Η μεταβολή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην Ελλάδα της κρίσης (2009- 2014)

Η μεταβολή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην Ελλάδα της κρίσης (2009- 2014)
Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
α) Εισαγωγή
Στο παρόν άρθρο ασχολούμαστε με την καταγραφή και την ερμηνεία των μεταβολών στην κοινωνική διαστρωμάτωση της χώρας στην περίοδο της κρίσης (2009- 2014). Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος επιλέχθηκε για να μπορέσει να μελετηθεί ο βαθμός στον οποίο η οικονομική κρίση επηρέασε τις αλλαγές στην παρουσία των κοινωνικών τάξεων στη χώρα και στο βαθμό που αυτό συντελέσθει να αναζητηθούν τα ειδικότερα αίτια. Πριν όμως περάσουμε  στην περιγραφή και ερμηνεία των εξελίξεων είναι σημαντικό να προηγηθεί μια θεωρητικού χαρακτήρα αναφορά στο ζήτημα των κοινωνικών τάξεων
 
β) Θεωρητικές αποσαφηνίσεις 
Στο πλαίσιο ενός άρθρου που επικεντρώνεται στις αλλαγές που συνέβησαν στην μορφολογία της ελληνικής κοινωνίας στη διάρκεια της κρίσης δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε  εκτενώς σε θέματα θεωρίας των κοινωνικών τάξεων, θέμα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί αναλυτικά σε άλλη δουλειά μας (Σακελλαρόπουλος 2014). Για το λόγο αυτό θα αναφέρουμε μόνο ορισμένες θεωρητικές παραδοχές μας αποφεύγοντας να εισέλθουμε σε μια πιο διεξοδική συζήτηση τόσο εντός όσο και εκτός του μαρξιστικού υποδείγματος.
Στη βάση αυτή  θα χρησιμοποιηθεί σαν πυξίδα ο ορισμός του Β. Λένιν σύμφωνα με το οποίο "Τάξεις ονομάζουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ' ένα, ιστορικά καθορισμένο, σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (... ) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Οι τάξεις είναι τέτοιες ομάδες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ' ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας". (Λένιν 1988: 15)
Η κοινή συνισταμένη, που διαπερνά τα τρία κριτήρια του ορισμού του Λένιν, είναι το φαινόμενο της εκμετάλλευσης. Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη, γιατί τον πληρώνει λιγότερο απ' όσο εργάζεται. Για να μπορέσει, όμως, να αναπαράγεται αυτή η κοινωνική σχέση που προέρχεται από την κατοχή του κεφαλαίου είναι αναγκαία η διαμόρφωση ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών στην παραγωγική διαδικασία που να διευκολύνουν την κύκληση του κεφαλαίου και που να δημιουργούν τις απαραίτητες ιεραρχικές διαρθρώσεις ώστε να γίνεται εφικτή η εργασιακή πειθαρχία. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσεται μία δαιδαλώδης στο εσωτερικό της και ταυτόχρονα πυραμιδική εξωτερικά οργάνωση της παραγωγής όπου για να πραγματοποιηθούν οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι απολύτως απαραίτητες και οι σχέσεις κυριαρχίας.
            Με αυτή την έννοια η εκμετάλλευση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι σχέσεις κυριαρχίας, και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται σε μία κοινωνική δομή (G. E. M. de ste. Croix 1984: 94), είναι ο παραγωγοί του σχηματισμού και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων.
Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε πως από τη μια πλευρά τα θεμέλια του κοινωνικού καταμερισμού βρίσκονται στην ύπαρξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και των σχέσεων κυριαρχίας και από την άλλη πλευρά η «συμμετοχή» σε μια τάξη εξαρτάται καταρχήν από την κατοχή των μέσων παραγωγής και δευτερευόντως από τη θέση μέσα στον καταμερισμό της εργασίας καθώς και από το ύψος του κοινωνικού πλούτου που ο καθένας αποσπά.
Πρέπει, ωστόσο, να γίνει σαφές ότι το οικονομικό στοιχείο (σχέση με τα μέσα παραγωγής, ύψος εισοδήματος κλπ), αποτελεί το πιο σημαντικό, το καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση, στοιχείο μα όχι και το μοναδικό. Η "θέση που κατέχουν τα άτομα" μπορεί να καθοριστεί και από τη χρησιμοποίηση τόσο του πολιτικού όσο και του ιδεολογικού στοιχείου που συντελούν στη διαμόρφωση των σχέσεων κυριαρχίας. Έτσι η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, τα μέλη των κυβερνήσεων, οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί κλπ ανήκουν, λόγω της θέσης τους στους μηχανισμούς εξουσίας, στην αστική τάξη.
