πιο μετριοπαθούς λύσης, που θα εμπεριείχε την προοπτική της αυτοδιάθεσης κάτω από την υψηλή εποπτεία του Βρετανού κυβερνήτη, ο οποίος θα έχει και την ευθύνη της εθνικής άμυνας (προτάσεις Χάρντιγκ) [48] . Η ελληνική πλευρά θα αναγκαστεί σε αυτή την υποχώρηση τόσο λόγω της εκτίμησης ότι ο ένοπλος αγώνας δεν θα οδηγούσε άμεση αποχώρηση των Άγγλων, όσο και γιατί δεδομένης της ύπαρξης δύο διαφορετικών εθνοτήτων ετίθετο το ζήτημα της διπλής ένωσης με Τουρκία και Ελλάδα (με δεδομένη μάλιστα τη σχετική λύση που είχε δοθεί λίγα χρόνια πριν στο ζήτημα της ανεξαρτοποίησης της Ινδίαςμ με την ξεχωριστή «αυτοδιάθεση» ινδουιστών-Ινδών και μωαμεθανών-Πακιστανών) -- πράγμα που σήμαινε τη σαφή ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας εξαιτίας της γεωγραφικής της εγγύτητας με την Κύπρο [49] . Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν θα προχωρήσουν λόγω των αιματηρών συγκρούσεων που θα λάβουν χώρα στο νησί και των παρεπόμενων αυτών (καταδίκη σε θάνατο Καραολή, σύλληψη και εξορία του Μακάριου και του Μητροπολίτη Κερύνειας, απαγόρευση κυκλοφορίας δύο αριστερών ελληνοκυπριακών εφημερίδων και μιας τουρκοκυπριακής).

Οι Βρετανοί επιδιώκοντας να ενισχύσουν τη θέση τους θα επιχειρήσουν να συσφίξουν τις σχέσεις τους με το τουρκοκυπριακό στοιχείο, στοχεύοντας στη χρησιμοποίησή της μειονότητας ενάντια στους ελληνοκύπριους. Πρόκειται για μια προσπάθεια που διαρκεί σε όλο το διάστημα της κυριαρχίας τους στο νησί [50], αλλά με θα λάβει μεγαλύτερη ένταση από το 1955 και έπειτα, οπότε θα προσπαθήσουν όχι μόνο να εκμεταλλευτούν αλλά και να εντείνουν τις αντιθέσεις μεταξύ ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων [51] .

Ειδικότερα, αμέσως μετά την έναρξη του αντάρτικου της ΕΟΚΑ οι Άγγλοι θα ενισχύσουν την αστυνομία με τη δημιουργία του επικουρικού σώματος, το οποίο αποτελούνταν κατά συντριπτική πλειοψηφία από τουρκοκύπριους (1.700 σε σύνολο 1.770 ατόμων). Παράλληλα, ιδρύεται και η μηχανοκίνητη μονάδα της αστυνομίας, συγκροτούμενη στην ολότητά της από τουρκοκύπριους. Το αποτέλεσμα θα είναι το πέρασμα στην πρώτη γραμμή των ένοπλων συρράξεων σημαντικών τμημάτων του τουρκοκυπριακού πληθυσμού και η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων. Δεν είναι τυχαίο πως οι εκτελέσεις τουρκοκύπριων αξιωματικών της αστυνομίας που θα πραγματοποιήσει η ΕΟΚΑ θα συνοδευτούν από βίαια και αιματηρά επεισόδια μεταξύ μελών των δύο κοινοτήτων [52] .

Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως μια τέτοια τακτική δεν αποτελεί ιδιομορφία της στάσης των Άγγλων στην Κύπρο. Αντιθέτως, συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής όλων των αποικιοκρατικών δυνάμεων.

