Διάλογος για το σύγχρονο κράτος
Διάλογος για το σύγχρονο κράτος
Τεύχος 65, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1998
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΡΑΤΟΣ
(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑΛΑ)
του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε άρθρο του Κ. Τσουκαλά που έχει ως αντικείμενο τις αλλαγές στη δομή του σύγχρονου κράτους. Πέρα από το περιεχόμενο του άρθρου καθ' εαυτό, το σημαντικότερο είναι ότι ανοίγει και πάλι ο διάλογος στην ελληνική γλώσσα για ένα πολύ σοβαρό θέμα το οποίο δεν έχει τύχει μελέτης ανάλογης των διαστάσεών του. Η εργασία αυτή επιδιώκει, αφενός, να παρουσιάσει κριτικά το άρθρο του Κ.Τ. και αφετέρου να σκιαγραφήσει βασικές μεταβολές των κρατικών λειτουργιών που αποτελούν απότοκο δύο ξεχωριστών και ταυτόχρονα διαπλεκόμενων διαδικασιών: της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
1. Παρουσίαση του άρθρου του Κ. Τσουκαλά
Το άρθρο του Κ. Τσουκαλά με τον τίτλο «Σκέψεις πάνω στην επικαιρότητα της συζήτησης Μίλιμπαντ-Πουλαντζά» [1] παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποτελεί μία σημαντική προσπάθεια ερμηνείας των σύγχρονων εξελίξεων του κρατικού μορφώματος. Ο συγγραφέας στην εισαγωγή του θέτει το πρόβλημα της σχετικής αυτονομίας του κράτους παρατηρώντας πως το ζήτημα δεν είναι η «ουσία» της έννοιας αλλά οι ιστορικοί μετασχηματισμοί του περιεχομένου της. Στη συνέχεια προχωρά στη διατύπωση μίας πρότασης ορισμού του κρατικού θεσμού σύμφωνα με την οποία το καπιταλιστικό κράτος αποτελεί μία δομή που αποσκοπεί στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων, συντελώντας στη συνοχή του κοινωνικού σχηματισμού, διευκολύνοντας και εξασφαλίζοντας τη διαδικασία συσσώρευσης καθώς και τη διαδικασία διαχωρισμού/ εξατομίκευσης των πολιτών-εργαζομένων μέσα σε μία τυπικά, θεσμικά και ιδεολογικά, ομοιογενοποιημένη κοινωνία.
Στη συνέχεια, διατυπώνει την υπόθεση πως η σχετική αυτονομία του σύγχρονου κράτους μπορεί να ερμηνευθεί διαμέσου της ύπαρξης νέων δομικών ορίων που αντιστοιχούν στις σημερινές εξελίξεις της ταξικής πάλης. Πόσο μάλλον που, κατά τον Κ. Τσουκαλά, οι παραδοσιακές κρατικές λειτουργίες που αποσκοπούσαν στην «επικρατειακή» ρύθμιση των εσωτερικών κοινωνικών σχέσεων μοιάζουν να είναι περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν. Βάση αυτού του προβληματισμού τίθεται το ερώτημα σχετικά με τις διαφορές που χαρακτηρίζουν τις σημερινές σχέσεις του κράτους με το κεφάλαιο συγκριτικά με τη δεκαετία του '70, καθώς και τις μεταλλαγές στις μορφές αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αντανακλάται η νέα κατάσταση στο επίπεδο των κοινωνικών πρακτικών.
Με βάση την παραπάνω συλλογιστική ο συγγραφέας αναφέρεται στα εξής θέματα:
α) στο ζήτημα του ρόλου των εθνικών αστικών τάξεων στα πλαίσια των νέων διεθνών εξελίξεων, β) στο πρόβλημα του κατακερματισμού της εργατικής τάξης σε διαφοροποιημένες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους μερίδες, γ) στο θέμα των νέων λειτουργιών του κράτους, το οποίο διαμορφώνοντας όλο και περισσότερο αυταρχικά χαρακτηριστικά, φαίνεται να αναλαμβάνει την ευθύνη ρύθμισης των απο-ρυθμισιακών διαδικασιών. Γεγονός που δημιουργεί ορισμένες συγχωνεύσεις στις οικονομικές και ιδεολογικές του λειτουργίες, δ) στο ζήτημα των νέων αναπτυσσόμενων μορφών συνάρθρωσης μεταξύ των ποικίλων κρατικών μηχανισμών και του δημοκρατικά εκλεγμένου πολιτικού προσωπικού, το οποίο βρίσκεται σε στενή σχέση με τους φορείς του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Σχετικά με το πρώτο ζήτημα ο Κ. Τσουκαλάς εμβαθύνοντας, τη θέση του Ν. Πουλαντζά για τις ενδογενείς αστικές τάξεις, παρατηρεί ότι οι τελευταίες, λόγω των αυξημένων απαιτήσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης, είναι αναγκασμένες να ξεφύγουν από τα στενά πλαίσια της εγχώριας αγοράς. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται «κατάργηση» του εθνικού κράτους αφού η οργάνωση της κεφαλαιακής συσσώρευσης και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός καθορισμένων χωρικών ορίων, χωρίς όμως, αυτό να μειώνει τη σημασία ενός άλλου εξίσου υπαρκτού γεγονότος που είναι ο περιορισμός της ισχύος των εγχώριων εθνικών τάξεων.
Οι εξελίξεις αυτές, συνεχίζει ο Κ. Τ., δεν οδηγούν στη διαμόρφωση ενός είδους υπερ-ιμπεριαλισμού. Η εθνική υπόσταση των ιμπεριαλιστικών κέντρων παραμένει. Μεταλλαγμένη, ίσως, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές της συσσώρευσης στο χώρο, αλλά ενυπάρχουσα σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική, διπλωματική και οικονομική ισχύ των ιμπεριαλιστικών κρατών. Συμπερασματικά, καταλήγει ο Κ. Τ. η «απο-επικρατειοποίηση δεν είναι καθόλου ασύμβατη με τις αποκρυσταλλωμένες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις». Έτσι ούτε διάφοροι οργανισμοί που εκφράζουν το κεφάλαιο σε παγκόσμια κλίμακα, όπως το ΔΝΤ ή η ομάδα των 7, αποτελούν μία μορφή διεθνούς εξουσίας.
Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός πως η διεθνοποίηση του κεφαλαίου επέφερε την υποταγή των, κατά Πουλαντζά, «εθνικών» αστικών τάξεων στο «αποεδαφικοποιημένο διεθνικό κεφάλαιο» τόσο σε οικονομικό --και με αυτή την έννοια είναι χαρακτηριστική η εγκατάλειψη της πολιτικής υποκατάστασης των εισαγωγών-- όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Σε πολιτικό επίπεδο, γιατί οι μορφές λήψης αποφάσεων των κατευθυντήριων γραμμών εσωτερικής πολιτικής έχουν τροποποιηθεί. Είναι υποχρεωμένες να αναπροσαρμόζονται στη συνεχή απειλή του κεφαλαίου για μεταφορά των επενδύσεών του σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα η πρακτική που χρησιμοποιεί το μονοπωλιακό κεφάλαιο να εμφανίζει κοινά σημεία με την υιοθέτηση από πλευράς των εφοπλιστών της τακτικής των «σημαιών ευκαιρίας».
Σε ό,τι αφορά τις νέες εξελίξεις στην αγορά εργασίας ο συγγραφέας αναφέρεται, καταρχήν, στις τεχνολογικές αλλαγές τις οποίες θεωρεί ως γενεσιουργό παράγοντα της αύξησης της ανεργίας. Ταυτόχρονα η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, η ένταση των ενδοαστικών ανταγωνισμών και η αύξηση του κοινωνικού κόστους επέφερε την επαναδιαπραγμάτευση των εργασιακών συμβάσεων και τη γενίκευση του φαινομένου των ελαστικών σχέσεων εργασίας.
Στη συνέχεια, ο Τσουκαλάς αναλύει τις αλλαγές που επιφέρει η θέσπιση της μερικής, ευέλικτης και εποχικής εργασίας. Το σημαντικό είναι ότι οι νέες μορφές απασχόλησης περιλαμβάνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ημεδαπούς εργαζομένους --σε σημαντικό ποσοστό υψηλά ειδικευμένους και εκπαιδευμένους. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, για τον έλεγχο της οποίας έχει απορριφθεί οποιαδήποτε προσπάθεια κεϋνσιανού σχεδιασμού, συντελεί στον κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Για τις εξελίξεις αυτές σημαντικές ευθύνες έχουν οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, οι οποίες συνηθισμένες από την περίοδο ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας με τη συνεχή βελτίωση των όρων διαβίωσης των εργαζομένων και με τη θέση πως οι ταξικές διαφορές επιλύονται στη βάση συναινετικών διαδικασιών, φάνηκαν ανέτοιμες να αντιδράσουν στη νέα κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανάσχεση των ρυθμών ανάπτυξης και τη δημοσιονομική κρίση. Υπάρχουν μάλιστα και τα ιδεολογικά αποτελέσματα αφού η προβολή σχημάτων σύμφωνα με τα οποία οι υψηλοί μισθοί οδηγούν σε πτώση της εθνικής παραγωγικότητας συντελεί στη κάμψη των εργατικών αντιστάσεων.
Η αδυναμία αυτή των συνδικάτων και η ένταση των μηχανισμών οικονομικής βίας ωθεί τμήματα των εργαζομένων στην υιοθέτηση μορφών κοινωνικής πίεσης που προέρχονται από την ιδιαίτερη θέση που έχουν στην παραγωγή, γεγονός που τα φέρνει αντιμέτωπα με άλλα τμήματα της εργατικής τάξης, επιδεινώνοντας με αυτό τον τρόπο τον πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό των εργαζομένων. Στο πλαίσιο, μάλιστα, της απο-ιδεολογικοποίησης και της αδυναμίας χάραξης αυτόνομης εργατικής παρέμβασης μπορεί να γίνουν κατανοητά τα φαινόμενα ανοχής της εργατικής τάξης απέναντι σε αυταρχικές πρακτικές του κράτους, οι οποίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση μορφών κοινωνικής παθογένειας οφειλόμενων στην «αντικοινωνική» συμπεριφορά των απόκληρων και των μη απασχολούμενων. Γεγονός που αποδεικνύει, εκτός από την οικονομική κυριαρχία του κεφαλαίου, την ενδυνάμωση των μηχανισμών πολιτικής και ιδεολογικής του ηγεμονίας.