Η παρέμβαση του κεφαλαίου και του κράτους στη διατήρηση και αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης είναι συνεχής και περικλείει όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας. Κι αυτό γιατί το κεφάλαιο δεν εκμεταλλεύεται μόνο οικονομικά τον εργαζόμενο αλλά εξουσιάζει απόλυτα την λειτουργία του μέσα στο χώρο εργασίας από τη στιγμή που καθορίζει τι και πώς θα παραχθεί. Ταυτόχρονα, μέσω των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους τον ενσωματώνει και ιδεολογικά διότι ο εργαζόμενος αποδέχεται τους όρους πολιτικής και οικονομικής του εκμετάλλευσης ως το "φυσικό" αποτέλεσμα ανταλλαγής των ισοδυνάμων "μισθός" - "εργατική δύναμη". Διαφορετικά ειπωμένο το πλαίσιο των εκμεταλλευτικών σχέσεων αναπαράγεται από τη λειτουργία πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών στο εσωτερικό των οποίων επίσης αναπαράγεται η κεφαλαιοκρατική εξουσία όχι μέσω της πραγμάτωσης της υπεραξίας, αλλά μέσω της αναπαραγωγής της διευθυντικής και της εκτελεστικής εργασίας. 
Συμπερασματικά και επιχειρώντας να ορίσουμε τις θεμελιώδεις κοινωνικές τάξεις στον καπιταλισμό μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η αστική τάξη αποτελείται από όλα εκείνα τα άτομα που, ως φορείς κοινωνικών σχέσεων, διευθύνουν τις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή από εκείνους, που λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια συμφέροντα τους, καθορίζουν το περιεχόμενο και τις ιεραρχήσεις της, κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο, κοινωνικής πράξης (Bihr: 1989: 88- 89). Σε επίπεδο υψηλής αφαίρεσης τα μέλη της προσδιορίζονται ως εκμεταλλευτές/ κάτοχοι/ μη παραγωγοί/ αποσπώντες υπερεργασία  /οργανωτές των μηχανισμών κυριαρχίας (Johnson 1977: 203).
            Αντίστοιχα η εργατική τάξη είναι αποστερημένη από την κατοχή των μέσων παραγωγής και εκτελεί όλες εκείνες τις πρακτικές που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής του εξουσίας. Δεν κατέχει ούτε τον έλεγχο ούτε μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της εργασίας της. Ασκεί, απλά, ένα εκτελεστικό ρόλο στο εσωτερικό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας (Bihr 1989: 90). Με ένα πιο αφαιρετικό τρόπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εργατική τάξη ως αποτελούμενη από εκμεταλλευόμενους/ μη κατόχους/ παραγωγούς/ μισθωτούς  / υφιστάμενους τους καταναγκασμούς που επιβάλουν οι μηχανισμοί κυριαρχίας (Johnson 1977: 202- 203).
Ωστόσο η ύπαρξη των δύο βασικών τάξεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν και άλλες κοινωνικές τάξεις σε μια κοινωνία. Μόνο σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, αυτό του τρόπου παραγωγής, μπορούμε να μιλάμε για δύο μόνο τάξεις. Σε επίπεδο συγκεκριμένων κοινωνιών, εθνικών κοινωνικών σχηματισμών για να είμαστε πιο ακριβείς, υπάρχουν περισσότερες τάξεις ακριβώς επειδή η διαφορετική ιστορική εξέλιξη του κάθε σχηματισμού περιλαμβάνει περισσότερους τρόπους παραγωγής αλλά και «α) διότι  υπάρχουν επίσης μορφές παραγωγής, δηλαδή μορφές οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας που δεν στηρίζονται στην απόσπαση υπερεργασίας, στην εκμετάλλευση, και β) διότι ορισμένες από τις ταξικές λειτουργίες της κυρίαρχης τάξης εκχωρούνται κατά κανόνα σε κοινωνικές  ομάδες που δεν εντάσσονται στην κυρίαρχη τάξη (δε είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής)» (Μηλιός 2002: 64).
Την κοινωνική εκείνη τάξη που τοποθετείται ενδιάμεσα, με την ενεργητική έννοια του όρου, στις δύο θεμελιακές τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την εργατική και την αστική την ονομάζουμε μικροαστική τάξη
Το βασικό χαρακτηριστικό που ενοποιεί όσους εντάσσονται στη μικροαστική τάξη είναι ότι απολαμβάνουν εισοδήματα μεγαλύτερα  από όσα χρειάζονται για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιτυγχάνεται αυτό. Αλλού πραγματοποιείται μέσα από την απόσπαση υπεραξίας και αλλού πραγματοποιείται μέσω απολαβών που υπερβαίνουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Από εκεί και πέρα ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι δεν είναι αποκλειστικά υποκείμενα της κυριαρχίας των άλλων τάξεων. Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη ασκεί εξουσία στους εργαζομένους που απασχολεί, η μισθωτή νέα μικροαστική τάξη δέχεται την εξουσία του κεφαλαίου αλλά και  ασκεί εξουσία στην εργατική τάξη, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες (που επίσης εντάσσονται στη νέα μικροαστική τάξη) ούτε ασκούν ούτε δέχονται εξουσία.  