Το πρώτο παράδειγμα που μπορούμε να δώσουμε αφορά τη Ρουάντα, όπου υπάρχουν ουσιαστικά δύο συνεκτικές ομάδες (στην περίπτωση αυτή φυλές), οι Τούτσι που αποτελούν το 15% του πληθυσμού και οι Χούτου που αποτελούν το υπόλοιπο 85%. Το 1916, όταν οι Βέλγοι κατέλαβαν την εξουσία παραχώρησαν στους Τούτσι υπέρμετρες εξουσίες, αυξάνοντας έτσι την ήδη παγιωμένη κυριαρχία τους. Στα τελευταία χρόνια πριν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (1962), η βελγική κυβέρνηση αποφάσισε και χρησιμοποίησε και κάποιους από τους Χούτου στον κυβερνητικό μηχανισμό. Το αποτέλεσμα ήταν η μεταστροφή των Τούτσι ενάντια στην κυβέρνηση και η υιοθέτηση μια εθνικιστικής ιδεολογίας έτσι ώστε να αποχωρήσουν οι Βέλγοι και να διατηρήσουν οι Τούτσι την ηγεμονία τους. Πρόκειται για στόχο που τελικά δεν επετεύχθη και με αιματηρό τρόπο το 1959 οι Χούτου κατίσχυσαν πάνω στους Τούτσι.

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την Ουγκάντα, όπου από το 1990 οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν ως στρατιώτες και αστυνομικούς άτομα που κατάγονταν από διάφορες φυλές κυρίως του νότιου Σουδάν, που παλιότερα ανήκαν στη φυλή των nubis. Οι τελευταίοι διαμορφώθηκαν ως μειονότητα από την βρετανική αποικιοκρατία και όταν οι Εγγλέζοι έφυγαν κατέλαβαν την εξουσία ενάντια στους baganda, που αποτελούσαν την πλειοψηφία των γηγενών ουγκαντέζων.

Το τρίτο παράδειγμα σχετίζεται με τους μαρωνίτες στο Λίβανο, τους οποίους προωθούσαν οι Γάλλοι σε αντιπαράθεση με τους μουσουλμάνους, που ήταν και η πλειοψηφία.

Το τέταρτο παράδειγμα συνδέεται με την κατάσταση που υπήρχε στο Σουδάν επί Αγγλοκρατίας.. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν τα εμπορικά δίκτυα και τη δύναμη των βορείων Σουδανέζων που έχουν αραβική καταγωγή για να σχηματίσουν μια μετα- αποικιοκρατική αστική τάξη, η οποία ύστερα από την αποχώρησή τους θα διαφύλαττε τα συμφέροντα της Αγγλίας.

Η συνέχιση της δράσης της ΕΟΚΑ [53] , η ένταση της λαϊκής αποδοκιμασίας απέναντι στον βρετανό κατακτητή, αλλά και η διεθνοποίηση του Κυπριακού με τη συζήτηση του ζητήματος στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ και η υιοθέτηση του αιτήματος για απελευθέρωση του Μακάριου [54], καθώς και η απόρριψη από την ελληνική πλευρά του σχεδίου Ράντκλιφ που προέβλεπε ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση των εξουσιών του Κυβερνήτη, θα αναγκάσουν την αγγλική πλευρά σε αλλαγή πλεύσης --δεδομένης και της ενίσχυσης της θέσης των ΗΠΑ στο εσωτερικό του νατοϊκού συνασπισμού και τη γενικότερη αποδιάρθρωση της βρετανικής αυτοκρατορίας [55] , γεγονός που περιόριζε τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της Κύπρου για στρατιωτικές δραστηριότητες [56] .