Σχετικά με τις αλλαγές στην κρατική πολιτική, ο Τσουκαλάς επισημαίνει το γεγονός της στοίχισης των οικονομικών λειτουργιών του κράτους με την πολιτική της απορύθμισης των οικονομικών και των εργασιακών σχέσεων καθώς και των ιδεολογημάτων που τη νομιμοποιούν. Παράλληλα οι πιο αδύνατες οικονομίες της Δύσης ακολουθούν την πιο άτεγκτη οικονομική πολιτική. Αυτό εξηγείται από την «ανησυχία» που έχουν οι κυβερνώντες των χωρών αυτών για το ενδεχόμενο να μην συμβαδίσουν με τις διαδικασίες της νομισματικής και ευρωπαϊκής ενοποίησης. Λόγω της ανάγκης επίτευξης αυτού του στόχου οι ιδεολογικές λειτουργίες του κράτους έχουν αποκτήσει δεσπόζουσα σημασία. Ποτέ άλλοτε οι έννοιες της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας δεν είχαν τέτοια βαρύτητα και δεν θεωρούνταν κάτι το δεδομένο και το αδιαπραγμάτευτο. Υπ' αυτό πρίσμα το κράτος υπάρχει για να εξασφαλίζει ότι η εθνική οικονομία θα είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού με τις άλλες εθνικές οικονομίες. Με την έννοια αυτή, παρατηρεί ο συγγραφέας, υπάρχει μία χομπσιανή κατάσταση, με οικονομικά χαρακτηριστικά, όπου τα κράτη βρίσκονται σε πόλεμο για να υπερασπίσουν την εθνική τους οικονομία --με τη διαφορά ότι πραγματικός εχθρός τους δεν είναι τα άλλα κράτη αλλά η εργατική τάξη κάθε κράτους ξεχωριστά. Παράλληλα, γίνεται φανερό πως οι αναγκαιότητες του διεθνοποιημένου κεφαλαίου για αύξηση της παραγωγικότητας, μεγιστοποίηση των κερδών και απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων μπορούν να διασφαλιστούν μόνο μέσα από την ενεργό παρέμβαση των εθνικών κυβερνήσεων. Κατά τον τρόπο αυτό η κεφαλαιακή συσσώρευση συνδέεται με την ικανότητα των κρατών να διαχειριστούν τους απαραίτητους όρους οργάνωσης και επιβολής τους.
Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στο πολιτικό επίπεδο, ο Κ.Τ. διατυπώνει μία γενική θέση σύμφωνα με την οποία οι νέες λειτουργίες του κράτους «συνέβαλαν σε μία αυξανόμενη πολιτική και οικονομική εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού από το κεφάλαιο». Η άποψη αυτή εξειδικεύεται στα εξής σημεία:
1) Συνεχώς διευρυνόμενη αποπολιτικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων (συνέπεια του περιορισμένου ταξικού περιεχομένου των προτεινόμενων εναλλακτικών λύσεων) --γεγονός που συντελεί στην αποχή από την οργανωμένη πολιτική δράση και καθιστά τους συνδικαλιστικούς θεσμούς της εργατικής τάξης αδύναμους να αντιδράσουν στην πολιτική του κεφαλαίου.
2) Περιορισμός των εσωκομματικών πηγών χρηματοδότησης --απόρροια του μειωμένου ενδιαφέροντος των λαϊκών στρωμάτων για τα κοινά.
3) Επικέντρωση της πολιτικής διαμάχης σε φαινομενικές διαφορές χωρίς να έρχονται στην επιφάνεια τα θεμελιώδη προβλήματα των εργαζομένων.
4) Το πολιτικό προσωπικό δίνει προτεραιότητα στη διαμόρφωση της «σωστής επικοινωνιακής πολιτικής» και ενός καλά οργανωμένου δικτύου δημοσίων σχέσεων. Ωστόσο, οι νέες αυτές πρακτικές είναι δαπανηρές και για την κάλυψή τους απαιτείται η οικονομική στήριξη από την πλευρά του ιδιωτικού κεφαλαίου, η οποία εμφανίζεται ως «λειτουργική αναγκαιότητα». Το αποτέλεσμα θα είναι όλο και πιο συχνά εκλογικές αναμετρήσεις να κερδίζονται, ισχυρίζεται ο Κ.Τ., λόγω της εμβέλειας των δημοσίων σχέσεων του κόμματος.
5) Οικονομικές δραστηριότητες όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, τα δημόσια έργα και οι στρατιωτικές δαπάνες οδηγούν σε συμβάσεις μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, το συνολικό κόστος των οποίων αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό των δημόσιου προϋπολογισμού. Το γεγονός αυτό συσφίγγει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των αντιπροσώπων του κεφαλαίου και των υψηλόβαθμων κρατικών και κυβερνητικών λειτουργών. Το αποτέλεσμα είναι να δαπανώνται τεράστια ποσά, από τη μία για χρηματισμό και εξαγορά των «κατάλληλων» προσώπων, και από την άλλη για οικονομική ενίσχυση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου με σκοπό την άσκηση επιρροής όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Το κεφάλαιο επιλέγει να αναλάβει το κόστος αναπαραγωγής του συνόλου του πολιτικού συστήματος ενισχύοντας τις σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις και εντάσσοντας τα έξοδα αυτά στην κατηγορία των faux frais. Όλα αυτά, βέβαια, εντείνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια γύρω από την αξιοπιστία των πολιτικών θεσμών.
Βέβαια, καταλήγει ο Κ. Τ., οι ανωτέρω διαδικασίες παρουσιάζουν και αντιφάσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μηχανισμών του κράτους, όπου η κλασική κρατική γραφειοκρατία που έχει αναλάβει τη συνοχή των κοινωνικών σχηματισμών έρχεται σε αντίθεση με το πολιτικό προσωπικό που στοχεύει στην πραγματοποίηση της απορύθμισης. (Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το παράδειγμα της Ιταλίας). Με άλλα λόγια, με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της σχετικής αυτονομίας του σύγχρονου κράτους, η οποία αντανακλάται στις ενδοκρατικές αντιθέσεις, με κυριότερη μορφή αυτή των κορυφών του κράτους που σχετίζονται πια άμεσα με το ιδιωτικό κεφάλαιο και αυτών των τμημάτων του κρατικού μηχανισμού που η λειτουργία τους στοχεύει στην εξασφάλιση ενός μίνιμουμ κοινωνικής συνοχής.
2. Κριτική προσέγγιση του άρθρου του Κ. Τσουκαλά
Το πιο ενδιαφέρον σημείο στην εργασία του Κ.Τ. είναι η εμβάθυνση στην ειδική μορφή που παίρνει η συνάρθρωση των πιο ισχυρών τμημάτων του κρατικού μηχανισμού με την αστική τάξη. Από την άλλη πλευρά, σημαντική είναι η θέση ότι οι εξελίξεις που επιφέρει η διεθνοποίηση των αγορών σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν και εξαφάνιση των εθνικών κρατών. Αντίθετα, ο ρόλος των τελευταίων είναι φανερός στις ιδεολογικές και οικονομικές παρεμβάσεις που επιτελούν. Παράλληλα, η παρομοίωση των εξόδων που πραγματοποιεί το κεφάλαιο για την πάσης φύσεως ενίσχυση του πολιτικού προσωπικού με τα faux frais δείχνει το βάρος που έχουν σε αυτή την περίοδο οι οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων καθώς και τις συνέπειες, (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές), που ενδέχεται να προκαλέσει η γεωμετρικά αυξανόμενη πορεία των σχέσεων αυτών. Πολύ περισσότερο, που όπως υπογραμμίζει ο Κ.Τ. ο σκοπός του επιχειρηματικού κόσμου δεν είναι τόσο η δημιουργία υποχειρίων με πολιτική ιδιότητα, όσο η θέσπιση ενός συστήματος που είναι εξαρτημένο στην ολότητά του από τις επιχορηγήσεις των επιχειρηματιών. Πρόκειται, δηλαδή, για κολοσσιαίας σημασίας αλλαγές στο πλαίσιο δράσης της πολιτικής εξουσίας οι οποίες θα πρέπει να απασχολήσουν ιδιαίτερα τους σύγχρονους πολιτειολόγους.
Αυτή η ανάλυση δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να οδηγήσει σε μία επιστροφή σε εργαλειακού τύπου ερμηνείες. Αντιθέτως, υποστηρίζει ο Κ. Τ. το μεθοδολογικό εργαλείο της σχετικής αυτονομίας είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο προβληματικής μπορεί να γίνει κατανοητή η --συχνά υπαρκτή-- διαμάχη μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κρατικού μηχανισμού. Έτσι το γεγονός της στενής σύνδεσης ορισμένων μερίδων της κρατικής μηχανής με επιχειρηματικούς κύκλους θα τείνει να αντισταθμισθεί από τη δράση άλλων τμημάτων τα οποία θα υπερασπίζονται την ουδετερότητα και την αξιοκρατία του κρατικού μηχανισμού.
Το τελικό συμπέρασμα του Κ.Τ. είναι ότι οι νέες μορφές συνάρθρωσης μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού πρέπει να ερμηνευθούν μέσα από το πρίσμα της αυξανόμενης αναντιστοιχίας της εθνικής κλίμακας στην οποία δρουν οι πολιτικο-ιδεολογικοί οργανισμοί και λαμβάνουν χώρα οι κοινωνικοί αγώνες από τη μία πλευρά, και στην διαρκώς διεθνοποιούμενη κεφαλαιακή συσσώρευση από την άλλη. Οι νέες αυτές εξελίξεις φανερώνουν ότι οι εργατικοί αγώνες έχουν περάσει σε φάση που χαρακτηρίζεται από νέα δεδομένα αλλά και από καινούριες δυνατότητες.
Η εργασία του Κ.Τ. αποτελεί μία σημαντική συνεισφορά στη διερεύνηση των ζητημάτων που θέτουν οι νέες στρατηγικές του κεφαλαίου. Υπάρχουν, ωστόσο, στο κείμενο αυτό και σημεία που είναι επιδεκτικά κριτικής.
Το πρώτο ζήτημα αφορά τη σχηματική προσέγγιση ενός τόσο σύνθετου φαινομένου όπως είναι ο ιμπεριαλισμός. Ο Κ. Τ. υποστηρίζει πως λόγω της εντεινόμενης διεθνοποίησης «δεν μπορεί κανείς να μιλά πλέον με τους όρους του Λένιν, για ένα γεωγραφικό μοίρασμα του πλανήτη σε λίγο-πολύ καθορισμένες ‘ζώνες' ιμπεριαλιστικής επιρροής και κυριαρχίας» [2] .
Θεωρούμε αντίθετα πως οι παρατηρήσεις του Λένιν για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν έχουν χάσει καθόλου την αξία τους. Υπάρχει και στις μέρες μας ένας σκληρός πυρήνας ιμπεριαλιστικών χωρών, οι οποίες συγκεντρώνουν τα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός που τους προσδίδει ιδιαίτερη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ. Οι χώρες αυτές λόγω του ασύγκριτα υψηλότερου επιπέδου παραγωγικότητας και αποδοτικότητας των κεφαλαίων επιδιώκουν να συναλλάσσονται κατά κύριο λόγο μεταξύ τους.