            Εξειδικεύοντας περισσότερο τη συλλογιστική αυτή μπορεί να υποστηριχθεί πως η μικροαστική τάξη χωρίζεται σε δυο μερίδες: την παραδοσιακή μικροαστική τάξη και τη νέα μικροαστική τάξη. Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη περιλαμβάνει τους ιδιοκτήτες βιοτεχνιών, μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων καθώς και μικρών εμπορικών επιχειρήσεων όπου δεν πραγματοποιείται διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου (στην Ελλάδα όσοι απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους)[1]. Η νέα μικροαστική τάξη περιλαμβάνει όλους εκείνους που, είτε δουλεύουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες είτε ως μισθωτοί, έργο τους έχουν την επίβλεψη και οργάνωση του συστήματος εργασίας, την πραγμάτωση της υπεραξίας, την επιτήρηση της συνοχής της καπιταλιστικής λειτουργίας, ή, τέλος, τη νομιμοποίηση των όρων αναπαραγωγής των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων.
Ωστόσο, για να είναι ολοκληρωμένη μια θεωρητική προσέγγιση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης θα πρέπει πέρα από την αναφορά στις βασικές τάξεις και στη μικροαστική τάξη να υπάρξει μια προσέγγιση των διαταξικών κοινωνικών κατηγοριών όπως είναι οι αγρότες, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι διανοούμενοι.  
Σε ότι αφορά τα αγροτικά στρώματα οι μικροϊδιοκτήτες γης, όσοι στην Ελλάδα κατέχουν μέχρι 50 στρ, αποτελούν τα φτωχά αγροτικά στρώματα και δε χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία. Αντίστοιχα οι ιδιοκτήτες που χρησιμοποιούν περιορισμένη μισθωτή εργασία για την καλλιέργεια της γης τους, όσοι στην Ελλάδα κατέχουν από 50 μέχρι 200 στρ και πραγματοποιούν απλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους (Πανιτσίδης 1992), ανήκουν στα μεσαία αγροτικά στρώματα, ενώ εκείνοι που χρησιμοποιούν ευρύ αριθμό μισθωτών, όσοι στην Ελλάδα κατέχουν περισσότερα από 200 στρ, που να τους επιτρέπει να προβαίνουν σε διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους ανήκουν στα πλούσια αγροτικά στρώματα.
Ένα άλλο στρώμα που διακρίνεται από διαταξικότητα είναι αυτό των δημόσιων υπαλλήλων. Κι αυτό γιατί ένας δημόσιος υπάλληλος μπορεί να απασχολείται    σε πολύ διαφορετικούς τομείς. Ένα σημαντικό τμήμα που εργάζεται σε δημόσιες επιχειρήσεις όπως στη μεταποίηση, ενέργεια-ύδρευση, επικοινωνίες, μεταφορές και Τράπεζες είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι (Meiksins 1986: 17), διότι ανταλλάσσεται η εργατική τους δύναμη με κεφάλαιο πληρωνόμενοι λιγότερο απ' όσο εργάστηκαν. Με αυτή την έννοια όσοι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι και παραγωγικά εργαζόμενοι και εκμεταλλευόμενοι από το συλλογικό κεφαλαιοκράτη εντασσόμενοι στην εργατική τάξη.
            Από την άλλη οι εργαζόμενοι σε εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, όπου η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν,  καθώς και το διοικητικό προσωπικό των διαφόρων δημοσίων οργανισμών και υπουργείων δεν είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι, ανήκουν όμως, εκτός από τα ανώτερα και τα μεσαία στελέχη των υπουργείων, τους στρατιωτικούς, τους καθηγητές πανεπιστημίου, καθώς και τα εργαζόμενα στο Δημόσιο μέλη της νέας μικροαστικής τάξης (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί), στην εργατική τάξη για τους ακόλουθους λόγους:
1) Δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής.
2)Τους αποσπάται υπερεργασία.
3)Επιτελούν τη λειτουργία συλλογικού εργάτη (Carchedi 1977: 134).
4)Αμείβονται με μισθό που καθορίζεται από την κρατική εισοδηματική πολιτική (Λύτρας 1993: 98), είναι ίσος με την αξία της εργατικής τους δύναμης γιατί βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα (Bouvier-Ajam/ Mury 1963: 73) που τείνουν να μην ξεπερνούν το ύψος της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης
            Βάση αυτής της συλλογιστικής το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο ενοποιείται κατά βάση λόγω του θεσμού της μονιμότητας είναι ένα διαταξικό σώμα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων εντάσσεται στην εργατική τάξη, τα μεσαία στελέχη των υπουργείων και των δημοσίων επιχειρήσεων, οι πανεπιστημιακοί, οι στρατιωτικοί-εκτός από τους ανώτατους αξιωματικούς ανήκουν στη μικροαστική τάξη, ενώ οι κορυφές της διοίκησης (πολιτικής, στρατιωτικής, πανεπιστημιακής) και των κρατικών εταιρειών ανήκουν στην αστική τάξη λόγω της επιτελικής θέσης που έχουν στο εσωτερικό του συλλογικού καπιταλιστή, του Κράτους.