Στο χρονικό αυτό σημείο παρατηρείται μια "χιαστή" κίνηση των προσανατολισμών της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Μια κίνηση που έχει ως συνισταμένη το αίτημα της ανεξαρτησίας, μόνο που για κάθε συνιστώσα αυτό προσλαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο. Η ελληνική πλευρά βλέποντας την υποβάθμιση της ισχύος των Βρετανών αλλάζει στάση και προκρίνει το αίτημα της ανεξαρτησίας ως μεταβατική φάση προς την πραγματοποίηση της Ένωσης. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, διαπιστώνοντας την άνοδο της δικής της δύναμης αποφασίζει την εγκατάλειψη του αιτήματος της Ένωσης και την υιοθέτηση αυτού της ανεξαρτησίας ως μόνιμης και οριστικής λύσης του προβλήματος [57] --πόσο μάλλον που γινόταν και η εκτίμηση ότι στην πραγματικότητα το μοναδικό εναλλακτικό ενδεχόμενο θα ήταν η διπλή ένωση, και κατά συνέπεια η απώλεια "εθνικού" ζωτικού χώρου από την πλευρά της [58], κάτι που όμως λίγο ενδιέφερε την ελλαδίτικη πλευρά που θα έβλεπε την αύξηση της επικράτειάς της με την προσάρτηση μιας τόσο νευραλγικής περιοχής [59] .

Στην πραγματικότητα αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως εν σπέρματι αυτή η κατεύθυνση της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης υπήρχε ήδη στη μήτρα της πολιτικής της από τη στιγμή που η Εθναρχία θα αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο τέλος της δεκαετίας του '40. Συγκεκριμένα στο εσωτερικό των ελληνοκυπριακών συντηρητικών δυνάμεων ελλόχευε η αντίθεση μεταξύ δύο διαφορετικών πολιτικών προσανατολισμών. Στο κοινωνικό επίπεδο, η Εθναρχία εκπροσωπούσε τα πιο δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης του ανερχόμενου εμπορικού, τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου ενώ η γριβική πλευρά αντιπροσώπευε τα στρώματα εκείνα που είχαν συνδεθεί με τον αγροτικό συνασπισμό εξουσίας και χαρακτηρίζονταν από μια πιο "στατική" αντίληψη των πραγμάτων. Στο πολιτικό επίπεδο η παραπάνω αντίθεση θα εκφραστεί με τη την κλιμάκωση της δράσης της ΕΟΚΑ, με την οποία ποτέ δεν ταυτίστηκε η Εθναρχία. Η τελευταία αντιμετώπισε την ΕΟΚΑ περισσότερο ως ένα μοχλό που επιτάχυνε την πραγματοποίηση των σχεδίων της, παρά ως τη στρατιωτική έκφραση του πολιτικού της αγώνα. Είναι φανερό πως σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 ο πιο ισχυρός πόλος είναι αυτός της Εθναρχίας, ο οποίος αναγνωρίζεται από το σύνολο των ελληνοκύπριων, ακόμα και την Αριστερά, ως ο αντιπρόσωπός τους στις διεθνείς συνομιλίες και στις διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους. Η δυνατότητα δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους θα πρέπει να υπήρχε από την αρχή στα ενδεχόμενα τα οποία αντιμετώπιζε η Εθναρχία --εδώ υπήρχε το ενδεχόμενο της διευρυμένης αυτονομίας [60] -- και η συνολική διαμόρφωση των πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων, που ήδη περιγράφηκαν, έγειρε τελικά την πλάστιγγα προς την αποδοχή αυτής της λύσης.

Συμπερασματικά, η ύπαρξη δύο διαφορετικών στρατηγικών που χαρακτήριζε την ελλαδίτικη και την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, θα συμπυκνωθεί στο αίτημα της ανεξαρτησίας, όπου για κάθε πλευρά θα λάβει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Η αντιφατική αυτή ενότητα θα σφραγίσει τις μετέπειτα εξελίξεις.

 

[1] Ευχαριστώ τους συναδέρφους Γ. Μακρή και Π. Σωτήρη που διάβασαν την πρώτη μορφή του κειμένου και έκαναν εποικοδομητικές παρατηρήσεις και σχόλια. Εννοείται ότι οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν λάθη και παραλήψεις οφείλεται αποκλειστικά στον συγγραφέα.