Αυτό δεν σημαίνει περιορισμό των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αλλά το ακριβώς αντίθετο: δημιουργούνται νέες μορφές ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, με πιο εξελιγμένη περίπτωση αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αποσκοπούν στη σύναψη συμμαχιών μεταξύ κρατών που βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης. Παράλληλα, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει ο Κ. Τ., οι διεθνείς αντιπαραθέσεις σχετικά με το τι θα συμβεί στο Ιράκ και στη Γιουγκοσλαβία φανερώνουν την ύπαρξη σημαντικών ενδοϊμπεριαλιστικών διαφορών που συνδέονται με την ανάδυση διαφορετικών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων [3] . Ουσιαστικά πρόκειται για την επιβεβαίωση των βασικών μαρξιστικών αρχών σύμφωνα με τις οποίες η συσσώρευση του κεφαλαίου, από ένα σημείο και ύστερα, ξεπερνά τα εθνικά σύνορα υποχρεώνοντας τα πολιτικά επιτελεία της άρχουσας τάξης στην υιοθέτηση των κατάλληλων πολιτικών, ιδεολογικών, διπλωματικών και στρατιωτικών μεθόδων που διασφαλίζουν την οικονομική επέκταση. Εννοείται ότι στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, η οποία αποτελεί συνάρθρωση επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών που βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό, είναι συχνό το φαινόμενο μία χώρα με ισχυρή στρατιωτική παρουσία να βρίσκεται σε υψηλότερη θέση απ' ότι μια χώρα με καλύτερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, διασφαλίζοντας με την ηγεμονική της παρουσία τα στρατηγικά συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Κατ' αυτό τον τρόπο πραγματοποιούνται μία σειρά από στρατιωτικές επεμβάσεις οι οποίες αποσκοπούν στην καταστολή κινημάτων που επιδιώκουν είτε να αφαιρέσουν ένα κρίκο από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα είτε να αποτρέψουν τη διαδικασία ένταξης νέων σχηματισμών σε αυτή, εξασφαλίζοντας την ιμπεριαλιστική «ομαλότητα» σε νευραλγικές περιοχές.
Το δεύτερο σημείο κριτικής αφορά τη θέση του Κ. Τ. πως «είναι πλέον σαφές ότι --με την εξαίρεση των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και σε μικρότερη έκταση, μερικών ευρωπαϊκών κρατών-- τίθεται ολοένα και λιγότερο, ζήτημα αυτόνομων εθνικών αστικών τάξεων (...) Σήμερα είναι πια σαφές ότι τα τελευταία υπολείμματα αυτών των αυτόνομων αστικών τάξεων έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά υποταχθεί στο κινούμενο και δυνάμει αποεδαφικοποιημένο ‘δι-εθνικό' κεφάλαιο (...) οι κυρίαρχες μερίδες του εγχώριου κεφαλαίου (...) οφείλουν να είναι πάντοτε ικανές να αποεπενδύσουν (...) μορφές και πρακτικές επένδυσης που υιοθετεί το μεγάλο κεφάλαιο θυμίζουν την ιδιαίτερη ανεξαρτησία της ιστορικά αποεδαφικοποιημένης ναυτιλιακής βιομηχανίας (...) το κεφάλαιο δε χρειάζεται καν να επιβάλει συγκεκριμένους όρους στα κράτη και τις κυβερνήσεις. Αρκεί μόνο η απτή απειλή της μετακόμισης και της αποεπένδυσης για να εξουδετερώσει κάθε απόπειρα για κοινωνικές ρυθμίσεις και μείωση των εγχώριων ποσοστών κέρδους» [4] .
Το επιχείρημα αυτό έχει διατυπωθεί και στο παρελθόν όταν από διάφορους κύκλους θεωρητικών της σχολής της εξάρτησης γινόταν προσπάθεια να εξηγηθεί η επιρροή που ασκούσαν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στις κυβερνήσεις των τριτοκοσμικών χωρών. Ωστόσο ούτε και τότε αλλά ούτε και τώρα η συλλογιστική αυτή ευσταθεί. Κι αυτό για τους εξής λόγους:
1) Η θεωρία της εξάρτησης παρουσιάζει μία πληθώρα από αδυναμίες: Καταρχήν παρουσιάζει μία θεωρητική αναστροφή προκρίνοντας την ερμηνεία δημιουργίας των συγκεκριμένων θέσεων εξουσίας ως αποτέλεσμα των δεσμών εξάρτησης και όχι ως συνέπεια των δεδομένων ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης που λειτουργούν στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού [5] . Οι οποιεσδήποτε ιδιομορφίες που παρουσιάζει ένας κοινωνικός σχηματισμός σε σχέση με άλλα κράτη που βρίσκονται σε υψηλότερες θέσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα αποτελούν παράγωγα του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε η ταξική πάλη πρώτα και κύρια στο εσωτερικό του [6] . Με την έννοια αυτή η ένταξη σε ζώνες ιμπεριαλιστικής επιρροής πιο αδύνατων κοινωνικών σχηματισμών υποδηλώνει ένα συγκεκριμένο τρόπο διασύνδεσης και ένταξης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα [7] ο οποίος λειτουργεί σταθεροποιητικά [8] για το εσωτερικό σύστημα εξουσίας. Παράλληλα, και σε ένα πιο γενικό επίπεδο η συγκεκριμένη θεωρία εμφανίζει κι άλλες μεθοδολογικές αδυναμίες όπως είναι ο περιγραφικός χαρακτήρας της θεωρίας, η αδυναμία κατανόησης της μαρξικής θεωρίας της αξίας, η αντίληψη του καπιταλισμού ως συστήματος παραγωγής εμπορευμάτων για την αγορά, η ελλιπής κατανόηση τόσο του ιμπεριαλισμού όσο και του κρατικού φαινομένου, η σύγχυση του φαινομένου της εκμετάλλευσης με την ύπαρξη πλούσιων και φτωχών καθώς και η αποτυχία πρόβλεψης των εξελίξεων που έλαβαν χώρα σε μία σειρά από υπανάπτυκτα κράτη πχ ΝΑ Ασία [9] .
2) Δεν παρατηρείται, όπως θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια, κάποια διαρκής και κολοσσιαία μετακίνηση κεφαλαίων από χώρα σε χώρα σε βαθμό πρωτόγνωρο για το καπιταλιστικό σύστημα κατά τρόπο που να μπορεί να γίνει λόγος για υποβάθμιση των εγχώριων αστικών τάξεων.
3) Η ιδιαιτερότητα της βιομηχανίας μεταφορών [10] επιτρέπει τη σχετικά άνετη μετακίνηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των εμπορικών πλοίων από χώρα σε χώρα σ' αντίθεση με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις που είναι «ριζωμένες» στη χώρα υποδοχής τους. Σε περίπτωση που η μητρική εταιρεία αποφασίσει να αναστείλει τις δραστηριότητες της αντίστοιχης θυγατρικής το εργοστάσιο και ο εξοπλισμός του παραμένει στη χώρα υποδοχής [11] ,
4) Το θεωρούμενο ως «ξένο» κεφάλαιο από τη στιγμή που εντάσσεται στην οικονομική ζωή ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού αποτελεί τμήμα της αστικής του τάξης, οι δραστηριότητές του διέπονται από τους νόμους του συγκεκριμένου κράτους και συμμετέχει ανάλογα με τη δύναμή του στο συνασπισμό εξουσίας --στην πραγματικότητα συγχωνεύεται με το «εθνικό» κεφάλαιο παρά την «ξένη» νομική ιδιοκτησία. Οι οποιεσδήποτε απειλές «επενδυτικής αποχής» δεν διαφοροποιούνται σε τίποτα από τις αντίστοιχες που πολύ συχνά διατυπώνει το «εθνικό» κεφάλαιο στο πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης. Η μόνη διαφορά εστιάζεται στο γεγονός πως «στο επίπεδο του ατομικού- μεμονωμένου κεφαλαίου παραμένουν στο εξωτερικό, στα χέρια μητρικών εταιριών, ορισμένες πλευρές της ουσιαστικής κυριότητας των μέσων παραγωγής τα οποία κατέχουν οι θυγατρικές τους στο εσωτερικό» [12] .
Ένα τρίτο σημείο κριτικής, στις απόψεις του Κ.Τ., συνδέεται με τη θέση πως «Οι επιστημονικές εξελίξεις στην κυβερνητική, η αυτοματοποίηση και η επιστήμη των υπολογιστών, ήδη από τη δεκαετία του '70, οδήγησαν σε μια θεαματική άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και κατέστησαν μια αυξανόμενη μερίδα εργατικού πληθυσμού λειτουργικά πλεονάζουσα» [13] . Εδώ έχουμε τη διατύπωση μίας ευρέως προβαλλόμενης άποψης όπου συνδέεται η αύξηση της παραγωγικότητας με την αύξηση της ανεργίας. Στο περιεχόμενο αυτής της άποψης μπορούν να γίνουν δύο ειδών ενστάσεις. Η πρώτη αφορά το εμπειρικό επίπεδο: αν δεχτούμε τη θέση που μόλις αναφέρθηκε τότε στις πιο αναπτυγμένες τεχνολογικά χώρες (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Γερμανία) θα έπρεπε η ανεργία να εμφανίζει υψηλότερους ρυθμούς. Ωστόσο, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν μία τέτοια τάση:
Παρατηρούμε πως μόνο οι ΗΠΑ για την περίοδο '74-'79 εμφανίζουν ρυθμούς ανεργίας μεγαλύτερους από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ [14] . Αντιθέτως η Ιαπωνία, που αποτελεί και τη χώρα που σημειώνει και τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, παρουσιάζει πολύ χαμηλή ανεργία.
Τα αίτια αυτού του καταρχήν παράδοξου πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός πως η ανεργία προκύπτει από μία σειρά παραγόντων στη διαμόρφωση των οποίων μόνο δευτερευόντως και συμπληρωματικά μπορεί να ληφθεί υπόψη η τεχνολογική εξέλιξη. Έτσι, φαινόμενα όπως η κρίση υπερσυσσώρευσης, η αύξηση του εργατικού δυναμικού μιας χώρας --η οποία συχνά αποτελεί «υποπροϊόν» των πολιτικών λιτότητας, που συμπιέζουν το εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών, και ωθούν στην αγορά εργασίας περισσότερα μέλη τους από ό,τι «παραδοσιακά» (γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι)--, η ανάγκη ύπαρξης εφεδρικού στρατού ανεργίας, οι μεταβολές στο χρόνο εργασίας, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, οι μεταβολές στο βαθμό χρησιμοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων [15], η χαμηλή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, η απουσία εμφάνισης νέων επαγγελμάτων, ο περιορισμός του χρόνου λειτουργίας των μηχανών [16] συντελούν σαφώς περισσότερο στην αύξηση της ανεργίας παρά η βελτίωση της τεχνολογίας. Διαφορετικά ειπωμένο, οι νέες εξελίξεις και η αυτοματοποίηση συντελούν στην αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας [17] . Αυτό σημαίνει πως οι εργαζόμενοι που χάνουν τη δουλειά τους στον αυτοματοποιημένο τομέα της οικονομίας απασχολούνται στο μη αυτοματοποιημένο τομέα, [18] ή σε νεοπαγείς οικονομικές δραστηριότητες και τομείς. Η συνέπεια που υπάρχει από την αυτοματοποίηση της παραγωγής είναι η αύξηση του παραγόμενου προϊόντος --γεγονός που οδηγεί στην περαιτέρω συσσώρευση που με τη σειρά της έχει ανάγκη για να πραγματοποιηθεί προϊόντα που παράγονται στο μη αυτοματοποιημένο τομέα της οικονομίας-- έτσι ώστε να αυξάνεται η ζήτηση εργαζομένων στον τομέα αυτό κ.ο.κ. [19] Βέβαια, είναι δυνατό οι ρυθμοί συσσώρευσης να μειώσουν το ποσοστό του κέρδους και να δημιουργηθούν κρισιακά φαινόμενα, να εκκαθαριστούν μη ανταγωνιστικά κεφάλαια και να σημειωθεί έτσι αύξηση της ανεργίας. Αλλά μία τέτοια εξέλιξη δεν έχει ως καθοριστικό αίτιό της την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Αντιθέτως οι νέες τεχνολογίες αυξάνοντας την παραγωγικότητα μπορούν να λειτουργήσουν θετικά για την απασχόληση, αφού συντελούν στην αύξηση των κερδών και στη μείωση των τιμών κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτή η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων και κατά συνέπεια η αύξηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας [20] .