            Μια άλλη κατηγορία που δεν ανήκει σε συγκεκριμένη κοινωνική τάξη είναι οι διανοούμενοι. Βεβαίως δεν πρόκειται για επαγγελματική κατηγορία μισθωτών αλλά για κοινωνικό στρώμα μεγάλο τμήμα του οποίου είναι μισθωτοί. Ο Γκράμσι που είχε ασχοληθεί επισταμένα με το ζήτημα θεωρούσε ότι η δράση των διανοουμένων εκτείνεται αποκλειστικά στο χώρο του εποικοδομήματος και αφορά τόσο το επίπεδο της "ιδιωτικής κοινωνίας" όσο και αυτό της "πολιτικής κοινωνίας". Στο πρώτο ως ενασχόληση έχουν τη λειτουργία της ηγεμονίας και στο δεύτερο της άμεσης κυριαρχίας ή διοίκησης (Γκράμσι 1972: 62). Εννοείται πως η δραστηριότητά τους υπόκειται σε εσωτερική διαβάθμιση. Στο υψηλότερο σημείο τοποθετούνται τα άτομα που έχουν επιφορτιστεί με τη διατύπωση, οργάνωση και συστηματοποίηση της κυρίαρχης ιδεολογίας (Γκράμσι 1972: 63) και ανήκουν στη μικροαστική τάξη. Στις κατώτερες θέσεις περιλαμβάνονται οι εκτελεστές που ασχολούνται με τη διάχυση και την πραγματοποίηση των λειτουργιών της συναίνεσης και της πειθάρχησης και εντάσσονται στη νέα μικροαστική τάξη.
Μια διαφορετική περίπτωση είναι αυτή των εργαζομένων που προσφέρουν διανοητική εργασία παράγοντας υπερεργασία/ υπεραξία για τους εργοδότες τους (πχ εκπαιδευτικοί του ιδιωτικού τομέα).  Αυτά τα στρώματα των "διανοητικά εργαζόμενων" που τους αποσπάται υπερεργασία-υπεραξία ανήκουν στην εργατική τάξη. Δεν συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των "διανοουμένων" γιατί δεν είναι επιφορτισμένοι με την οργάνωση της συναίνεσης ή της πολιτικής διοίκησης αλλά με την εκτέλεση των όρων υλοποίησή τους
 
γ) οι αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση
Στη βάση του θεωρητικού πλαισίου που μόλις παρουσιάστηκε μπορούμε να προχωρήσουμε στον υπολογισμό των κοινωνιών τάξεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μεταξύ 2009 και 2014. Πέραν των θεωρητικών αποδοχών που προηγήθηκαν χρησιμοποιούμε τα στοιχεία που υπάρχουν στις τριμηνιαίες έρευνες απασχόλησης εργατικού δυναμικού της ΕΣΥΕ (επάγγελμα και θέση στην εργασία) καθώς και τη μεθοδολογία που υιοθετήσαμε σε προηγούμενη εργασία μας (Σακελλαρόπουλος 2014)  και την οποία δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε διεξοδικά εδώ[2]. Το τελικό αποτέλεσμα για το 2009 φαίνεται στον πίνακα  που ακολουθεί.   
 

 
Οι εργοδότες (7,4% του ΟΕΠ) χωρίζονται σε αυτούς που ανήκουν στην αστική τάξη, σε αυτούς που ανήκουν στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη και σε αυτούς που ανήκουν στα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης). Η αστική τάξη αποτελείται από το 0,5% των εργοδοτών που κατέχουν επιχειρήσεις με περισσότερο από 9 απασχολούμενους καθώς και από το 1% που είναι οι ανώτεροι διευθυντές (τους υπολογίζουμε σε δύο κατά μ.ο ανά επιχείρηση) καθώς και από το 0,5% των ανώτερων στελεχών του δημόσιου τομέα, άρα συνολικά η αστική τάξη φτάνει στο 2% του ΟΕΠ. Στα πλούσια αγροτικά στρώματα ανήκει το 0,7% των αγροτών εργοδοτών (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης) που αντιστοιχεί στους κατέχοντες πάνω από 200 στρέμματα έκτασης (ΕΣΥΕ 2010) και το 0,2% στα μεσαία αγροτικά στρώματα, ενώ όσοι δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου και ανήκουν στην παραδοσιακή μερίδα της μικροαστικής φτάνουν στο 4,5 % του ΟΕΠ
Οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν το 19,5% του ΟΕΠ και μπορούν να διαχωριστούν στις τρεις ακόλουθες κατηγορίες:
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι απασχολούμενοι στη γεωργία (6,9% του ΟΕΠ) και πρόκειται για αγρότες οι οποίοι μη χρησιμοποιώντας μισθωτό εργατικό δυναμικό είτε αποσπούν κάποιο πλεόνασμα από την ενασχόλησή τους είτε κατορθώνουν απλά να αναπαραχθούν. Για τον περαιτέρω διαχωρισμό τους θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ως βάση τα στοιχεία της κατανομής των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Δεδομένου, λοιπόν, ότι το 2009 περίπου το 75 % των καλλιεργητών κατέχουν μέχρι 50 στρέμματα (ΕΣΥΕ 2010) και μόνο το 20 % διαθέτουν από 100- 200 στρέμματα, μπορούμε να συμπεράνουμε αντίστοιχα πως το 5,2 % του ΟΕΠ της κατηγορίας αυτοαπασχολούμενοι ανήκει στους φτωχούς αγρότες (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και το υπόλοιπο 1,7 % στα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης).