[2] Όπως παρατηρεί ο ναύαρχος Ζ. Λ. Βόγκαν: "Η κατοχή της Κύπρου διπλασιάζει τη δύναμη ελέγχου που είχαμε, μέχρι σήμερα, πάνω στη διώρυγα του Σουέζ, κρατώντας φυσικά παράλληλα τη Μάλτα και το Γιβραλτάρ και μας δίνει τη δυνατότητα σε περίπτωση που θα κινδύνευε ο δρόμος μας προς τις Ινδίες να αποβιβάσουμε τις δυνάμεις μας, στο συντομότερο διάστημα, στις ακτές της Αιγύπτου.Σε περίπτωση που θα επιθυμούσαμε νέους δρόμους προς τις Ινδίες, τόσο από στρατιωτικο- πολιτική άποψη, όσο και από οικονομική η Κύπρος δίνει αυτή τη δυνατότητα κάτω από πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες παρά ποτέ άλλοτε". Αναφέρεται από Γ. Τσαλακό, "Σύντομη επισκόπηση ορισμένων όψεων της αγγλοκρατίας στην Κύπρο" στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματα και αγώνες του λαού της, Εστία, Αθήνα 1981, σελ. 141.

[3] Γ. Τσαλακός, "Σύντομη επισκόπηση...", σελ. 139.

[4] Γ. Τσαλακός, "Σύντομη επισκόπηση...", σελ. 143.

[5] Θέσεις του Αγγλικού Επιτελείου όπως αναφέρονται από Γ. Τσαλακός, "Σύντομη επισκόπηση...", σελ. 165.

[6] Π. Σέρβας, Κυπριακό: Ευθύνες, Τόμος 2 ημίτομος 1, Γραμμή Αθήνα 1985, σελ. 83.

[7] Πρβλ. Ν. Ψυρούκης, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), τόμος δεύτερος, Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σελ. 237.

[8] Π. Σέρβας, Κυπριακό: Ευθύνες, Τόμος 2 ημίτομος 1, σελ. 65.

[9] Θ. Τσεκούρας, "Κυπριακό: Από την Ένωση στη Ζυρίχη", Θέσειςτ. 7, 1984, σελ. 85.

[10] Τσεκούρας, "Κυπριακό: Από...", σελ. 86.

[11] Θ. Τσεκούρας, "Κυπριακό: Από...", σελ. 93.

[12] Για το ζήτημα του αγροτικού συνασπισμού εξουσίας βλ. A. Gramsci, "Some Aspects of the southern question", στο Selections from political writings 1921- 1926, Lawrence and Wishart, London 1978, σελ. 454- 459.

[13] Το ενδιαφέρον είναι πως η ξεχωριστή αυτή εκπροσώπηση ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων αποτελεί την πρώτη προσπάθεια των Άγγλων να οξύνουν τις υπάρχουσες και να δημιουργήσουν νέες αντιθέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός της ύπαρξης ξεχωριστών κοινοτήτων στα χωριά και η λειτουργία διαφορετικών σχολείων για κάθε κοινότητα, αλλά και οι κάθε είδους βρετανικές παροτρύνσεις για συμμετοχή των τουρκοκύπριων στον τουρκικό στρατό. Βλ. Ν. Ψυρούκης, Ιστορία..., Β΄ τόμος σελ. 188- 190.

[14] Πρβλ. Θ. Τσεκούρας, "Κυπριακό: Από...", σελ. 90.

[15] Πρβλ. Θ. Τσεκούρας, "Κυπριακό: Από...", σελ. 89.

[16] Για τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επικυριαρχεί και συναρθρώνει τους υπόλοιπους τρόπους παραγωγής βλ. Ν. Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, Αθήνα, 1990, σελ. 27 καθώς και Rey P. P., Les alliances de classes, Maspero, Paris, 1973, σελ. 111-126.

[17] Επεξεργασία στοιχείων από A. Stampoulis, The social economic development of Cyprus, 1963, σελ. 15 όπως αναφέρονται από Ν. Ψυρούκη, Η Ιστορία της Σύγχρονης..., δεύτερος τόμος, σελ. 326.