Το τέταρτο σημείο κριτικής αφορά τους λόγους για τους οποίους το σύγχρονο συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να λειτουργήσει ανασχετικά στο συνεχή περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων των λαϊκών τάξεων. Ο Τσουκαλάς υποστηρίζει πως μέχρι σήμερα «σύμφωνα με τις επικρατούσες κορπορατιστικές εκλογικεύσεις, οι εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις θεωρούνταν ως γενικά "επιλύσιμες", μέσω μιας γενικής συμφωνίας πάνω σε συναινετικές και δίχως εξαναγκασμούς διαδικασίες... Καθώς αυξάνονταν τα κέρδη, αυξάνονταν και οι μισθοί. Η κορπορατίστικη συναίνεση συνόψιζε τις ταξικές διαπραγματεύσεις για τους όρους αναδιανομής ενός διαρκώς αυξανόμενου συνολικού εισοδήματος. Η συναίνεση κατάρρευσε ξαφνικά στα τέλη της δεκαετίας του '70. Η πετρελαϊκή κρίση, η παγκόσμια ανάσχεση των ρυθμών ανάπτυξης και η δημοσιονομική κρίση ανήγγειλαν το τέλος των σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών... οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, που είχαν φτάσει να πιστεύουν πως θα μετείχαν ενεργά και αδιάλειπτα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και συνεπώς θα διαπραγματεύονταν όλους τους όρους της αναδιανομής εισοδήματος, σπρώχτηκαν και πάλι στη γωνία» [21] .
Οι όψεις του προβλήματος που περιγράφει ο Τσουκαλάς είναι αληθινές. Δεν γίνεται, ωστόσο, δυνατό να αναδειχθεί ο πυρήνας του προβλήματος: η αδυναμία σχεδιασμού ενός ταξικά ανεξάρτητου προγράμματος μετάβασης στο σοσιαλισμό από τα αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα, και η σύγχυση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με την παρέμβαση του κρατικού τομέα και την επέκταση του κράτους-πρόνοιας, σταδιακά είχε πολύ αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην αριστερή ιδεολογία όσο και στις δυνατότητες επίλυσης των υπαρκτών προβλημάτων που δημιουργούσε το --εξίσου υπαρκτό-- καπιταλιστικό πλαίσιο παραγωγής. Ταυτόχρονα, η εστίαση αποκλειστικά στο ζήτημα των μισθών και στην κρατική αναδιανεμητική πολιτική άφησε αλώβητη τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και οδήγησε στα γνωστά αδιέξοδα το συνδικαλιστικό κίνημα όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση και περιορίστηκαν οι ρυθμοί ανόδου της παραγωγικότητας.
Αλλαγές στη διαδικασία της παραγωγής όπως η εισαγωγή του ταιηλορισμού δεν αντιμετωπίστηκαν ως βαθύτατα ταξικά προβλήματα αλλά ως ουδέτερες τεχνικές εξελίξεις ενώ ζητήματα όπως η σχέση εκμετάλλευσης επιχειρήθηκε να «επιλυθούν» μέσω της έντασης της αναδιανομής. Το αποτέλεσμα ήταν, παρά την ανάπτυξη σημαντικών εργατικών κινητοποιήσεων, το κεφάλαιο να διατηρήσει την κυριαρχία του στους χώρους παραγωγής, δεδομένης και της αύξησης της παραγωγικότητας με ρυθμούς μεγαλύτερους απ' ό,τι οι αντίστοιχες αυξήσεις των μισθών. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, το βάρος της πάλης επικεντρώθηκε στις πλευρές όπου μπορούσαν να σημειωθούν γρήγορα και ορατά αποτελέσματα και παραγνωρίστηκε η σημασία των «δομικών» δεδομένων, (σχέσεις παραγωγής), που είχαν μια πιο ουσιαστική αξία αφού αφορούσαν τη διατήρηση των μακροπρόθεσμων όρων καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Βέβαια όλα αυτά δεν είναι απλώς αποτελέσματα μίας «αφελούς» αντίληψης των εργατικών οργανώσεων και κομμάτων περί παραγωγικών σχέσεων, αλλά, απότοκα, αφενός, του οικονομισμού, του καταστροφισμού και του εξελικτικισμού του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και αφετέρου της κατανόησης του φαινομένου της εκμετάλλευσης ως λογιστική έκφραση της υπεραξίας και όχι ως συνέπεια των σχέσεων παραγωγής, που παίρνουν τη μορφή του διαχωρισμού διανοητικής- χειρωνακτικής εργασίας και άσκησης του δεσποτισμού του κεφαλαίου [22] .
Το τελευταίο σημείο κριτικής στο κείμενο του Κ.Τ. σχετίζεται με μορφές δράσης τμημάτων του σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος. Ο Τσουκαλάς θεωρεί ότι «όλο και περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων οδηγούνται σε μια προσπάθεια να κάνουν χρήση κάθε διαθέσιμου ειδικού "συγκριτικού πλεονεκτήματος" που μπορεί να έχουν, απειλώντας με κοινωνικό "θόρυβο" ή ειδικές δραστηριότητες "παρενόχλησης", κατάλληλες στο να διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία των απαραίτητων κοινωνικών δικτύων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρακτική του αποκλεισμού των εθνικών δρόμων γίνεται ένας συνήθης τρόπος κοινωνικής πίεσης. Με την έννοια αυτή, οι εντεινόμενες διαφοροποιήσεις και "κλαδικές ανισότητες" στην αντικειμενική ικανότητα των επιμέρους ομάδων να ασκούν "κοινωνική πίεση", εντείνουν τον κατακερματισμό και της αποδιοργάνωση των αγώνων... Ανοργάνωτες και ασυντόνιστες κορπορατιστικές δραστηριότητες οδηγούν έτσι σε ακόμα μεγαλύτερο πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό της τάξης των εργαζομένων» [23] .
Η δική μας θέση είναι πως όλα αυτά τα φαινόμενα δεν μπορούν να προσεγγιστούν μέσω της υιοθέτησης μίας «ηθικιστικής» απαξίωσης, από τη στιγμή που ο χαρακτηρισμός αυτός δεν παύει να είναι ιστορικά και ταξικά προσδιορισμένος. Το πραγματικό πρόβλημα για το σύγχρονο συνδικαλιστικό κίνημα είναι η αδυναμία εκπόνησης τέτοιας μορφής πρακτικών που εκμεταλλευόμενες το περιβόητο «συγκριτικό πλεονέκτημα» θα συντελούσαν στο σχηματισμό ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών γύρω από τους απεργούς, π.χ. παροχή δωρεάν υπηρεσιών στα λαϊκά στρώματα, διοργάνωση ελεύθερων μαθημάτων από τους καθηγητές του δημοσίου κλπ. Μία τέτοια πρακτική θα προσέλκυε τη συμπάθεια κι άλλων κοινωνικών κατηγοριών, αλλά και θα κατόρθωνε να δημιουργήσει ρήγματα στην κυρίαρχη ιδεολογία.
3. Μία εισαγωγική αναφορά στην πολιτική του σύγχρονου κράτους
Η θέση που υποστηρίζεται από τη δική μας πλευρά είναι πως οτιδήποτε έχει να κάνει με αλλαγές στη λειτουργία του κράτους θα πρέπει να γίνει αντικείμενο προσέγγισης δύο διαπλεκόμενων μεταξύ τους διαδικασιών: της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Είναι προφανές ότι η διαδικασία της διεθνοποίησης προηγείται ιστορικά αφού αποτελεί εγγενές στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που επιχειρεί να ξεπεράσει τα «στενά» όρια του εθνικού χώρου και να δημιουργήσει νέους όρους πραγματοποίησης της κεφαλαιακής συσσώρευσης [24] . Η θέση αυτή σε καμία περίπτωση δε σημαίνει «περίσσευμα» κεφαλαίου που πρέπει οπωσδήποτε κάπου να κατευθυνθεί, αλλά προσανατολισμό του κεφαλαίου σε περιοχές όπου τα ποσοστά κέρδους αναμένονται υψηλότερα [25] .
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, από την άλλη, συνιστά την πολιτική ξεπεράσματος της κρίσης υπερσυσσώρευσης και την τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου προς όφελος του τελευταίου. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν για λόγους σαφήνειας ξεχωριστά οι δύο διαδικασίες.
4. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου
4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Με τον όρο διεθνοποίηση εννοούμε την ένταση των ρυθμών εξαγωγής επενδυτικών κεφαλαίων, μεταφοράς εμπορευμάτων καθώς και του χρηματικού κεφαλαίου. Η τάση αυτή πραγματοποιείται σε συνδυασμό με το σχηματισμό υπερεθνικών ολοκληρώσεων που συντελούν στη συγκρότηση ζωνών ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Βέβαια οι ολοκληρώσεις αυτές δεν αποτελούν μία «ουδέτερη» νομοτελειακή εξέλιξη αλλά τη θεσμική αποκρυστάλλωση της κυριαρχίας των πιο ανταγωνιστικών μερίδων κάτω από την ηγεμονία των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών χωρών. Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις αυτές δεν οδηγούν σε κάποιου είδους μαρασμό του κράτους. Η θεσμική υλικότητα του κράτους οργανώνει την πολιτική εξουσία του άρχοντος συγκροτήματος λειτουργεί προς όφελος της διασφάλισης των αναγκαίων όρων αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ενεργοποιεί του Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (ΙΜΚ) μορφοποιώντας την κυρίαρχη-εθνική ιδεολογία, υποστηρίζει το εγχώριο κεφάλαιο στο διεθνή ανταγωνισμό. Για να περιγραφεί αυτή η κατάσταση, η πιο κατάλληλη έννοια είναι εκείνη της ιμπεριαλιστικής αλυσίδα, που εισήγαγε ο Λένιν [26] για να περιγράψει τις ανισόμετρες, ιεραρχημένες και ανταγωνιστικές σχέσεις των επιμέρους καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, η οποία δεν αποτελεί μια ενιαία παγκόσμια οικονομική δομή, αλλά τη διεθνή συνάρθρωση διαφορετικών (εθνικών) κοινωνικο-οικονομικών δομών [27] . Με τον τρόπο αυτό το κέντρο της ανάλυσης δεν εστιάζεται στην ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών, αλλά στη συνολική ισχύ (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική) ενός κοινωνικού σχηματισμού. Ανάλογα με το μέγεθος αυτής της ισχύος τα κράτη εντάσσονται στις ανώτερες ή στις κατώτερες βαθμίδες της αλυσίδας. Εννοείται ότι θέσεις των κρατών στην ιεραρχία αυτή διακυβεύονται από την έκβαση της ταξικής πάλης.