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μέλη της νέας μικροαστικής τάξης δηλαδή οι πάσης φύσης ελεύθεροι επαγγελματίες οι οποίοι δεν υφίστανται εκμετάλλευση ή κυριαρχία που αθροιζόμενοι φτάνουν στο 11,6 % του ΟΕΠ και η τρίτη κατηγορία αποτελείται από μικροεπιχειρηματίες (μικρέμπορους και μικροπωλητές) οι οποίοι δεν ξεπερνούν το 0,9% του ΟΕΠ και εντάσσονται στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη.
             Η κατηγορία μισθωτοί  που αποτελεί και την πολυπληθέστερη στατιστική κατηγορία (57,7% του ΟΕΠ) συγκροτείται κατά κύριο λόγο από μέλη της εργατικής τάξης αλλά συμμετέχουν σε αυτή και μέλη της αστικής τάξης (το 1,2% του επαγγέλματος «βουλευόμενα..») αλλά και της νέας μικροαστικής τάξης (το 10,1% της κατηγορίας «πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά...» καθώς και το 6,5% της κατηγορίας «τεχνολόγοι...» αφαιρώντας τους εκπαιδευτικούς που ανήκουν στην εργατική τάξη που αποτελούν το 3,5% του ΟΕΠ [Κάππος 2004: 158]) και προσθέτοντας το 1,5% των σωμάτων ασφαλείας (Ιορδάνογλου 2013: 130). Από εκεί και πέρα το υπόλοιπο 39,9% + 3,5% των εκπαιδευτικών -1,5%= 40,9% είναι μέλη της σύγχρονης εργατικής τάξης, ενώ η  νέα μικροαστική τάξη φτάνει το 14,6% (10,1% + 6,5%- 3,5% +1,5%)
            Η κατηγορία συμβοηθούντα μέλη φτάνει στο 5,3% του ΟΕΠ αποτελείται κυρίως από εργαζόμενους στη γεωργία (2,2% του ΟΕΠ) και δευτερευόντως από βοηθούντες στο εμπόριο (1,9% του ΟΕΠ). Πρόκειται για άτομα που συμμετέχουν σε οικογενειακού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια αυτό το 2,2% θα πρέπει να προστεθεί στα φτωχά αγροτικά στρώματα ενώ το 1,9% στα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης η οποία δεν πραγματοποιεί διευρυμένη κεφαλαιακή συσσώρευση, και υπάρχει και το 1,2% που αφορά ελεύθερους επαγγελματίες που ανήκουν στη νέα μικροαστική τάξη.
Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμισθεί, πέρα από όσα ήδη αναφέραμε, είναι ότι παρουσιάζεται και ένας «σκοτεινός» αριθμός μελών της εργατικής τάξης που αφορά τους άνεργους. Αναμφίβολα το 10,3% των ανέργων δεν εντάσσεται ως σύνολο στην εργατική τάξη δεδομένου ότι και τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης πλήττονται από το πρόβλημα της ανεργίας αλλά και ακόμα και μικροί επιχειρηματίες που κλείνουν οι επιχειρήσεις τους. Ωστόσο αν λάβουμε υπόψη μας πως το 2,1% του ΟΕΠ ήταν άνεργοι που διέθεταν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΕΣΥΕ 2009) καταλήγουμε πως το 10,3% των ανέργων χωρίζεται σε 8,2% που είναι μέλη της εργατικής τάξης και 2,1% που είναι μέλη της νέας μικροαστικής τάξης[3].
            Συνοψίζοντας καταλήγουμε ότι η αστική τάξη αποτελεί το 3,2 % του ΟΕΠ, τα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης) το 0,7%, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη το 7,3%, η νέα μικροαστική τάξη το 29,5%, τα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης) το 1,9%, τα φτωχά αγροτικά στρώματα το 7,4% (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και η εργατική τάξη το 49,1%.