[18] Θ. Τσεκούρας, "Κυπριακό: Από...", σελ. 95.

[19] Με την έννοια ότι στη συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κύπρο, η κύρια ενδοαστική αντίθεση δεν αφορά τη σχέση μονοπωλιακού / μη μονοπωλιακού κεφαλαίου αλλά το συσχετισμό δύναμης μεταξύ διαφορετικών κλάδων παραγωγής.

[20] Π. Σέρβας, Κυπριακό. Ευθύνες, Α΄τόμος, Γραμμή, Αθήνα 1985, σελ. 75.

[21] Π. Μαστρογιαννόπουλος, Κύπρος, Σοσιαλιστική προοπτική η μόνη διέξοδος στο άλυτο εθνικό πρόβλημα, Ξεκίνημα Αθήνα 1981, σελ. 17.

[22] Π. Σέρβας, Κυπριακό..., σελ. 118-119.

[23] Μ. Δρουσιώτης, ΕΟΚΑ. Η σκοτεινή όψη. Στάχυ, Αθήνα 1998, σελ. 13.

[24] Π. Σέρβας, Κυπριακό..., Α' τόμος, σελ. 116.

[25] Πρόβλημα που την ίδια περίπου περίοδο αντιμετώπισε και το ΚΚΕ όταν υιοθέτησε τις θέσεις για αυτοδιάθεση της Μακεδονίας και της Θράκης τη στιγμή που οι περιοχές αυτές είχαν μετασχηματιστεί εθνολογικά σε σχέση με ότι συνέβαινε πριν από τους βαλκανικούς πολέμους.

[26] Π. Σέρβας, Κυπριακό..., Α' τόμος, σελ. 117. Η άρνηση συμμετοχής στο κίνημα του '31 του ΚΚΚ καθόλου δεν εμπόδισε τους Άγγλους αποικιοκράτες να το θέσουν εκτός νόμου και να εξορίσουν δύο σημαντικούς ηγέτες του, βρίσκοντας την ευκαιρία να πολεμήσουν ένα πολιτικό φορέα που έθετε σε αμφισβήτηση το σύνολο των υφιστάμενων κοινωνιών σχέσεων παραγωγής.

[27] Ν. Ψυρούκης, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Β' τόμος σελ. 243.

[28] Ν. Ψυρούκης, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Β' τόμος σελ. 245-246.

[29] Για τις προτάσεις τις αγγλικής πλευράς βλ. Π. Σέρβας, Κυπριακό..., Α' τόμος, σελ. 130-131. Επίσης για μια πιο αναλυτική παρουσίαση των πεπραγμένων της Διασκεπτικής βλ. Μ. Χριστοδούλου, Η πορεία..., σελ. 53-58.

[30] Π. Σέρβας, Κυπριακό..., Α' τόμος, σελ. 132.

[31] Π. Σέρβας, Κυπριακό..., Α' τόμος, σελ. 134.

[32] Ν. Ψυρούκης, Το Κυπριακό δράμα (1958- 1986),Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, σελ. 192.

[33] Το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ αντιμετώπισε, αρχικά, εχθρικά τη δημιουργία της ΕΟΚΑ χωρίς στη συνέχεια να εμπλακεί σε ένοπλες δραστηριότητες, σε αντίθεση με την Εθναρχία που συμπορεύτηκε με τον Γρίβα τηρώντας ταυτόχρονα και τις αναγκαίες αποστάσεις, επιβεβαίωσε αυτό τον δυϊσμό των πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Κύπρου όπου το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ το αποτελούσε η Εθναρχία και οι γριβικοί και ως μεγάλο αντιπολιτευτικό κομμάτι εμφανιζόταν η Αριστερά. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, όλες οι δυνάμεις αναγνώριζαν τον Μακάριο ως τον εκπρόσωπο των ελληνοκύπριων. Για τις αποστάσεις του Μακάριου από τις πρακτικές της ΕΟΚΑ και την γενικότερη πολιτική του Γρίβα βλ. ενδεικτικά Χριστοδούλου, Η πορεία..., σελ. 139- 140, 203- 204, 219, 244-245 καθώς και Σέρβας Α' τόμος, σελ. 224, 288-289, 339 -342, 357- 358, 364- 366.