Αποφασιστικός παράγοντας της διεθνοποίησης --πέρα από τις τεχνολογικές εξελίξεις που μειώνουν αποφασιστικά τους χρόνους κυκλοφορίας και συναλλαγών-- είναι το γεγονός της ύπαρξης διαφορετικών επιπέδων παραγωγικότητας μεταξύ κεφαλαίων ομοειδών κλάδων --επιπέδων παραγωγικότητας που δεν καλύπτονται από τη νομισματική πολιτική που ακολουθούν οι χώρες με τα χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας. Γίνεται έτσι πιο προσοδοφόρο για τις πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις η επέκταση των δραστηριοτήτων τους εκτός των εθνικών συνόρων. Βρισκόμαστε με αυτό τον τρόπο απέναντι σε μια διαδικασία όπου, αφενός, το «ξένο» επενδυόμενο στη χώρα υποδοχής ενσωματώνεται στο «εθνικό» κεφάλαιο της νέας «πατρίδας» του. Από την άλλη το γεγονός της σύνδεσής του με τη χώρα προέλευσης συντελεί στην ενσωμάτωση στο νέο κοινωνικό σχηματισμό πλευρών των ανταγωνισμών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Χωρίς, όμως, η ιδιαιτερότητα αυτή να οδηγεί σε σημαντική υποβάθμιση των εγχώριων αστικών τάξεων ώστε να θεωρείται ότι λειτουργούν παραπληρωματικά και ηγεμονευόμενα απέναντι στο «ξένο» κεφάλαιο.
Στα πλαίσια αυτών των εξελίξεων μπορεί να εξεταστεί και το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τελευταία αποτελεί ένα αντιφατικό εγχείρημα το οποίο προσπαθεί να ενσωματώσει σε μία ενιαία διαδικασία κεφάλαια και συλλογικούς κεφαλαιοκράτες (κράτη). Είναι, όμως, αντιφατικό γιατί, αφενός, περιλαμβάνει σχηματισμούς με διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και, αφετέρου, εθνικά κράτη με διαφορετικές προτεραιότητες, ιεραρχήσεις και συμμαχίες. Παρόλα αυτά τα αντιφατικά σημεία η αξία του εγχειρήματος συνδέεται με τη δυνατότητα της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και τη μελλοντική πιθανότητα δημιουργίας κοινού νομίσματος --γεγονότα που συντελούν στην εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων, τα οποία δεν μπορούν πλέον να στηρίζονται στον προστατευτικό μηχανισμό των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Κατ' αυτό τον τρόπο επέρχεται μια τροποποίηση των ταξικών συσχετισμών δύναμης προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου, έτσι ώστε τα εθνικά κεφάλαια κάθε χώρας να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Για την επίτευξη αυτής της μετατόπισης των συσχετισμών, που αποτελεί μέθοδο καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, χρησιμοποιούνται στο επίπεδο της βάσης μία σειρά από επιθετικές πολιτικές του κεφαλαίου (αύξηση της ανεργίας, λιτότητα, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις στην κατεύθυνση της «ευελιξίας», ιδιωτικοποιήσεις κλπ.). Στο χώρο του εποικοδομήματος αναβαθμίζονται τα ΜΜΕ ως ΙΜΚ, ενισχύεται ο ρόλος της διοίκησης, υποβαθμίζονται τα πολιτικά κόμματα κ.α [28] .
4.2. Τα ιστορικά προλεγόμενα της διεθνοποίησης
Αυτό που πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι πως η διαδικασία της διεθνοποίησης δεν αποτελεί πρωτόγνωρο φαινόμενο. Αντίθετα, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα διαπιστώνεται η αρχή της επέκτασης του κεφαλαίου εκτός εθνικών συνόρων σε μαζική κλίμακα. Η εκμετάλλευση των αποικιών συνετέλεσε αποφασιστικά στις εξελίξεις αυτές. Έτσι, η αύξηση των ρυθμών της εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων σ' ένα γενικό επίπεδο, καθώς και οι ανάγκες μεταφοράς αγαθών προς τις αποικίες αλλά και εισαγωγή πρώτων υλών από αυτές σηματοδότησαν την πρώτη φάση της διεθνοποίησης [29] . Στο τέλος του 19ου αιώνα παρατηρείται, πέρα από μία πρώιμη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του παραγωγικού κεφαλαίου, η αύξηση της κυκλοφορίας του χρηματικού κεφαλαίου κύρια με τη μορφή των δανείων προς τις αποικίες. Αυτό αφενός στήριζε το συνασπισμό των κυρίαρχων (προκαπιταλιστικών) τάξεων [30] , και αφετέρου συνέβαλλε στον καπιταλιστικό μετασχηματισμό των προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων [31] . Στις αρχές του 20ου αιώνα η περαιτέρω διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου, αλλά και του χρηματικού κεφαλαίου, σχετίζεται με την ανάδυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες συνδέθηκαν με τους εξορυκτικούς και πρωτογενείς τομείς των προκαπιταλιστικών οικονομιών [32] .
Η ένταση των ρυθμών διεθνοποίησης θα διακοπεί λόγω των δύο παγκοσμίων πολέμων και η διαδικασία αυτή θα επανεκκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του '50. Ωστόσο ακόμα και σήμερα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τους ρυθμούς της προ του α΄ παγκοσμίου πολέμου περιόδου. Ταυτόχρονα μία μελέτη του Tomlinson [33] διαπιστώνει ότι το ύψος των χρηματιστικών και εμπορικών εισροών σε σχέση με το ΑΕΠ για τις δυτικές οικονομίες ήταν σε σαφώς ανώτερα επίπεδα την περίοδο 1905-1914 σε σχέση με τη δεκαετία του '80.
Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και η μελέτη του Aglietta και της ομάδας ερευνητών του CEPII, η οποία επισημαίνει ότι το 1913 οι συσσωρευμένοι χρηματιστικοί τίτλοι αντιπροσώπευαν τρεις φορές την αξία του παγκοσμίου εμπορίου της εποχής εκείνης ενώ σήμερα οι αντίστοιχοι διεθνείς τίτλοι δεν ξεπερνούν το διπλάσιο του παγκοσμίου εμπορίου [34] .
Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν τη βασική θέση του άρθρου, ότι δηλαδή η διεθνοποίηση αποτελεί εγγενή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά ακριβώς επειδή είναι τάση πρέπει να ελέγχονται οι εκάστοτε διαστάσεις της προς αποκατάσταση της πραγματικότητας αλλά και προς αποκάλυψη του ιδεολογικού χειρισμού ανάλογων φαινομένων για την ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων στους στόχους και την στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων [35] .
4.3. Άλλο διεθνοποίηση και άλλο παγκοσμιοποίηση.
Στα πλαίσια της προσπάθειας μετακύλισης του κόστους της διεθνοποίησης που προέρχεται από την όξυνση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων έχει επινοηθεί και το ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με το τελευταίο, οι συναλλαγές και οι επενδύσεις μεταξύ των διαφορετικών χωρών έχουν φτάσει σε τέτοια επίπεδα ώστε πλέον όλος ο πλανήτης αποτελεί μία οιονεί ενιαία οικονομία --μία παγκοσμιοποιημένη αγορά. Εξηγήθηκε ήδη ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου και η τεχνολογική πρόοδος διευκολύνουν την ένταση των ρυθμών της διεθνοποίησης. Ωστόσο από τη σημείο αυτό μέχρι να γίνεται λόγος για ομογενοποίηση του παγκόσμιου οικονομικού χώρου υπάρχει τεράστια διαφορά. Όπως θα φανεί και από την παράθεση του σχετικού εμπειρικού υλικού, τα κεφάλαια επενδύονται σε επιλεγμένες περιοχές [36] , όπου η παραγωγικότητα του συλλογικού εργάτη είναι υψηλή και αναμένονται υψηλά επίπεδα αποδοτικότητας του κεφαλαίου και όχι όπου μονοσήμαντα το εργατικό κόστος κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα ο σχηματισμός των υπερεθνικών ολοκληρώσεων με τη δημιουργία ευνοϊκών όρων μετακίνησης κεφαλαίων για τις χώρες-μέλη συντελούν στην αύξηση των συναλλαγών και των κεφαλαιακών ροών μεταξύ κρατών που βρίσκονται σε συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικότητας.
Τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα αποδεικνύουν το βάσιμο των ισχυρισμών μας. Οι εμπορικές συναλλαγές στη μεγάλη τους πλειοψηφία πραγματοποιούνται από μία συγκεκριμένη ομάδα χωρών, η οποία σε μακροκλίμακα παρουσιάζει αυξητικές τάσεις.
Αλλά και στο επίπεδο του παραγωγικού κεφαλαίου παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο: τα κεφάλαια που προέρχονται από τις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες επενδύονται σε συντριπτικό βαθμό στο εσωτερικό των «μητρικών» χωρών [37] και σε πάρα πολύ περιορισμένη κλίμακα στο εξωτερικό --και μόνον στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού [38] . Οι άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό αντιπροσωπεύουν μόνο 1,1% του ΑΕΠ των χωρών του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ επένδυσαν (1990) 0,6% του ΑΕΠ τους, η Ιαπωνία 1,6% και η Γερμανία 1,4%. Παράλληλα, οι συσσωρευμένες επενδύσεις από το εξωτερικό είναι στις ΗΠΑ μόλις 1,6% του συνολικού επενδυμένου κεφαλαίου και περίπου 0,3% με 0,5% για Ιαπωνία και Γερμανία [39] . Ταυτόχρονα και στις περιπτώσεις των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων από το εξωτερικό συντριπτική είναι η συμμετοχή των αναπτυγμένων χωρών. Συγκεκριμένα, οι χώρες του ΟΟΣΑ συγκεντρώνουν περισσότερο από το 95% των εκροών άμεσων επενδύσεων και περίπου 80% των εισροών άμεσων επενδύσεων [40] , ενώ το 77,6% των ξένων επενδύσεων που έγιναν το 1990 στις ΗΠΑ προέρχονταν από τις χώρες της ΕΟΚ και την Ιαπωνία, και το 71,6% των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ στο εξωτερικό κατευθύνθηκε προς τις χώρες της ΕΕ, την Ιαπωνία και τον Καναδά. Παράλληλα πάνω από το 75% των ξένων επενδύσεων που γίνονται στην Ιαπωνία προέρχεται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την ΕΕ, ενώ οι επενδύσεις της Ιαπωνίας προς το εξωτερικό που κατευθύνονται προς τις χώρες αυτές ξεπερνούν το 70% [41] .
Συμπερασματικά παρατηρούμε πως παρά τα όσα διατείνονται διάφορες πλευρές, ο κύριος όγκος των επενδύσεων και των οικονομικών συναλλαγών κατευθύνεται στις ισχυρές καπιταλιστικά χώρες και με ρυθμούς μάλιστα πιο έντονους απ' ότι πριν από 40 χρόνια που το μύθευμα της «παγκοσμιοποίησης» δεν είχε ακόμα επινοηθεί. Κάτω από αυτό το πρίσμα η προβολή του ιδεολογήματος της «παγκοσμιοποίησης», όταν δε γίνεται από άγνοια των δεδομένων, αποσκοπεί στη δημιουργία ουμανιστικών ιδεολογικών σχημάτων, σύμφωνα με τα οποία επέρχεται η κατάργηση των εθνικών συνόρων, οι διαχωρισμοί μεταξύ των ανθρώπων, πιθανότατα το τέλος των στρατιωτικών συρράξεων κλπ. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό που συμβαίνει είναι η ένταση των κεφαλαιακών ανταγωνισμών, όπου ως συγκριτικό πλεονέκτημα χρησιμοποιείται ο βαθμός επίτευξης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (περιορισμός του εργατικού κόστους, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών βάση της ανταποδοτικότητας κ.λπ.) και η μετακύλιση του βάρους της διεθνοποίησης στην εργατική τάξη.