 
Αντίστοιχα για το 2014 έχουμε 

 
Όπως αναφέραμε  και προηγουμένως οι εργοδότες (4,5% του ΟΕΠ) μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις βασικές κοινωνικές ομάδες. Σε αυτούς που ανήκουν στην αστική τάξη, σε αυτούς που ανήκουν στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη και σε αυτούς που ανήκουν στα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης). Για να προσεγγίσουμε το μέγεθος της αστικής τάξης, θεωρούμε πως 20000 εργοδότες (ή το 0,5% του ΟΕΠ), που κατέχουν επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν περισσότερους από 9 μισθωτούς[4] και πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, ανήκουν στην αστική τάξη. Επίσης στην αστική τάξη θα πρέπει να συμπεριληφθεί το τμήμα της κατηγορίας «ανώτερα διευθυντικά…» που απασχολούνται στις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που λόγω του μεγέθους τους έχουν καθετοποιημένη δομή και προσωπικό με σαφή διευθυντικά καθήκοντα: πρόκειται περίπου για 40000 άτομα  (δύο διευθυντές κατά μ.ο για κάθε μεγάλη παραγωγική μονάδα), δηλαδή περίπου γα το 1% του ΟΕΠ. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε τα επιτελικά στελέχη του στενού και ευρύτερου δημοσίου τα οποία τα υπολογίζουμε γύρω στα 25000 άτομα[5], δηλαδή το 0,5% του ΟΕΠ.  Αντίστοιχα το 0,6% των αγροτών εργοδοτών που διαθέτουν ιδιοκτησία, το 2010, πάνω από 200 στρέμματα (ΠΑΣΕΓΕΣ 2013) ανήκουν στην οιονεί μερίδα της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα υπάρχουν εργοδότες που έχουν μικρές, οικογενειακές συνήθως, επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους, φτάνουν το 1,9% του ΟΕΠ και τους κατατάσσουμε στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη (μικρέμποροι, μικροβιοτέχνες κλπ)
Οι αυτοαπασχολούμενοι φτάνουν στο 18,2% του ΟΕΠ και μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: Στην πρώτη ανήκουν  οι απασχολούμενοι στη γεωργία (6,8% του ΟΕΠ) όπου πρόκειται για αγρότες οι οποίοι μη χρησιμοποιώντας μισθωτό εργατικό δυναμικό είτε αποσπούν πλεόνασμα από την ενασχόλησή τους είτε κατορθώνουν απλά να αναπαραχθούν. Για τον περαιτέρω διαχωρισμό τους χρησιμοποιούμε ως βάση τα στοιχεία της κατανομής των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Δεδομένου, λοιπόν, ότι τα πιο πρόσφατα στοιχεία (ΠΑΣΕΓΕΣ 2013) για το 2010 δείχνουν πως περίπου το 76,6% των εκτάσεων ανήκει σε αυτούς που κατέχουν μέχρι 50 στρέμματα και μόνο το 18,8% στους διαθέτοντες από 50- 200 στρέμματα, μπορούμε να συμπεράνουμε αντίστοιχα πως το 5,2% του ΟΕΠ της κατηγορίας αυτοαπασχολούμενοι ανήκει στους φτωχούς αγρότες (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και το υπόλοιπο 1,6% στα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης).
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μέλη της νέας μικροαστικής τάξης δηλαδή οι πάσης φύσης ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν υφίστανται εκμετάλλευση ή κυριαρχία οι οποίοι αθροιζόμενοι φτάνουν στο 7,9 % του ΟΕΠ. Τέλος, η τρίτη κατηγορία συνίσταται από μικροεπιχειρηματίες (μικρέμποροι και, μικροπωλητές) οι οποίοι φτάνουν στο 3,5 % του ΟΕΠ και εντάσσονται στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη.
             Η κατηγορία μισθωτοί  που αποτελεί και την πολυπληθέστερη (47,4% του ΟΕΠ) συγκροτείται κατά κύριο λόγο από μέλη της εργατικής τάξης αλλά συμμετέχουν σε αυτή και μέλη της αστικής τάξης (το 0,8% του ΟΕΠ που εντάσσεται στη κατηγορία «ανώτερα.».) αλλά και της νέας μικροαστικής τάξης, συνολικά 8% (το 4,9% της κατηγορίας «τεχνικοί και ασκούντες...» καθώς και το 3,1% περίπου (150000 άτομα) του αθροίσματος των ένστολων (83000 στο Υπουργείο Άμυνας, 60000 στο Υπουργείο Δημόσιας τάξης και 7.500 στο υπουργείο Ναυτιλίας) (Πετρόπουλος 2013: 55). Από εκεί και πέρα το υπόλοιπο 35,5% είναι μέλη της σύγχρονης εργατικής τάξης.
            Η κατηγορία συμβοηθούντα μέλη που συνιστά το 3,1% του ΟΕΠ αποτελείται κύρια από εργαζόμενους στη γεωργία (1,7% του ΟΕΠ) και από βοηθούντες στο εμπόριο και στις υπηρεσίες και άλλους κλάδους του δευτερογενή και του τριτογενή τομέα (1,5% του ΟΕΠ). Πρόκειται σαφώς για άτομα που συμμετέχουν σε οικογενειακού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια αυτό το 1,7% θα πρέπει να προστεθεί στα φτωχά αγροτικά στρώματα ενώ το 1,5% στα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης η οποία δεν πραγματοποιεί διευρυμένη κεφαλαιακή συσσώρευση.
Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμισθεί, και γι’ αυτό τον πίνακα, είναι ότι  υπάρχει και ένας «σκοτεινός» αριθμός μελών της εργατικής τάξης που αφορά τους άνεργους Αναμφίβολα το 26,6% δεν εντάσσεται ως σύνολο στην εργατική τάξη δεδομένου ότι και τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης πλήττονται από το πρόβλημα της ανεργίας αλλά και ακόμα και μικροί επιχειρηματίες λόγω της κρίσης δεν έχουν απασχόληση. Ωστόσο αν λάβουμε υπόψη μας πως το 6,0% του ΟΕΠ το 2014 ήταν άνεργοι που διέθεταν πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΕΣΥΕ 2014) καταλήγουμε πως το 26,6% των ανέργων χωρίζεται σε 20,6% που είναι μέλη της εργατικής τάξης και στο 6,0% που είναι μέλη της νέας μικροαστικής τάξης.