[34] Σ. Λιναρδάτος, "Η Κύπρος ως την ανεξαρτησία" στο Α. Ξύδης, Σ. Λιναρδάτος. Κ. Χατζυαργύρης, Ο Μακάριος και οι Σύμμαχοί του, Gutenberg, Αθήνα 1974, σελ. 270.

[35] Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του πλήγματος θα αναφέρουμε πως το 1/4 των βυτιοφόρων που περνούσαν τη διώρυγα μεταφέροντας πετρέλαιο ήταν βρετανικά, ενώ το 1/3 των πλοίων διαφόρων τύπων που διέσχισαν την διώρυγα ήταν επίσης βρετανικά. Παράλληλα, σε περίπτωση που χρειαζόταν να ακολουθηθεί ο δρόμος γύρω από την Αφρική για τη μεταφορά του πετρελαίου, τότε, πέρα από την αύξηση του κόστους, θα μειωνόταν και ο συνολικός όγκος του μεταφερόμενου πετρελαίου, λόγω της αναγκαστικής χρήσης μικρότερων βυτιοφόρων, από 8,5 εκατ. τόνους σε 4 εκατ. τόνους το μήνα. Βλ. Λ. Ιεροδιάκονος, Το Κυπριακό πρόβλημα, Παπαζήσης, Αθήνα 1975, σελ. 111-112.

[36] Ν. Ψυρούκη, Η Ιστορία της Σύγχρονης..., δεύτερος τόμος, σελ. 290.

[37] Σύμφωνα με μία έκθεση των αρχηγών των γενικών επιτελείων των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, "η Κύπρος είναι το μόνο απομένον βρετανικό έδαφος στη Μ. Ανατολή όπου τα συνδυασμένα αρχηγεία και τα κέντρα κατασκοπείας μπορούν να τοποθετηθούν και όπου... μπορούμε να διατηρήσουμε σε περίοδο ειρήνης στρατεύματα για να επεκτείνουμε τη βρετανική επιρροή και να καλύψουμε αιφνίδιες, επείγουσες ανάγκες, οποιαδήποτε είδους. Γεωγραφικώς η Κύπρος προσφέρεται για το σκοπό τούτο και έχει επίσης αεροπορικές διευκολύνσεις που μπορούν να ενισχυθούν από το Ην. Βασίλειο με στρατηγικές εφεδρείες και αεροπορικές ενισχύσεις σε περίπτωση ανάγκης. Η Κύπρος εξελίσσεται συνεχώς και περισσότερο σε σπουδαίο συνδετικό κρίκο στις αυτοκρατορικές αεροπορικές συγκοινωνίες... οι δυνάμεις αυτές πρέπει να βρίσκονται εκεί όπου μπορούν να ασκήσουν τη μεγαλύτερη επιρροή. Στρατιωτικά πρέπει να βρίσκονται σε περιοχές που προσφέρουν ασφάλεια λόγω κυριαρχίας και μας παρέχουν ελευθερία διακίνησης που μας ικανοποιεί. Προς το παρόν η μόνη χώρα που ικανοποιεί αυτούς τους όρους είναι η Κύπρος... Δεν θεωρείται ότι τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί με οποιεσδήποτε διευθετήσεις που θα έκανε η Ελλάδα αν της παραχωρούσαμε την Κύπρο. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και τα συμφέροντα μας θα συμπέσουν σε περίπτωση παγκόσμιου πολέμου. Σε περίπτωση ειρήνης, όμως, τα βρετανικά συμφέροντα και υποχρεώσεις στη Μ. Ανατολή είναι πολύ ευρύτερα και πιθανό να συγκρούονται με εκείνα της Ελλάδας". Αναφέρεται από Μ. Χριστοδούλου, Η πορεία μιας εποχής, Ι. Φλώρος, Αθήνα 1987, σελ. 99-100.