4.4. Κράτος και διεθνοποίηση
Όπως ήδη υποστηρίχθηκε το γεγονός της διεθνοποίησης και η συγκρότηση των πολυεθνικών ολοκληρώσεων δεν πρέπει να οδηγεί σε θεωρίες περί τέλους, υποβάθμισης ή μαρασμού του κράτους. Ο Ν. Πουλαντζάς, που με αξιοθαύμαστη διορατικότητα είχε αναφερθεί στο πρόβλημα από τα μέσα της δεκαετίας του '70, παρατήρησε πως το πέρασμα σε κάθε νέα στάδιο της διεθνοποίησης προκαλεί την υπερ-εθνικοποίηση των κρατών [42] . Αυτό σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να ανταποκριθεί όσο το δυνατό καλύτερα στα νέα δεδομένα. Δηλαδή να μεριμνά για τη συνοχή του συνασπισμού εξουσίας, την αναπαραγωγή των αστικών κοινωνικών σχέσεων [43] , την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης αλλά και την αναβάθμιση της θέσης του κοινωνικού σχηματισμού στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Με αυτήν την έννοια οι θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους δεν τροποποιούνται ακόμα και στην περίπτωση που η δυναμική της διεθνοποίησης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης επιτάσσουν μία σειρά από ενέργειες που μέχρι πρότινος θα ήταν αδιανόητες [44] . Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αλλαγών αποτελούν η πορεία προς το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, οι αρμοδιότητες που αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα αλλά και μία σειρά από λειτουργίες των υπηρεσιών των Βρυξελλών. Παράλληλα, η διαδικασία αναβάθμισης των λειτουργιών του εθνικού κράτους που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών κεφαλαίων και τη μετακύλιση του κόστους της στα λαϊκά στρώματα εντείνει τη μετάθεση των εξουσιών προς κέντρα αδιαπέραστα στο λαϊκό έλεγχο [45] (τραπεζίτες, κυβερνητικές επιτροπές, τεχνοκρατικά επιτελεία, πρωθυπουργικοί σύμβουλοι) εντείνοντας τα χαρακτηριστικά του αυταρχικού κράτους.
Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητή η ιδιαιτερότητα της σχέσης εθνικού-υπερεθνικού στις νέες συνθήκες. Η διαδικασία των συναποφάσεων των εθνικών κρατών στα πλαίσια των υπερεθνικών ολοκληρώσεων περιλαμβάνει μία σειρά από σύνθετες πτυχές που ξεπερνούν κατά πολύ τη μονοδιάστατη σχέση κράτος-υπερεθνική οντότητα. Στην πραγματικότητα είναι παρόντα και όλα τα κράτη-μέλη (το καθένα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του) [46] , γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση συμμαχιών, εξισορροπητικών τάσεων αλλά και αντιπαλοτήτων και αδιεξόδων. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα νέο πεδίο δράσης όπου το εθνικό κράτος μεταβάλλεται στο φορέα διαχείρισης των νέων συμμαχιών [47] καθώς και του περιεχομένου τους, ανάλογα με τη στρατηγική και τους στόχους που έχουν ήδη χαραχθεί σε εθνικό επίπεδο.
Για να το πούμε διαφορετικά, δεν υπάρχει κάποια «υπερφυσική» δύναμη που ωθεί τα εθνικά κράτη να ενταχτούν στις υπερεθνικές ολοκληρώσεις αλλά η επίγνωση πως με αυτό τον τρόπο θα ωφεληθούν περισσότερο τα συμφέροντα της ηγετικής μερίδας του εθνικού συνασπισμού εξουσίας. Στο εσωτερικό των ολοκληρώσεων μέσα από δυσχερείς διαπραγματεύσεις λαμβάνονται αποφάσεις που, συμπυκνώνοντας τον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης μεταξύ των διαφορετικών μελών, αποσκοπούν στη καλύτερη δυνατή διαχείριση των ταξικών συμφερόντων που εκφράζουν. Στην περίπτωση που υπάρχει ριζική διαφωνία ενός μέλους τότε είτε δεν συμμετέχει σε αυτά που οι άλλοι αποφασίζουν είτε προβάλλει βέτο [48] . Παράλληλα, ο σχηματισμός των νέων ολοκληρώσεων δημιουργεί την ανάγκη συγκρότησης γραφειοκρατικών θεσμών διαχείρισης των πρακτικών ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής των διεθνών αποφάσεων. Κατ' αυτό τον τρόπο η «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», π.χ., δεν αποτελεί όργανο ξεκομμένο από τις επιδιώξεις των εθνικών κρατών αλλά ένα υποστηρικτικό θεσμικό σύνολο [49] που, διατηρώντας τις ιδιαιτερότητες της διοικητικής γραφειοκρατίας, συμπυκνώνει και αναπαράγει τους εθνικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς [50] .
5. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση
Αναφέρθηκε ήδη πως για να γίνει κατανοητή η διαδικασία της διεθνοποίησης θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο εγχείρημα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Είναι προφανές ότι οι δύο διαδικασίες δεν ταυτίζονται. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου αποτελεί ένα εγγενές συστατικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που, όταν το επιτρέπουν οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο [51] , διευρύνεται συνεχώς. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει λάβει από τα τέλη της δεκαετίας του '70, αποτελεί ένα σχέδιο των κυρίαρχων τάξεων για ανατροπή του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου και ξεπεράσματος των επιπτώσεων της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Διαφορετικά ειπωμένο, τα χαρακτηριστικά της κρίσης υπερσυσσώρευσης αντιμετωπίζονται ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία και τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, η κρίση του '29 αντιμετωπίστηκε με την εφαρμογή του New Deal και τη διεύρυνση της κρατικής παρέμβασης στο άμεσο οικονομικό πεδίο. Αντιθέτως, οι δύο κρίσεις της δεκαετίας του '70 γίνεται προσπάθεια, από την πλευρά του κεφαλαίου, να επιλυθούν μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας, της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων, της συρρίκνωσης των εργατικών εισοδημάτων και του περιορισμού των λαϊκών κατακτήσεων.
Κοντολογίς, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η διεθνοποίηση αποτελούν δύο διαφορετικά φαινόμενα τα οποία διαπλέκονται πολύ στενά, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο του ενός να επηρεάζει έντονα τις εξελίξεις στο άλλο. Βάσει αυτής της συλλογιστικής κρίνεται αναγκαία η πιο διεξοδική αναφορά στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση ώστε να γίνει φανερή η αλληλεξάρτηση των δύο διαδικασιών.
5.1. Το οικονομικό περιεχόμενο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση αποτελεί μία διαδικασία που χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και αποσκοπεί σε συνολική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης προς όφελος της «νεκρής» εργασίας. Μία προσπάθεια που ως βασικό στόχο έχει την αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, αλλά, ταυτόχρονα, περιλαμβάνει πολιτικές και ιδεολογικές αναδιατάξεις που επιδιώκουν την νομιμοποίηση των επιχειρούμενων αλλαγών και την ενσωμάτωση των κυριαρχούμενων στρωμάτων στη στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων. Έτσι, το αναδιαρθρωτικό εγχείρημα περιλαμβάνει μία σειρά από μέτρα που στοχεύουν στην αύξηση του μεριδίου του κεφαλαίου στο συνολικό παραγόμενο προϊόν και στην ανάδυση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης που οδηγούν σε ένταση του οικονομικού ανταγωνισμού και σε αποβολή των πιο αδύναμων τμημάτων του κεφαλαίου.
Συγκεκριμένες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι: α) οι πολιτικές λιτότητας και μείωσης των εργατικών εισοδημάτων έτσι ώστε το εργατικό κόστος να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, β) η διατήρηση της ανεργίας σε πολύ υψηλά ποσοστά με στόχο την ύπαρξη ενός αυξημένου εφεδρικού στρατού εργασίας έτσι ώστε ο φόβος της απόλυσης με άμεση αντικατάσταση να κρατά συνδικαλιστικά ανενεργούς τους εργαζόμενους, γ) ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των μισθωτών, δ) η πραγματοποίηση ενός προγράμματος γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων που αφενός αφορούν τους κλάδους τεχνολογικής αιχμής --που στις νέες συνθήκες αναμένεται να παρουσιάσουν αυξημένα επίπεδα αποδοτικότητας -- και, αφετέρου, τον χρηματοπιστωτικό τομέα λόγω της νευραλγικής σημασίας που αποκτά στη σημερινή συγκυρία, ε) η υιοθέτηση κατάλληλης πολιτικής χρήματος αλλά και νομισματικής πολιτικής, οι οποίες οδηγούν στη δημιουργία ακριβού χρήματος και στον περιορισμό της προστατευτικής πολιτικής απέναντι στα ξένα κεφάλαια υψηλότερης παραγωγικότητας (γεγονός που συντελεί στην υποβάθμιση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαιακών μερίδων), στ) ο περιορισμός των λειτουργιών του κράτους πρόνοιας κατά τρόπο που από τη μία να ιδιωτικοποιούνται πολλές από αυτές και από την άλλη να περιορίζεται το κόστος που αναλάμβαναν τα αστικά στρώματα για την πραγματοποίηση αυτών των δημόσιων λειτουργιών, ζ) τη μετατροπή ενός μεγάλου τμήματος των λεγόμενων «προσωπικών υπηρεσιών» σε καθαρά παραγωγικές [52] δραστηριότητες που εντάσσονται στο δευτερογενή τομέα παραγωγής (εκπαίδευση, ΜΜΕ, εταιρείες γρήγορου φαγητού, ασφαλίσεις, εταιρείες ερευνών) και αναδύουν για το κεφάλαιο νέες δυνατότητες κερδοφορίας.
Τεράστιας σημασίας είναι και οι μεταβολές που λόγω της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης σημειώνονται στις εργασιακές σχέσεις. Αυτό που επιδιώκεται είναι η αλλαγή των μορφών εργασιακής απασχόλησης έτσι ώστε, μέσω μιας ευλύγιστης οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, να μειώνεται το κόστος παραγωγής και να μεγιστοποιούνται τα κέρδη. Κατ' αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας με ρυθμούς μεγαλύτερους από την αντίστοιχη αύξηση του κεφαλαίου ώστε να αποτρέπεται η εμφάνιση φαινομένων κρίσης υπερσυσσώρευσης.
Οι νέες μορφές που το κεφάλαιο επιχειρεί να εισαγάγει είναι οι εξής: 1) μερική απασχόληση, 2) τέταρτη βάρδια, 3) δουλειά με το κομμάτι, 4) η λεγόμενη σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα, 5) δουλειά στο σπίτι, 6) τηλεργασία, [53] 7) παράλληλη χρησιμοποίηση ξένων-ανασφάλιστων εργατών, όπου χρειάζεται ανειδίκευτη εργασία, 8) «ευέλικτη» χρησιμοποίηση του συνολικού χρόνου εργασίας και υπερωρίες, 9) συστήματα πριμ, 10) μετακίνηση των εργαζομένων από τομέα σε τομέα απασχόλησης στο ίδιο το εργοστάσιο [54] .