            Συνοψίζοντας καταλήγουμε πως η αστική τάξη αποτελεί το 2,8% του ΟΕΠ, τα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης) το 0,6%, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη το 7,0%, η νέα μικροαστική τάξη το 21,1%, τα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης) το 1,2 %, τα φτωχά αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) το 7,3% και η εργατική τάξη το 59,2%.
 
Στη βάση των στοιχείων για το 2009 και το 2014 καταλήγουμε στη δημιουργία του παρακάτω πίνακα
 

Τα στοιχεία του πίνακα 3 αφορούν τους μετασχηματισμούς της κοινωνικής διαστρωμάτωσης  από το Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Ιούνιο του 2014. Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι μια μείωση της αστικής τάξης. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν στις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης που οδήγησε πλήθος επιχειρήσεων σε πτώχευση, αλλά ακόμα και στη μείωση του ανώτατου προσωπικού στο δημόσιο τομέα όπου πολλά ανώτερα στελέχη προτίμησαν τη συνταξιοδότηση και την παροχή του εφάπαξ παρά την παραμονή σε πολύ αβέβαιες συνθήκες.
Η κρίση επέδρασε επίσης εκκαθαριστικά και  στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη όπου όπως είδαμε στο πρώτο μέρος δεκάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κλείσουν. Το γεγονός πως αυτό δεν έχει πάρει ευρύτερες διαστάσεις για το μέγεθος της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης οφείλεται στο ότι πολλές επιχειρήσεις από αμιγώς καπιταλιστικές λόγω της πτώσης των εργασιών τους υποβιβάστηκαν σε «μικρομεσαίες» και κατά συνέπεια μέλη τη αστικής τάξης μεταβλήθηκαν σε μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. 
Από εκεί και πέρα παρατηρούνται ορισμένες μεταλλαγές στα αγροτικά στρώματα και αυτό που προκύπτει είναι ότι περιορίζεται, με ανισόμετρο τρόπο, η παρουσία και των τριών κατηγοριών αγροτικών στρωμάτων. Η ερμηνεία που δίνουμε καταρχάς είναι πως οι συνολικές επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης έπληξαν και τα αγροτικά στρώματα (Σακελλαρόπουλος 2014), αν και όχι στον ίδιο βαθμό, με την αμιγώς καπιταλιστική οικονομία. Από εκεί και πέρα η αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2003, όπου οι επιδοτήσεις αποσυνδέθηκαν από τον όγκο της παραγωγής και το βάρος έπεσε στην έκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. έχει οδηγήσει σε περαιτέρω απώλειες ιδιαίτερα τους μεσαίους ιδιοκτήτες οι οποίοι έχουν ως αποκλειστική απασχόληση την καλλιέργεια της γης ενώ οι μικροί ιδιοκτήτες αναγκαστικά στράφηκαν και σε διάφορες μορφές εξωοαγροτικής απασχόλησης. Είναι δε, πιθανό να ισχύει και κάτι αντίστοιχο με τις επιχειρήσεις του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα: σημαντικό τμήμα των μεσαίων καλλιεργητών να πούλησε ιδιοκτησία του και να ανήκει πια στην κατηγορία των μικρών καλλιεργητών και το αντίστοιχο να έχει συμβεί στους μέχρι πρότινος μικρούς καλλιεργητές οι οποίοι έμειναν πια χωρίς καμία περιουσία μεταβαλλόμενοι σε άνεργους ή  μισθωτούς.   Ταυτόχρονα ένα μικρό τμήμα των πιο πλούσιων αγροτών εμφανίζεται να χάνει την περιουσία του. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να σχετίζεται με την αδυναμία ορισμένων εύπορων τμημάτων να ανταποκριθούν στους όρους του ανταγωνισμού απέναντι σε άλλα εύπορα αγροτικά στρώματα. Έτσι η εκτίμησή μας είναι πως οι αγρότες που συνεχίζουν να έχουν πάνω από 200 στρέμματα, η μέση έκτασή τους θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το παρελθόν.  