[38] Πρβλ. Ε. Αβέρωφ- Τοσίτσα, Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών (Κυπριακό, 1950- 1963), Α' τόμος, Εστία, Αθήνα 1982, σελ. 59.

[39] Η σημασία της Μ. Ανατολής ως πετρελαιοπαραγωγού περιοχής δεν πρέπει να υποτιμάται καθόλου. Το 1955 συμμετείχε κατά 21% στην παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου, ενώ σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις το 60- 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων βρίσκονται στην περιοχή αυτή. Τα δε βρετανικά συμφέροντα είναι πάρα πολύ μεγάλα: Στο Κουβέιτ η Βρετανική Εταιρεία πετρελαίου συμμετείχε με σημαντικά ποσοστά στην Εταιρεία πετρελαίου του Κουβέιτ που είχε την αποκλειστικότητα εξόρυξης του μαύρου χρυσού στη χώρα. Στο Ιράν λειτουργούσε κοινοπραξία εκμετάλλευσης στην οποία συμμετείχαν δύο αγγλικές εταιρείες, οι οποίες, αθροιστικά, διέθεταν την πλειοψηφία των μετοχών. Το ίδιο συνέβαινε και στο Ιράκ, όπου μια βρετανική και μία αγγλοβρετανική εταιρία συμμετείχαν με μεγάλο ποσοστό στην παραγωγή του πετρελαίου. Βλ. Λ. Ιεροδιάκονος, Το Κυπριακό πρόβλημα, σελ. 109-110.

[40] Ε. Αβέρωφ- Τοσίτσα, Ιστορία Χαμένων... σελ. 60.

[41] Όπως επισήμανε ο τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ζορλού: "Εκείνος που θα ελέγχει αυτή τη νήσο θα είναι σε θέση να ελέγχει και αυτά τα λιμάνια. Αν δε η δύναμη η οποία ελέγχει αυτή τη νήσο έχει επίσης τον έλεγχο πάνω στα δυτικά νησιά, τότε θα έχει περικυκλώσει την Τουρκία αποτελεσματικά". Βλ. Λ. Ιεροδιακόνου, "Το Κυπριακό από το β' παγκόσμιο πόλεμο ως την ανεξαρτησία" στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.) Κύπρος..., σελ. 181.

[42] Αν και οι ΗΠΑ δεν συμμετείχαν στην Τριμερή, η άποψή τους και οι επιδιώξεις τους θα επηρεάσουν τις περαιτέρω εξελίξεις. Συγκεκριμένα οι Αμερικάνοι αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους στο χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής -- στόχος που εξυπηρετούσαν τα εξής δεδομένα: α) ο περιορισμός του ρόλου των Εγγλέζων στην περιοχή, β) η διατήρηση του αρραγούς των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, έτσι ώστε να διατηρούνται οι ισορροπίες στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, γ) αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας γιατί, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσίαζε μεγαλύτερη σημασία για τους Αμερικάνους δεδομένου ότι συνδύαζε το ρόλο του εφαλτηρίου για την αναχαίτιση του ανερχόμενου αραβικού εθνικισμού με αυτό του προπυργίου κατά της σοβιετικής επέκτασης. Bλ. Γ. Τενεκίδης, "Διεθνοποίηση και αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού, πριν και μετά την τουρκική εισβολή", στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.) Κύπρος..., σελ. 202-203.

[43] Χ. Τσαρδανίδης, "Η Τουρκία και το Κυπριακό πρόβλημα", στο Θ. Βερέμης (επιμ.) Η Τουρκία Σήμερα, σελ. 518.

[44] E. Jurcher, Turkey. A modern History, I.B.Tauris, New York 1997, σελ. 233.

[45] E. Jurcher, Turkey. A... σελ. 234.

[46] E. Jurcher, Turkey. A... σελ. 235- 252.

[47] Σ. Γρηγοριάδης, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, τόμος τέταρτος, Καπόπουλος, Αθήνα 1973, σελ. 206-207.

[48] Για μια αναλυτική παρουσίαση της κατάστασης βλ. Ν. Κρανιδιώτης, Δύσκολα χρόνια, Εστία, Αθήνα 1981 σελ. 112-180.

[49] Πρβλ. Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο: Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική", Θέσειςτ. 25, 1988, σελ. 48-49.

[50] Ήδη από το 1948 και διαβλέποντας την εμβέλεια και τη δυναμική που αποκτούσε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των ελληνοκύπριων, συγκρότησαν μια επιτροπή που ως έργο είχε την εκπόνηση προτάσεων για την επίλυση των προβλημάτων των τουρκοκύπριων. Η επιτροπή αυτή θα ολοκληρώσει τις εργασίες της διατυπώνοντας προτάσεις για τη δημιουργία οικογενειακών δικαστηρίων, την αναβάθμιση του ρόλου της θρησκείας και την οργάνωση της παιδείας των τουρκοκυπρίων. Παράλληλα,, οι Βρετανοί θα ευνοήσουν τη δημιουργία ανεξάρτητων τουρκοκυπριακών συντεχνιών, σε αντιπαράθεση με τις υφιστάμενες που επηρεάζονταν από το ΑΚΕΛ καθώς και θα συμφωνήσουν στην κάθοδο στο νησί τουρκικών πολεμικών πλοίων και αεροπλάνων τα οποία συμμετείχαν σε τουρκοκυπριακές εκδηλώσεις. Βλ. Μ. Δρουσιώτης, ΕΟΚΑ... σελ. 16- 17.

[51] Ήδη από τις διαδικασίες της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ είχε φανεί η διάθεση των Άγγλων: «Οι τουρκόφωνοι Κύπριοι οι οποίοι είναι μωαμεθανοί αντιτίθενται σφόδρα στην Ένωση...Όπως είπα δεν υπήρξαν μέχρι τώρα διακοινοτικές ταραχές. Μήπως λοιπόν τώρα η Συνέλευση θέλει να τις ανακινήσει διατηρώντας το θέμα αυτό στην Ημερήσιά της Διάταξη;» Αναφέρεται στο Λ. Ιεροδιάκονος, Το Κυπριακό..., σελ. 77.

[52] Μ. Δρουσιώτης, ΕΟΚΑ..., σελ. 200- 201.

[53] Βλ. Λ. Ιεροδιάκονος, Το Κυπριακό πρόβλημα, σελ. 327-328, όπου αναπτύσσεται ο προβληματισμός γιατί θα πρέπει να διατηρούνται 30- 35 χιλ. βρετανοί στρατιώτες για να πολεμούν την ΕΟΚΑ βρισκόμενοι αντιμέτωποι με το 80% του πληθυσμού του νησιού, ενώ με τη Ζυρίχη διασφαλιζόταν από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη η αρμονική λειτουργία των βάσεών τους.

[54] Ν. Κρανιδιώτης, Δύσκολα..., σελ. 245.

[55] Πρβλ. Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά..., σελ. 54.

[56] Λ. Ιεροδιάκονος, Το Κυπριακό πρόβλημα, σελ. 325-327.

[57] Πρβλ. Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά..., σελ. 53.

[58] Για την πραγματικότητα των κινδύνων διχοτόμησης βλ. Λ. Ιεροδιάκονος, Το Κυπριακό πρόβλημα, σελ. 331.

[59] Πρβλ. Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά...", σελ. 68- 69.

[60] Όπως φαίνεται και από τα έγγραφα που παραθέτει ο Π. Σέρβας τα οποία πιστοποιούν την αποδοχή του Μακάριου σε ένα σχέδιο διευρυμένης αυτοκυβέρνησης. Βλ. Π. Σέρβας, Κυπριακό..., Α' τόμος, σελ. 272- 281.