Τα επιμέρους αίτια χρησιμοποίησης αυτών των μεθόδων, πέρα από το βασικό που είναι η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, σχετίζονται με:
1) Την αύξηση του ανταγωνισμού λόγω του ανοίγματος των συνόρων, σε συγκεκριμένες περιοχές και αγορές με δεδομένες καταναλωτικές δυνατότητες, που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν δυσχέρειες στην ομαλή λειτουργία τους, όπως είναι η καθυστέρηση στην παράδοση εμπορευμάτων, οι μηχανολογικές βλάβες, η αυξημένη ζήτηση σε περιόδους αιχμής, που αναγκάζει τις επιχειρήσεις να μειώνουν τους νεκρούς χρόνους [55] , η πραγματοποίηση υψηλών επενδύσεων σε περίπτωση συγκυριακής αύξησης της ζήτησης κλπ [56] .
2) Την προσπάθεια μείωσης των εξόδων λειτουργίας σε περιόδους χαμηλής ζήτησης.
3) Τη μείωση του εργατικού κόστους που δημιουργούν οι εργοδοτικές εισφορές για κοινωνική ασφάλιση, αποζημίωση, διάφορα επιδόματα κλπ.
4) Τη δυνατότητα ταχύτατης απόλυσης εργαζομένων είτε για λόγους χαμηλής παραγωγικότητας είτε λόγω ανάπτυξης συνδικαλιστικής δράσης [57] .
5.2. Σχετικά με τις αλλαγές που επιφέρει η αναδιάρθρωση στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο
Η επίθεση αυτή του κεφαλαίου δεν αφορά μόνο δραστηριότητες της οικονομικής σφαίρας των κοινωνικών σχηματισμών, αλλά επεκτείνεται και στο χώρο του εποικοδομήματος. Έτσι ενισχύεται ακόμα περισσότερο η εξουσία των πιο στεγανοποιημένων --από την παρουσία των λαϊκών στρωμάτων-- τμημάτων της κρατικής γραφειοκρατίας και, στο πλαίσιο της δημιουργίας των νέων υπερεθνικών ολοκληρώσεων, θεσμοποιούνται καινούριες μορφές διοίκησης ακόμα πιο απομακρυσμένες και αδιαπέραστες από κάθε μορφή κοινωνικού ελέγχου. Ταυτόχρονα αναβαθμίζονται τα ΜΜΕ ως Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους, που αναλαμβάνουν τη διάδοση των νέων ιδεολογικών σχημάτων --με κυρίαρχα αυτά της εθνικής ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της παγκοσμιοποίησης και της τεχνοκρατίας-- ενσωματώνοντας τα θιγόμενα από την αναδιάρθρωση στρώματα στους στόχους και στις ιεραρχήσεις των κυρίαρχων τάξεων. Η λειτουργία αυτή διευκολύνει την προσπάθεια αναδιάταξης των υφιστάμενων κοινωνικών συμμαχιών με το σχηματισμό συνασπισμών εξουσίας στους οποίους μετέχουν, αφενός, κοινωνικά στρώματα που αναβαθμίζονται από τη διαδικασία της αναδιάρθρωσης, και, αφετέρου (ως τάξεις-στηρίγματα) κοινωνικές μερίδες που έχουν αντικειμενικά συμφέροντα αντίθετα με αυτά των κυρίαρχων τάξεων, αλλά η διάρρηξη των ταξικών σχέσεων αλληλεγγύης (πολιτικός και ιδεολογικός κατακερματισμός της εργατικής τάξης με αδυναμία εκπόνησης αυτόνομης ταξικής πολιτικής από την πλευρά των εργατικών οργανώσεων), συντελεί στη μεταβολή τους σε στηρίγματα του μπλοκ εξουσίας.
Τέλος, σημαντικότατες μεταβολές σημειώνονται στα πολιτικά κόμματα. Τα κόμματα, από την αρχή της εμφάνισής τους με τη μορφή των μαζικών πολιτικών θεσμών, προσπαθούσαν να συνδυάσουν την έκφραση των ιδιαίτερων κοινωνικών δυνάμεων που αντιπροσώπευαν με τη διάχυση της νομιμοποίησης της κρατικής πολιτικής και την ενσωμάτωση των αντιπροσωπευόμενων στρωμάτων μέσω της δυϊλισης των κοινωνικών αιτημάτων. Οι αλλαγές που επιφέρει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη δεύτερη λειτουργία: οργάνωση της λαϊκής νομιμοποίησης απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας σειράς τροποποιήσεων της «παραδοσιακής» λειτουργίας των κομμάτων: διατύπωση κομματικού λόγου όπου δεν είναι εμφανείς οι διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς καθώς και οι ιδιαιτερότητες των κοινωνικών συμμαχιών που καθένα αντιπροσωπεύει, όσμωση του πολιτικού δυναμικού με τις κορυφές της διοίκησης και τον κόσμο των επιχειρήσεων, απομαζικοποίηση των πολιτικών φορέων και απουσία εσωτερικών λειτουργιών --με παράλληλη υποβάθμιση της δράσης των απλών μελών--, ενίσχυση της σημασίας που έχει η συχνή παρουσία των κομματικών κορυφών στα ΜΜΕ κλπ.
6. Συμπέρασμα
Στην εργασία αυτή επιχειρήθηκε, αρχικά, η παρουσίαση ενός άρθρου του Κ. Τσουκαλά, η ανάδειξη των θετικών σημείων και η άσκηση κριτικής. Η επιλογή του άρθρου του Τσουκαλά έγινε γιατί αναδεικνύει μία σειρά από θεωρητικά προβλήματα της συζήτησης για το σύγχρονο κράτος. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να προσεγγιστούν οι μετασχηματισμοί της δομής του σύγχρονου κράτους μέσα από το πρίσμα των εξελίξεων σε δύο ξεχωριστές, αλλά ταυτόχρονα διαπλεκόμενες διαδικασίες: τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και την καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Η συσσώρευση του κεφαλαίου δημιουργεί τους απαραίτητους όρους για να υπερβεί το κεφάλαιο τα «ασφυκτικά» εθνικά πλαίσια. Η αναδιάρθρωση προκύπτει μέσα από τις αντιφάσεις της διεθνοποίησης και τα προβλήματα που γεννά στο κεφάλαιο η κρίση υπερσυσσώρευσης. Το κράτος μέσα σε αυτές τις συνθήκες τροποποιεί ορισμένες από τις λειτουργίες του χωρίς, ωστόσο, να αυτοκαταργείται. Τα καινούρια δεδομένα (οι σχηματισμοί νέων υπερεθνικών ολοκληρώσεων και η ανάγκη «προχωρήματος» της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης) οδηγούν τους συλλογικούς κεφαλαιοκράτες σε νέες μορφές παρέμβασης-ρύθμισης των κοινωνικών αντιθέσεων προς όφελος του μακροπρόθεσμου συμφέροντος των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Με την έννοια αυτή ακόμα και η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί την πιο προωθημένη προσπάθεια ενοποίησης οικονομικών αγορών και κρατικής πολιτικής, δεν υποκαθιστά το υπάρχον κρατικό επίπεδο, στα πλαίσια ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά συγκροτεί ένα επιπλέον πεδίο χάραξης αστικών στρατηγικών. Κατ' αυτό τον τρόπο σχηματίζεται ένα πλαίσιο ασταθών ισορροπιών, εθνικών ή κοινωνικών συμβιβασμών και αντιφατικών στρατηγικών όπου ο επαναδιατυπωμένος ρόλος του εθνικού κράτους αποκτά κομβική σημασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA
1. ΕΛΛΗΝΙΚη
Αλτουσέρ Λ., «Η έννοια του οικονομικού νόμου στο Κεφάλαιο», Θέσεις τ. 15, 1986.
Βεργόπουλος K., «Το Νέο Παγκόσμιο Σύστημα» στο Ν. Θεοτοκάς κ.α, Αναδρομή στον Μαρξ, εκδ. Δελφίνι, 1996.
Θεοτοκάς N. κ.α, Αναδρομή στον Μαρξ, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα, 1996.
Ιωακείμογλου Η. «Το τέλος της Αριστεράς και η ανάδυση των αντικαπιταλιστικών κινημάτων», Θέσεις τ. 30, 1990.
Ιωακείμογλου Η., «Οι καθοριστικοί παράγοντες της απασχόλησης», Τετράδια του ΙΝΕ τ. 5, 1996.
Ιωακείμογλου Η., «Βιομηχανική απασχόληση: ο μηχανισμός της κρίσης», Τετράδια του ΙΝΕ τ. 8-9, Οκτώβριος 1996- Απρίλιος 1997.
Κοτζιάς Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση: Ένα σύστημα εν τω γίγνεσθαι, Δελφίνι, Αθήνα, 1995.
Λένιν Β., Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Άπαντα τόμος 27, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977.
Λυμπεράκη Α., «Στον αστερισμό της ευελιξίας», Θέσεις, τ. 32, 1990.
Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τόμος 2, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1979.
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο τόμος 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1979-α.
Μαστραντώνης Τ.- Μηλιός Γ., «Η θεωρία της Αριστεράς για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού», Θέσεις τ. 2, 1983.
Μαυρής Γ.- Τσεκούρας Θ., «Το ξένο κεφάλαιο και η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού», Θέσεις τ. 2, 1983.
Μηλιός Γ., «Ο Ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης- περιφέρειας» Θέσεις τ. 5, 1983.
Μηλιός Γ., «Οι αριστερές θεωρίες για την εξάρτηση και οι εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού», Θέσεις τ. 9, 1984.
Μηλιός Γ., Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Εξάντας, Αθήνα, 1988.
Μηλιός Γ., «Ζητήματα της διεθνούς οικονομίας», Θέσεις τ. 55, 1996.
Μηλιός Γ. - Ιωακείμογλου Η., Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών, Εξάντας, Αθήνα, 1990.
Μπους K., «Προστατευτικές τάσεις στο διεθνές εμπόριο και η πολιτική των συνδικάτων», Θέσεις τ. 11, 1985
Μπους K., «Η εξέλιξη των διεθνών άμεσων επενδύσεων και το εθνικό κράτος, Θέσεις τ. 26, 1989.
Παλαιός Α. Β., Ζητήματα Θεωρίας του Ιμπεριαλισμού, Οδυσσέας, Αθήνα 1987.
Πουλαντζάς N., Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, Αθήνα, 1990.
Ρικάρντο N., ΑρχαίΠολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, Γκοβόστης, Αθήνα, 1938.
Σακελλαρόπουλος Σ., Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος, Νέα Σύνορα- Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, 1998.
Σταμάτης Γ., «Αυτοματοποίηση της παραγωγής και μαρξιστική θεωρία», Θέσεις τ. 57, 1996.
Στρατούλης Δ., «Νέα φαινόμενα και τάσεις στις μορφές εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στη χώρα μας», Επιστημονική Σκέψη τ. 35, 1986.
Τσεκούρας Θ., «Από τον Ταιηλορισμό στις νέες τεχνολογίες παραγωγής», Θέσεις τ. 29, 1989
Τσουκαλάς Κ., «Σκέψεις πάνω στην επικαιρότητα της συζήτησης Μίλιμπαντ- Πουλαντζά» Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης τ. 10, 1997.
2. ΑΓΓΛΙΚη
Bina C.-Yaghmaian B., «Post-war Global Accumulation and the Transnationalisation of Capital», Capital and Class, no 43, 1991.
Bukharin Ν., Imperialism and World Economy, London 1972.
Hirst P. -Thompson G., «The Problem of Globalisation», Economy and Society vol. 21 no 4, 1992.
Jessop B., «Globalisation and The National State», mimeo, 1997.
Luxemburg R., The Accumulation of Capital, London 1971.
OECD, Economic Outlook61, June 1997.
Pooley S., «The State Rules, OK? The Continuing Political Economy of Nation-States», Capital and Class no 43, 1991.
Sweezy P.- Magdoff H., «Globalisation-To What End?», Monthly Review Vol. 43, no 9, 1992.
Tomaney J., "The Reality of Workplace Flexibility", Capital and Class nο. 40, 1990.
Tomlinson J, «Can Governments Manage the Economy»?, London Fabian Tract 524 (Jan. 1988).
Weeks J., «Epochs of Capitalism and the Progressiveness of Capital's Expansion», Science & Society, XLIX (4), 1985.
3. ΓΑΛΛΙΚη
Aglietta Μ. (με συνεργασία των M A. Brender και V. Coudert), GlobalisationFinanciere: L' aventure obligee, CEPII, 1990
Boutillier S.-Uzunidis D., La Grece face a l'Europe, L Harmattan, Paris, 1991
Μorville P., Les nouvelles politiques sociales du patronat, La Decouverte, Paris, 1985.
OCDE, Politiques industrielles dans les pays de l' OCDE, Paris 1992.
Courrier International, 1993, n. 134
[1] Το άρθρο αποτελεί μετάφραση, από τον Π. Ματάλα, της παρουσίασης που έκανε ο συγγραφέας σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο City University of New York τον Απρίλιο του 1997 με τίτλο «Η επικαιρότητα του διαλόγου Μίλιμπαντ-Πουλαντζά». Το ελληνικό άρθρο έχει τον τίτλο «Σκέψεις πάνω στην επικαιρότητα της συζήτησης Μίλιμπαντ-Πουλαντζά» και δημοσιεύτηκε στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης τ. 10, Νοέμβριος 1997, σ. 5-39.
[2] Κ. Τσουκαλάς 1997, σ. 11.
[3] Με αυτή την έννοια η αντιπολεμική στάση που τήρησε η Γαλλία στην πρόσφατη επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ιράκ συνδέεται με τις συμφωνίες που έχουν κάνει οι γαλλικές εταιρείες πετρελαίου με την ιρακινή κυβέρνηση και θα τεθούν σε εφαρμογή αμέσως μετά την άρση του εμπάργκο. Πρόκειται για εξέλιξη η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των αμερικάνικων εταιρειών που είχαν κάνει άλλες (γεωγραφικές) επιλογές για την αγορά και μεταφορά του πετρελαίου.
[4] Κ. Τσουκαλάς 1997, σ. 16-18.
[5] Βλ. Γ. Μηλιός 1984, σ. 5.
[6] Τ. Μαστραντώνης - Γ. Μηλιός 193, σ. 34. Επίσης Γ. Μηλιός 1983, σ. 41 καθώς και Γ. Μηλιός 1988, σ. 74-75.
[7] Γ. Μηλιός 1983, σ. 55.
[8] Γ. Μηλιός 1983, σ. 44.
[9] Στα πλαίσια του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι δυνατό να πραγματευτούμε ενδελεχώς το ζήτημα του θεωρητικού ρεύματος της «εξάρτησης». Για μια πιο αναπτυγμένη μορφή των απόψεών μας βλ. Σ. Σακελλαρόπουλος 1998, σσ. 58-96.
[10] Σχετικά με το εφοπλιστικό κεφάλαιο ως επιμέρους κλάδο της βιομηχανίας μεταφορών βλ. Γ. Μηλιός 1988, σσ. 389-390, Γ. Μαυρής - Θ. Τσεκούρας 1983, σσ. 74-75. Για την ιδιαιτερότητα της βιομηχανίας μεταφορών βλ. Κ. Μαρξ 1979, σσ. 53-54.
[11] Ο Κ. Μαρξ είχε αναφερθεί στο ζήτημα υποστηρίζοντας: «Το γεγονός ωστόσο ότι υπάρχουν μέσα εργασίας που είναι δεμένα τοπικά, ριζωμένα στη γη, αναθέτει σ' αυτό το μέρος του πάγιου κεφαλαίου έναν ειδικό ρόλο στην οικονομία των εθνών. Δεν μπορούν να σταλούν στο εξωτερικό, δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν σαν εμπόρευμα στην παγκόσμια αγορά. Μπορεί ν' αλλάζουν χέρια οι τίτλοι ιδιοχτησίας πάνω σ' αυτό το πάγιο κεφάλαιο, μπορεί το πάγιο κεφάλαιο ν' αγοράζεται και να πουλιέται κι έτσι να κυκλοφορεί ιδεατά. Αυτοί οι τίτλοι ιδιοχτησίας μπορούν μάλιστα να κυκλοφορούν και σε ξένες αγορές, λχ. με τη μορφή μετοχών. Όμως, η αλλαγή των προσώπων, που είναι ιδιοχτήτες αυτού του είδους του πάγιου κεφαλαίου, δεν αλλάζει τη σχέση του στάσιμου, του υλικά δεμένου μέρους του πλούτου μιας χώρας προς το κινητό μέρος του». Βλ. Κ. Μαρξ 1979, σ. 159.
[12] Γ. Μηλιός 1984, σ. 6.
[13] Κ. Τσουκαλάς 1997, σ. 19.
[14] Το γεγονός ότι η Γερμανία παρουσιάζει για τη δεκαετία '90 υψηλότερους ρυθμούς ανεργίας από τον μ.ο των χωρών του ΟΟΣΑ δεν οφείλεται στην εισαγωγή των νέων τεχνολογιών αλλά στην επανένωση των δύο Γερμανιών, όπου η πρώην DDR λόγω χαμηλότερης παραγωγικότητας εμφάνιζε φαινόμενα από-επένδυσης και κατά συνέπεια υψηλότερης ανεργίας. Η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει την επιχειρηματολογίας μας.
[15] Η. Ιωακείμογλου 1997, σ. 57.
[16] Η. Ιωακείμογλου 1996, σ. 85.
[17] Για μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση βλ. και το μαθηματικό υπόδειγμα που παραθέτει ο Γ. Σταμάτης 1996, σσ. 67-113.
[18] Γ. Σταμάτης 1996, σ. 96.
[19] Γ. Σταμάτης 1996, σ. 108-109.
[20] Η. Ιωακείμογλου 1996, σ. 86.
[21] Κ. Τσουκαλάς 1997, σσ. 22-23.
[22] Το ζήτημα είναι τεράστιο για να επεκταθούμε περισσότερο. Ενδεικτικά αναφέρουμε Λ. Αλτουσέρ 1986, Θ. Τσεκούρας 1989 και Η. Ιωακείμογλου 1990.
[23] Κ. Τσουκαλάς 1997, σσ. 24-25.
[24] Για περισσότερα σε αυτό το κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα βλ. Ν. Ρικάρντο 1938. Κ. Μπους 1985 και του ιδίου 1989. Κ. Μαρξ 1979-α. Γ. Μηλιός- Η. Ιωακείμογλου 1990.
[25] Γ. Μηλιός 1988, σ. 58.
[26] Σχετικά με τις απόψεις του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και τις αντίθετες θέσεις της Λούξεμπουργκ και του Μπουχάριν που υιοθετούσαν το σχήμα της παγκόσμιας οικονομίας --ο Μπουχάριν στη συνέχεια θα αναθεωρήσει την άποψη του-- βλ. Β. Λένιν 1977, N. Bukharin 1972, R. Luxemburg 1971. Για μια ενδιαφέρουσα μεταγενέστερη ανάλυση βλ. Α. Β. Παλαιός 1987.
[27] Πρβλ. Γ. Μηλιός 1988, σ. 27.
[28] Ευχαριστώ ιδιαίτερα το συνάδελφο Π. Σωτήρη για τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη διαμόρφωση αυτής της παραγράφου.
[29] C. Bina-B. Yaghmaian 1991, σ. 112.
[30] Στο ίδιο.
[31] J. Weeks 1985 XLIX (4).
[32] C. Bina-B. Yaghmaian 1991, σ. 113.
[33] J.Tomlinson 1988.
[34] Μ. Aglietta (με συνεργασία των M A. Brender και V. Coudert) 1990.
[35] Ο υπερβολικός τονισμός του «πρωτόγνωρου» χαρακτήρα και της σημασίας της διεθνοποίησης από τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους πέρα από ιστορική άγνοια αποτελεί και προσπάθεια απόκρυψης του γεγονότος πως πρόκειται για διεθνοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, το κόστος του οποίου καλούνται να αναλάβουν οι κυριαρχούμενες τάξεις.
[36] Όπως ευστοχότατα παρατηρούν οι Hirst και Thompson 1992, σ. 368, το αληθινό ερώτημα είναι όχι γιατί οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις φεύγουν από τη χώρα-υποδοχέα κάθε φορά που τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, αλλά γιατί οι περισσότερες από αυτές συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται σ' ένα πολύ περιορισμένο αριθμό χωρών.
[37] Στο ίδιο, σελ. 369.
[38] Στο ίδιο, σελ. 366.
[39] Κ. Βεργόπουλος 1996.
[40] Γ. Μηλιός 1996, σ. 56.
[41] OCDE 1992.
[42] Ν. Πουλαντζάς 1990, σ. 96.
[43] Πρβλ. Β. Jessop 1997, σ. 20.
[44] Για την ανάπτυξη παρόμοιων προβληματισμών βλ. P. Hirst - G. Thompson 1992, σσ. 371-72.
[45] Πρβλ. S. Pooley 1991, σ. 70.
[46] Πρβλ. Ν. Κοτζιάς 1995, σ. 57.
[47] Βλ. στο ίδιο, σ. 223.
[48] Έτσι η Δανία και η Μ. Βρετανία σε πολλά ζητήματα «ολοκλήρωσης» έχουν αυτοεξαιρεθεί, η Ελλάδα έχει συχνά προβάλει βέτο για κονδύλια που αφορούν κοινοτική χρηματοδότηση της Τουρκίας κλπ.
[49] Ο όρος «σύνολο» χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πως οι επιμέρους αντιθέσεις που μπορεί να προκύψουν αφορούν τμήματα ενός ενιαίου διοικητικού μηχανισμού και όχι «εθνικού» χαρακτήρα διενέξεις συνδεδεμένες με την εθνική καταγωγή του διοικητικού προσωπικού.
[50] «Οι θεσμοί ή οι μηχανισμοί δεν κατέχουν δική τους εξουσία παρά μόνο εκφράζουν και αποκρυσταλλώνουν ταξικές εξουσίες», βλ. Ν. Πουλαντζάς 1990, σ. 86.
[51] Πιο ορθό είναι πως οι πολεμικές επιχειρήσεις που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές επίπεδο οφείλονται στην τάση αυτή του κεφαλαίου, άσχετα αν παροδικά την αναστέλλουν.
[52] Με την έννοια της παραγωγής υπεραξίας.
[53] Γ. Μαυρής 1986.
[54] Δ. Στρατούλης 1986, σσ. 10-11.
[55] Για το σημαντικό αυτό ζήτημα βλ: J Tomaney 1993, σσ. 8-9, P. Μorville, σσ. 59-60 και 77-78, Α. Λυμπεράκη 1990, σσ. 56-57.
[56] Boutillier S.-Uzunidis D. 1991, σ. 137.
[57] CourrierInternational1993.