Η εργατική τάξη παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη, γεγονός που πρέπει να οφείλεται στην καθοδική κινητικότητα που δημιούργησαν οι απολύσεις λόγω κρίσης, όταν άνθρωποι με υψηλά προσόντα και άλλη θέση εργασίας βρέθηκαν να απασχολούνται σε πιο χαμηλά πόστα στον καταμερισμό της εργασίας. Αν αυτό συνδυαστεί με τη μείωση των αγροτικών στρωμάτων και τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών των μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων οδηγούμαστε σε μια πειστική ερμηνεία για την αύξηση της εργατικής τάξης.  Ωστόσο στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση: θεωρούμε πως το μέγεθος της εργατικής τάξης πρέπει να είναι υπο- εκτιμημένο.  Κι αυτό γιατί στην κατηγορία των αλλοδαπών εργαζομένων ενώ σαφώς ένα μεγάλο τμήμα τους καταγράφεται στις έρευνες, άσχετα αν έχουν άδεια παραμονής, σίγουρα υπάρχει και ένα άλλο τμήμα που δεν καταγράφεται το οποίο προφανώς εντάσσεται στην εργατική τάξη αφού ασχολείται κυρίως στην οικοδομή, σε χειρωνακτικές απασχολήσεις στο εμπόριο και στις υπηρεσίες, ως εργάτες γης κλπ. 
 
 
Βιβλιογραφία
Bihr A., 1989, Entre Bourgeoisie et Prolétariat, Paris: L' Harmattan.
Bouvier-Ajam Μ- G. Mury,  1963, Les classes sociales en France, Paris: Editions Sociales.
Carchedi G., 1977, On the Economic Identification of Social Classes, London: Routledge.
Γκράμσι Α., 1972, Οι διανοούμενοι, Αθήνα:  Στοχαστής
ΕΣΥΕ, 2009, Έρευνα Εργατικού δυναμικού δ’ τριμήνου
ΕΣΥΕ, 2010, Συνοπτική Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος
ΕΣΥΕ, 2014, Έρευνα Εργατικού δυναμικού β’ τριμήνου.
Ιορδάνογλου Χρυσάφης 2013, Κράτος και Ομάδες συμφερόντων. Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας, Αθήνα: Πόλις.
Johnson Τ., 1977, "What is to be Known?", Economy and Society,  vol. 6 no 2, σελ. 194- 233.
Κάππος Κ., 2004, Ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, Αθήνα: Αλήθεια.
Λένιν Β. Ι., 1988, ΄Άπαντα, τόμος 39, Αθήνα: Σύγχρονη  Εποχή.
Meiksins P., 1986, "Beyond the boundary question", New Left Review no. 154, σελ. 101- 120.
Μηλιός Γ., 2002, «Το ζήτημα των μικροαστών. Ενιαία τάξη ή δύο διακριτά ταξικά σύνολα;» Θέσεις τ. 81, σελ. 59- 80.
Πανιτσίδης Γ., 1992, Προσεγγίσεις στην ταξική δομή της αγροτικής οικονομίας μας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
ΠΑΣΕΓΕΣ, 2013, Πρόσφατες Εξελίξεις στην Αγροτική Οικονομία της Ελλάδος.
Πετρόπουλος Δ., 2013, «Δημόσιοι Υπάλληλοι: ο αποδιοπομπαίος τράγος της μνημονιακής πολιτικής», Αριστερή Συσπείρωση τ. 26, σελ. 47- 56. 
Σακελλαρόπουλος Σ., 2001, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, Αθήνα: Λιβάνης.  
Σακελλαρόπουλος Σ 2014, Κρίση και Κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, Αθήνα: Τόπος. 
de Ste. Croix G. E. M.,1984,  "Class in Marx's Conception of History, Ancient and Modern, New Left Review, nο. 146, σελ. 94-111.
 
 

 

[1]Για το σχετικό προβληματισμό βλ. Σακελλαρόπουλος 2001: 170.
[2] Για το σχετικό υπολογισμό βλ. Σακελλαρόπουλος 2014:
[3] Θα πρέπει αν σημειωθεί πως αυτός ο υπολογισμός γίνεται για να αναδειχθούν σε γενικές γραμμές οι γενικές τάσεις, δε θεωρούμε πως κάθε απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα μικροαστική τάξη δεδομένου πως υπάρχουν και πτυχιούχοι που ασκούν εκτελεστικές εργασίες, αλλά η σαφής πλειονότητα ανήκει εκεί λόγω του ενδιάμεσου ρόλου της στην παραγωγή.
[4] Σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη το Φθινόπωρο του 2013 υπήρχαν 196695 επιχειρήσεις ενώ αυτές που απασχολούσαν πάνω από εννιά άτομα έφθαναν τις 19.248.
[5] Αυτός ο αριθμός προκύπτει αν αναλογιστούμε πως σύμφωνα με την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων του Οκτωβρίου του 2013 υπήρχαν  48608 δημόσιοι υπάλληλοι που κατείχαν θέση ευθύνης (προϊστάμενος- διευθυντής). Από την ανάλυση που έχει προηγηθεί καταλήξαμε πως οι διευθυντές ανήκουν στην αστική τάξη και οι προϊστάμενοι στη νέα μικροαστική τάξη. Δεδομένου πως σε τρεις προϊστάμενους αντιστοιχεί ένας διευθυντής, το σύνολο των διευθυντών φτάνει περίπου τις 12000 και σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν ανώτεροι δικαστικοί, μετακλητοί υπουργικοί σύμβουλοι, το ανώτερο στρώμα των πανεπιστημιακών, καθώς και τα στελέχη του πολιτικού προσωπικού της κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης