ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

 

 

 

Γ. ΜΑΥΡΗΣ

ΑΙΜ. ΜΕΤΑΞΟΠΟΥΛΟΣ

Θ. ΜΠΕΧΡΑΚΗΣ

Σ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

ΑΘΗΝΑ 1998

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

            Η θέσπιση των νόμων 2210/94 και 2240/94 δημιούργησε το κατάλληλο νομικό και πολιτικό πλαίσιο για την εκλογή, για πρώτη φορά, αιρετών αρχόντων σε νομαρχιακό επίπεδο. Η σημασία του θεσμού είναι μεγάλη γιατί αφενός ενισχύονται οι δυνατότητες συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στη λήψη των αποφάσεων και αφετέρου συντελείται μια γενικότερη προσπάθεια αποκέντρωσης των εξουσιών από τους κεντρικούς μηχανισμούς του Κράτους.

            Ωστόσο η ταχύτητα με την οποία επιχειρήθηκε να γίνει η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων καθώς και η θεσμοθέτηση της θέσης του περιφερειακού διευθυντή προκάλεσαν πολλά ερωτηματικά τόσο στην κοινή γνώμη όσο και στους ίδιους τους φυσικούς φορείς του θεσμού.

            Το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του Παντείου Πανεπιστημίου προσπαθώντας να ανιχνεύσει όσο το δυνατόν πληρέστερα τις διαφορετικές όψεις του νεοπαγούς θεσμού, διοργάνωσε κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1995 επιμορφωτικό σεμινάριο για άνεργους πτυχιούχους με θέμα το β’ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Στα πλαίσια του σεμιναρίου αυτού διοργανώθηκε έρευνα ερωτηματολογίου η οποία απευθυνόταν σε όλους τους αιρετούς Νομάρχες και Προέδρους διευρυμένων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων καθώς και στους δημάρχους των μεγαλύτερων πόλεων[1], και επιχειρούσε να καταγράψει τις απόψεις των αιρετών αρχόντων γύρω από τη θεσμική αυτή μεταρρύθμιση. Την ευθύνη της έρευνας είχαν ο επιστημονικός υπεύθυνος του σεμιναρίου καθ. Αιμ. Μεταξόπουλος, ο δρ. Πολιτικών Επιστημών Γ. Μαυρής, ο επόπτης του σεμιναρίου Δρ. Κοινωνιολογίας Σ. Σακελλαρόπουλος. Στην επεξεργασία των στατιστικών δεδομένων συμμετείχε ο Επ. Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Θ. Μπεχράκης[2].

            Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας (Οκτώβριος 1995, Διημερίδα για την Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση-Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μάρτιος 1996, Λεύκαρα Κύπρου συνέδριο υπό την αιγίδα του Δήμου Λευκάρων για την τοπική αυτοδιοίκηση, Μάιος 1996, ημερίδα του Δήμου Κορυδαλλού για τη Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση) συνάντησε τα πολύ κολακευτικά σχόλια Νομαρχών, Βουλευτών, Δημάρχων, πανεπιστημιακών, για την επιστημονική της πληρότητα και την διεισδυτικότητα των ερωτημάτων της. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ο βαθμός της συμμετοχής στην έρευνα των αιρετών αντιπροσώπων- μια συμμετοχή που φθάνει το 84%, ποσοστό πραγματικά πρωτοφανές.. Το γεγονός αυτό φανερώνει πως οι αιρετοί αφενός εκτίμησαν τη σοβαρότητα της διενεργούμενης έρευνας και αφετέρου αισθάνονται την ανάγκη να εκφράσουν συγκροτημένα τις θέσεις τους για το αντικείμενο της αρμοδιότητάς τους. Η εξέλιξη αυτή φανερώνει ότι υπάρχει το ενδιαφέρον συμμετοχής και σε ανάλογη έρευνα στο προσεχές μέλλον.

            Με τη δημοσίευση αυτή αποσκοπούμε στην διεξοδική παρουσίαση των πορισμάτων της έρευνας, κάτι που όπως είναι φυσικό δεν μπορούσε να γίνει στα πλαίσια προφορικών  ανακοινώσεων, καθώς και την ένταξή τους σε μια γενικότερη προβληματική, η οποία σχετίζεται με θέματα θεωρίας του κράτους, περιφερειακής ανάπτυξης καθώς και οικονομικής πολιτικής. Βέβαια, το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η παρούσα έρευνα αφορούσε την ανυπαρξία προγενέστερων μελετών, τόσο θεωρητικών όσο και εμπειρικών, για το θεσμό της δευτεροβάθμιας αιρετής τοπικής αυτοδιοίκησης. Έλλειψη που οφείλεται σε δύο λόγους: στο πρόσφατο χαρακτήρα του θεσμού (ηλικίας μόλις ενός  έτους), γεγονός το οποίο δεν επιτρέπει τη νηφάλια προσέγγιση του φαινομένου. β) Στη γενικότερη υποβάθμιση των κοινωνικών επιστημών στη χώρα μας που έχει ως συνέπεια την ανυπαρξία επαρκών κονδυλίων για την πραγματοποίηση ανάλογων ερευνών. Ωστόσο η μελέτη της γενικότερης βιβλιογραφίας συνετέλεσε θετικά στην επέκταση του ερωτηματολογίου σε ζητήματα βάθους . Γιατί όπως κάθε νέος θεσμός η αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση έχει να αναμετρηθεί με δύο ειδών προκλήσεις: αφενός να αντεπεξέλθει στους λόγους οδήγησαν στη συγκρότησή της και αφετέρου, το συγκεκριμένο περιεχόμενο που της έδωσε ο νομοθέτης να ανταποκρίνεται στα πραγματικά προβλήματα των τοπικών κοινωνιών.

            Στο πλαίσια αυτών των δύο παραμέτρων κινήθηκε και η συγκεκριμένη έρευνα του ΚΕΚ του Παντείου Πανεπιστημίου. Τα πορίσματά της έδειξαν την ύπαρξη ενός προβληματισμού σχετικά με τις δυνατότητες θεσμικής παρέμβασης που παρέχει το νέο νομοθετικό πλαίσιο. Πολύ περισσότερο που η δημιουργία του χαρακτηρίστηκε από ορισμένες ασάφειες που αφορούν τις αρμοδιότητες των Νομαρχών σε αντιδιαστολή με αυτές των περιφερειακών διευθυντών κλπ.

            Συνολικά το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα επιχειρεί να προσεγγίσει τις ακόλουθες 7 κατηγορίες χαρακτηριστικών, αντιλήψεων και γνωμών των αιρετών αρχόντων: δημογραφικά/ κοινωνικά χαρακτηριστικά, πολιτική κοινωνικοποίηση, εκτιμήσεις και γνώμες για το νέο θεσμό, απόψεις συνολικά για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ιδιαίτερα προβλήματα των πόλεων και των νομών στη σημερινή Ελλάδα, απόψεις για το φαινόμενο του σύγχρονου τοπικισμού καθώς και διαπιστώσεις για τα ευρύτερα πολιτικά προβλήματα της χώρας.

            Στην πρώτη κατηγορία ερωτημάτων (δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά) οι επιμέρους παράμετροι που εξετάζονται αφορούν το φύλο, την ηλικία, τη γεωγραφική προέλευση, την οικογενειακή κατάσταση, το επίπεδο εκπαίδευσης, το σχολείο αποφοίτησης, το επίπεδο «διεθνοποίησης»[3], την επαγγελματική προέλευση, την κοινωνική και οικογενειακή προέλευση, την υποκειμενική ταξική ένταξη[4] καθώς και τις σχέσεις με το εξωτερικό[5].

            Στην δεύτερη κατηγορία ερωτημάτων ( πολιτική κοινωνικοποίηση- τρόπος ένταξης στην πολιτική δράση) ερευνώνται ζητήματα όπως η συγγενική σχέση με παλαιότερους πολιτικούς, η ηλικία ένταξης στην ενεργό πολιτική, η διαδικασία ένταξης στην ενεργό πολιτική, η κομματική ένταξη σε κάποια στιγμή της ζωής τους, η ανώτερη κομματική θέση που κατείχαν πριν την εκλογή τους, η προηγούμενη αιρετή πολιτική θέση που κατείχαν, η περίοδος ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών, η σχέση με ιδιαίτερους κοινωνικούς χώρους, η πολιτική αυτοτοποθέτηση και η αυτοτοποθέτηση σε συγκεκριμένο πολιτικο- ιδεολογικό ρεύμα[6].

            Στην τρίτη κατηγορία ερωτημάτων (εκτιμήσεις και γνώμες για το β’ βαθμό) γίνεται προσπάθεια να προσεγγιστούν θέματα όπως οι απόψεις των αιρετών για το β’ βαθμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η γνώμη τους για το ενδιαφέρον των πολιτών για το νέο θεσμό, οι απόψεις τους για τους ρυθμούς πραγματοποίησης των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, οι εκτιμήσεις για πόσο είναι πιθανό η θέσπιση του δεύτερο βαθμού είναι πιθανό να οδηγήσει σε αποδυνάμωση του δεύτερου βαθμού, οι διαπιστώσεις για την κατάσταση που επικρατεί στις σχέσεις μεταξύ των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των φορέων της κεντρικής εξουσίας[7], οι σχέσεις αιρετού Νομάρχη/ Βουλευτή, η γνώμη τους για το θεσμό του Περιφερειακού Διευθυντή, η άποψή τους για τον τρόπο στελέχωσης των διοικητικών υπηρεσιών του νέου θεσμού, η γνώμη τους για τις σχέσεις Νομού και Διοικητικής Περιφέρειας καθώς και η άποψή τους για τη δημιουργία Νομαρχιακών επιχειρήσεων.

            Στην τέταρτη κατηγορία ερωτημάτων (απόψεις για την τοπική αυτοδιοίκηση) επιδιώκεται η αποσαφήνιση των θέσεων του αιρετών για το βαθμό ενημέρωσης των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης για το έργο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις οικονομικές βάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς και τις στρατηγικές προτεραιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην επόμενη δεκαετία.

            Στην Πέμπτη κατηγορία ερωτημάτων (προβλήματα και προοπτικές των πόλεων και των Νομών της χώρας) το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αποσαφήνιση των σημαντικότερων προβλημάτων των πόλεων, των αντίστοιχων προβλημάτων που παρουσιάζονται σε επίπεδο Νομού, στην καταγραφή των σημαντικότερων κέντρων εξουσίας που λειτουργούν σε τοπικό επίπεδο, καθώς και η ιεράρχηση των πόλεων με την καλύτερη ποιότητα ζωής.

            Στην Έκτη κατηγορία  ερωτημάτων (εκτιμήσεις για το τοπικιστικό φαινόμενο) θέτονται ερωτήματα σχετικά με το βαθμό εμφάνισης του τοπικιστικού φαινομένου στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία καθώς και την πιθανότητα αναζωπύρωσης ιστορικών αντιθέσεων μεταξύ διαφορετικών περιοχών.

            Στην Έβδομη κατηγορία ερωτημάτων (τοποθετήσεις σε γενικότερα πολιτικά ζητήματα) γίνεται προσπάθεια να ανιχνευτούν οι αντιλήψεις των αιρετών αρχόντων σχετικά με την ιεράρχηση των προβλημάτων της χώρας και τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ελλάδας.

 

 

 

 

 

ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ιούνιος 1995

 

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 

 

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: Ο πληθυσμός της έρευνας αποτελείται από: α) τους (αιρετούς) Νομάρχες και β) τους Δημάρχους των πρωτευουσών των νομών και των πόλεων, με πληθυσμό άνω των δέκα χιλιάδων κατοίκων, βάσει της απογραφής του 1991.

 

ΤΥΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ:Η έρευνα είναι ποσοτική και διενεργήθη με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου  150 απλών κλειστών ερωτήσεων (και μιας ανοικτής).

 

ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: Ατομικές συνεντεύξεις, πρόσωπο με πρόσωπο (face to face) στο γραφείο των ερωτώμενων.

 

ΜΕΓΕΘΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ: Ο πληθυσμός που προκύπτει, σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, αριθμεί συνολικά  199 άτομα. Αποτελείται από 142 Δημάρχους  και 57 Νομάρχες, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι πρόεδροι των Νομαρχιακών Διαμερισμάτων στις 3 διευρυμένες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις. Τα συλλεγέντα ερωτηματολόγια ανήλθαν τελικά σε 167, ποσοστό ανταπόκρισης (response rate) που αντιπροσωπεύει το 83,9% του προσδιορισθέντος πληθυσμού. Μεταξύ των αιρετών Νομαρχών το ποσοστό ανταπόκρισης ανέρχεται σε 89,5%, ενώ μεταξύ των Δημάρχων είναι ελαφρώς χαμηλότερο (81,7%). Οι συγκριτικές κατανομές του πληθυσμού της έρευνας  και του δείγματος, δίδονται στον πίνακα που ακολουθεί.

 

 

 

 

 

Από 32 στελέχη των δυο βαθμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν κατέστη δυνατόν να ληφθούν απαντήσεις. Τούτο οφείλεται περίπου κατά το 1/3 σε άρνηση και κατά τα 2/3 σε  περιστασιακούς λόγους (φόρτος εργασίας, μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας, απουσίες στο εξωτερικό, κλπ.)

 

 

 

 

 

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ: Το ερωτηματολόγιο αποτελείται συνολικά από 150 ερωτήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και 12 ερωτήσεις δημογραφικών στοιχείων. Ο σχεδιασμός και η διατύπωση του ερωτηματολογίου βασίσθηκε:

 

α) στη θεωρητική θεμελίωση και γονιμότητα κάθε ερώτησης  (και του ερωτηματολογίου στο σύνολό του). Στο ζήτημα αυτό, έπρεπε να αντιμετωπισθεί η εμφανής έλλειψη προγενέστερων σχετικών ερευνών στην Ελλάδα, αλλά και η περιορισμένη διεθνής βιβλιογραφία.

 

β) Στην ανάγκη να καλυφθεί το μεγαλύτερο δυνατόν εύρος των αντικειμένων, χωρίς όμως να καθίσταται το ερωτηματολόγιο αντιλειτουργικό και δύσχρηστο, πράγμα που θα απέβαινε εις βάρος της αξιοπιστίας της έρευνας. Για τη σύνταξη του ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκαν δυο αντίστοιχες έρευνες ειδικών πληθυσμών, που επιτρέπουν τη συγκριτική αξιολόγηση των ευρημάτων.1

 

ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ: Το ερωτηματολόγιο της έρευνας διαρθρώνεται στα εξής επτά κεφάλαια:

 

1. Δημογραφικά/κοινωνικά χαρακτηριστικά των στελεχών της Τοπικής

    Αυτοδιοίκησης.

 

2. Πολιτική κοινωνικοποίηση των στελεχών

 

3.Εκτιμήσεις και γνώμες για τον Β΄ βαθμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

 

4. Απόψεις και εκτιμήσεις για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τη στρατηγική της

 

5. Προβλήματα και προοπτικές των μεγάλων πόλεων και των νομών σήμερα

    στην Ελλάδα.     

 

6.Εκτιμήσεις για το τοπικιστικό φαινόμενο

 

7. Γνώμες και αντιλήψεις των στελεχών για τα ευρύτερα πολιτικά

προβλήματα της χώρας.

 

ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ: Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 22 Μαίου-15 Ιουνίου 1995.

 

ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ: Για την πραγματοποίηση της επιτόπιας έρευνας (διεξαγωγή των συνεντεύξεων) εργάσθηκαν 25 ερευνητές και 2 επόπτες. Οι ερευνητές είναι απόφοιτοι κοινωνικών επιστημών (ως επί το πλείστον, κοινωνιολόγοι και περιφερειολόγοι), οι οποίοι συμμετείχαν στο σεμινάριο κατάρτισης Συμβούλων Τοπικής Ανάπτυξης, που διοργάνωσε το Κ.Ε.Κ. του Παντείου Πανεπιστημίου. Η συζήτηση και η εξοικείωση με το ερωτηματολόγιο, καθώς και η κατάρτιση στις τεχνικές της έρευνας με ερωτηματολόγιο και, κυρίως, της συνέντευξης πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του σεμιναρίου.

 

 

 ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ: Η διάρκεια της συνέντευξης ανήλθε κατά μέσο όρο σε 36,8 λεπτά.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: Η εισαγωγή των δεδομένων από τα ερωτηματολόγια καθώς και η παρουσίαση σε πίνακες, έγινε από το Ινστιτούτο Ερευνών Κοινής Γνώμης P.R.C.-PROJECT RESEARCH CONSULTING.

 

ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ: Η κομματική υποστήριξη των στελεχών της Τ.Α. θεωρήθηκε εκ των προτέρων γνωστή. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιήθηκαν οι επίσημες ανακοινώσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων, κατά τις πρόσφατες Δημοτικές/Νομαρχιακές εκλογές του Οκτωβρίου 1994.                                       

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α. Κοινωνικά χαρακτηριστικά των στελεχών της Τοπικής αυτοδιοίκησης

 

  1. Φύλο

 

Ως προς το φύλο, η έρευνα επαληθεύει την, σε γενικές γραμμές γνωστή, γυναικεία υποαντιπροσώπευση. Το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο πολιτικό προσωπικό που στελεχώνει τις βαθμίδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι μηδαμινό, μόλις 2,4% (4 γυναίκες σε 167 άτομα).

 

  1. Ηλικία

 

Η μέση ηλικία των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι σήμερα 49,7 έτη. Δεν διαπιστώνεται σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ Νομαρχών/Δημάρχων. Ο μέσος όρος ηλικίας των Νομαρχών είναι ελαφρώς υψηλότερος, 50,02 έτη, ενώ των Δημάρχων 48,9 έτη. Το 43,6% των στελεχών είναι ηλικίας 45-54 ετών, το 30,3%, είναι ηλικίας 35-44 ετών και το 21,2%, 55-64 ετών. Μόνον 4,8% υπερβαίνει την ηλικία των 65 ετών.

 

Το γεγονός ότι 76,5% των Νομαρχών και 72,8% των Δημάρχων εντάσσεται στις ηλικιακές κατηγορίες 35-54 ετών, πιστοποιεί την ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού σε αυτήν τη βαθμίδα του πολιτικού προσωπικού.

 

Αναφορικά με την κομματική υποστήριξη, οι Δήμαρχοι και Νομάρχες του ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας (48,86 έτη), από τον αντίστοιχο της ΝΔ (52,44 έτη). Το ΚΚΕ (4 άτομα) εμφανίζει τον υψηλότερο μέσο όρο ηλικίας 55,5 έτη, ενώ ο ΣΥΝ (3 άτομα) το χαμηλότερο, 47,33 έτη.

 

  1. Γεωγραφική προέλευση (με βάση τον τόπο γέννησης)

 

Το 21% των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει γεννηθεί στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, ή σε αστικό κέντρο με πληθυσμό άνω των 50.000 ατόμων. Το 43,7% σε μεσαίο αστικό κέντρο (με πληθυσμό 2.000-50.000 ατόμων), ενώ το 1/3, (33,5%) δηλώνει ως τόπο γέννησης χωριό με πληθυσμό κάτω από 2.000 άτομα.

 

Μεταξύ Δημάρχων και νομαρχών εμφανίζονται σοβαρές διαφοροποιήσεις, τόσο αναφορικά με την γεωγραφική τους προέλευση, όσο και αναφορικά με την κομματική τους υποστήριξη. Με βάση τον τόπο γέννησης προκύπτει, ότι οι Δήμαρχοι προέρχονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αστικές (urban) και ημι-αστικές περιοχές, ενώ οι Νομάρχες από τις αγροτικές. Η σχετική πλειοψηφία των Δημάρχων, 46,5%, έναντι 37,2% των Νομαρχών, έχει γεννηθεί σε μεσαίο αστικό κέντρο, ενώ στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, ή σε αστικό κέντρο άνω των 50.000 κατοίκων έχει γεννηθεί το 24,9% των Δημάρχων, έναντι μόνον 11,8% των Νομαρχών. Ως ένα βαθμό το στοιχείο αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι σχεδόν οι μισοί Δήμαρχοι που περιλαμβάνονται στο δείγμα (52 άτομα στους 116, ή 44,8% των Δημάρχων) προέρχονται από τα Πολεοδομικά Συγκροτήματα Αθηνών / Θεσσαλονίκης. Αντιθέτως, η απόλυτη πλειοψηφία των αιρετών Νομαρχών έχει αγροτική προέλευση: το 51%, έναντι μόνον 25,9% των Δημάρχων έχει γεννηθεί σε

χωριό με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων.

Αναφορικά με την κομματική υποστήριξη, τα τοπικά στελέχη της ΝΔ προέρχονται σε ποσοστό 23,9% από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, έναντι 11,7% του ΠΑΣΟΚ και, αντιστρόφως, σε ποσοστό 26,1% από χωριό, έναντι 32,6% του ΠΑΣΟΚ.

 

  1. Οικογενειακή κατάσταση

 

Το 91,6% των ερωτηθέντων είναι παντρεμένοι/ες, το 6% ανύπανδροι και το υπόλοιπο 2,4% διαζευγμένοι, ή χήροι. Το 16,8% έχει ένα παιδί, το 54% δύο παιδιά, ενώ το18,6% τρία ή και περισσότερα. Κανένα παιδί δηλώνει το 7,8%.

 

  1. Επίπεδο εκπαίδευσης/σχολείο αποφοίτησης

 

Το 95,2% των εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν αποφοιτήσει από Δημόσιο σχολείο, το 3% από Πρότυπο Δημόσιο και μόλις 1,8% από ιδιωτικό. Τα αντίστοιχα ποσοστά που προκύπτουν από την ανάλυση των δημογραφικών χαρακτηριστικών των κυβερνητικών στελεχών (της πολιτικής ελίτ) είναι: από Δημόσιο 65%, από Πρότυπο 18,4% και από ιδιωτικό 16,7%1. Το στελεχιακό δυναμικό της Τ.Α., όπως είναι αναμενόμενο, δεν έχει εκπαιδευτεί σε ένα κάποιο διακριτό και στεγανό τύπο σχολείου, κανόνας που μπορεί να ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Επιβεβαιώνεται επομένως, η διαπίστωση για τη λαϊκή προέλευση του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, παρατήρηση που ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τις μεσαίες βαθμίδες του.

 

Το μορφωτικό επίπεδο των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης παρουσιάζει την εξής κατανομή: απόφοιτοι Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 0,6%, απόφοιτοι Μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο, Λύκειο, Τεχνικές/επαγγελματικές σχολές) 12%, απόφοιτοι ΑΕΙ 71,9%, απόφοιτοι ΚΑΤΕΕ/ΤΕΙ 3,6%, κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου 6,6% και κάτοχοι διδακτορικού 4,8%.

 

Στον πίνακα που ακολουθεί δίδεται η συγκριτική κατανομή του εκπαιδευτικού επιπέδου για τα στελέχη της Τ.Α., τα κυβερνητικά στελέχη και τον πληθυσμό 35 ετών και άνω (απογραφή ΕΣΥΕ 1991).

 

 

Αξίζει να σημειωθεί πως οι Νομάρχες είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου, ή διδακτορικού σε ποσοστό 19,6%, που είναι 2,5 φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο των Δημάρχων (7,7%).

 

 

  1. Επίπεδο διεθνοποίησης

 

Η ¨ελίτ¨ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εμφανίζει αξιόλογο βαθμό διεθνοποίησης. Το 30% των στελεχών έχουν εμπειρία παραμονής σε χώρα του εξωτερικού, είτε για σπουδές, είτε για εργασία. Ως μέτρο σύγκρισης μπορεί να αναφερθεί, ότι το αντίστοιχο ποσοστό για τα κυβερνητικά στελέχη (της ελληνικής πολιτικής ελίτ), σύμφωνα με μια έρευνα του Μαίου 1993 ανέρχεται σε 70%2. Σχετικά υψηλότερο δείκτη διεθνοποίησης εμφανίζουν οι Νομάρχες (37,3%, έναντι 26,7% των Δημάρχων), ενώ η παράμετρος της κομματικής υποστήριξης δεν φαίνεται να είναι καθοριστική.

 

  1. Επαγγελματική προέλευση

 

Τα επαγγέλματα από τα οποία στρατολογούνται τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα είναι κατά σειρά: α) οι μηχανικοί/τεχνικοί, σε ποσοστό 22,2%, β) οι δικηγόροι, σε ποσοστό 19,2% και γ) οι γιατροί σε ποσοστό 13,8%.

 

Συνολικά, τον ¨αιμοδότη¨ της πολιτικής ελίτ αποτελούν, σε ποσοστό 63%, τα ελεύθερα επαγγέλματα, σε ποσοστό 15%, οι διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου τομέα (Δημόσιοι υπάλληλοι, στελέχη του ΔΤ, δάσκαλοι/καθηγητές) και σε ποσοστό 10,2%, τα εργοδοτικά στρώματα (έμποροι, βιομήχανοι, επιχειρηματίες).

 

Αντιθέτως, διαπιστώνεται σημαντική υποαντιπροσώπευση των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, των μικρομεσαίων στρωμάτων, των εργατών, ενώ δεν αντιπροσωπεύονται καθόλου οι αγρότες. Συγκεκριμένα, μόνον 3,6% των στελεχών της Τ.Α. προέρχεται από υπαλλήλους και στελέχη του ιδιωτικού τομέα και 2,4% από τους επαγγελματοβιοτέχνες (ΕΒΕ). Επίσης, μόνον 2,4% (2 άτομα) δηλώνει εργατική επαγγελματική προέλευση (εργάτες, οικοδόμοι, ναυτικοί) και κανένας αγροτική.  

 

Η επαγγελματική προέλευση των Νομαρχών διαφοροποιείται αισθητά από την αντίστοιχη των Δημάρχων. Τα στελέχη του Β΄ βαθμού προέρχονται κατά κύριο λόγο από τους δικηγόρους (27,5%), τα δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα (21,6%) και τους μηχανικούς/τεχνικούς (19,6%). Τα στελέχη του Α΄ βαθμού εμφανίζουν μεγαλύτερη διασπορά. Προέρχονται κατά κύριο λόγο από μηχανικούς/τεχνικούς (23,3%), δικηγόρους (15,5%), γιατρούς 13,8% και δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα (12,1%), αλλά και από επιχειρηματίες (10,3%), ή άλλα επιστημονικά επαγγέλματα (9,5%).

 

Αναφορικά με την κομματική προέλευση, οι μηχανικοί αποτελούν το 32,6% των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, έναντι 19,6% στη ΝΔ και οι επιχειρηματίες το 17,4% των στελεχών της ΝΔ, έναντι 9,3% στο ΠΑΣΟΚ.

 

  1. Κοινωνική – οικογενειακή προέλευση

 

Με βάση το δηλωθέν επάγγελμα του πατέρα προκύπτει, ότι το 26,3% των εκπροσώπων της Τ.Α. συνολικά έχει αγροτική οικογενειακή προέλευση, το 19,2% προέρχεται από δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα και το 16,8% από εργοδοτικά στρώματα.

 

Όσον αφορά τους Νομάρχες, το 43,1% είναι αγροτικής κοινωνικής προέλευσης και το 23,6% προέρχεται από δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα. Όσον αφορά τους Δημάρχους, το 19% είναι αγροτικής προέλευσης, το 22,4% προέρχεται από εργοδοτικά στρώματα και το 17,3% από δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα.

 

Η κοινωνική προέλευση, με βάση το επάγγελμα του πατέρα, αποκαλύπτει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Σε ποσοστό 30,3%, έναντι μόνον 6,5% της ΝΔ, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ έχουν εργατική και σε ποσοστό 27,9%, έναντι 21,7% της ΝΔ, αγροτική οικογενειακή προέλευση. Αντιθέτως, τα στελέχη της ΝΔ προέρχονται από εργοδοτικά στρώματα σε ποσοστό 30,4%, έναντι μόλις 11,6% του ΠΑΣΟΚ και από ελεύθερα επαγγέλματα σε ποσοστό 13%, έναντι 2,3% του ΠΑΣΟΚ. Η προέλευση από δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα στα δύο κόμματα εμφανίζεται ισοδύναμη: 21% στο ΠΑΣΟΚ, έναντι 23,9% στη ΝΔ.

 

  1. Υποκειμενική ταξική ένταξη

 

Το 34,1% στελεχών θεωρεί ότι ανήκει στη “μεσοαστική τάξη”, το 12% στην “αστική”, το 22,2% στη “μικροαστική”, ενώ το 14,4% στην “εργατική”. Ποσοστό 9,6% δηλώνει ότι δεν ανήκει σε “καμία τάξη” και 4,8%, ότι “δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις”.

 

Ως προς την αυτοαναγνώρισή τους σε κοινωνική τάξη, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ εκδηλώνουν μεγαλύτερη προτίμηση προς την κατηγορία “μικροαστική” (25,6%, έναντι 10% της ΝΔ), ενώ της ΝΔ προς την κατηγορία “αστική” (23,9%, έναντι 9,3% του ΠΑΣΟΚ).

 

  1. Σχέσεις με εξωτερικό

 

Το 35,3% έχει ταξιδέψει τον τελευταίο χρόνο στο εξωτερικό πάνω από 3 φορές, το 46,7% 1-2 φορές και το 16,8% καθόλου. Το ποσοστό των Δημάρχων που δεν έχει ταξιδεύσει καθόλου τον τελευταίο χρόνο είναι 20,7%, ενώ των Νομαρχών μόνον 7,8%.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Β. Πολιτική κοινωνικοποίηση/΄Ενταξη στην πολιτική

 

  1. Πελατειακές σχέσεις/Τζάκια

 

Σε γενικές γραμμές, η τοπική ελίτ δεν έχει αναδειχθεί στην πολιτική λόγω κάποιας οικογενειακής σχέσης. Το 71,9% δεν έχει συγγενείς που κατείχαν κάποτε οποιοδήποτε αιρετό αξίωμα στην πολιτική, έστω και κατώτερο. Το ποσοστό αυτό είναι  περίπου το ίδιο με εκείνο που διαπιστώνεται και στη βαθμίδα των κυβερνητικών στελεχών (βλέπε οπ.παρ.) και αυξάνεται μεταξύ των Δημάρχων (73,3%, έναντι 68,6% στους Νομάρχες).

 

  1. ΄Ένταξη στην ενεργό πολιτική

 

Το 56,9% εντάχθηκε στην ενεργό πολιτική σε νεαρή ηλικία, μικρότερη των 25 ετών, ενώ το 14,,4% μεταξύ 25-30 ετών.

 

Οι αιρετοί Νομάρχες έχουν πολιτικοποιηθεί περισσότερο ¨πρόωρα¨ από τους Δημάρχους. Πριν τα 25 χρόνια έχει ενταχθεί στην πολιτική το 72,5% των Νομαρχών και το 50% των Δημάρχων

 

Η διαφοροποίηση ως προς τη διάσταση της κομματικής υποστήριξης είναι εντυπωσιακή. Το 67,4% των στελεχών του ΠΑΣΟΚ εντάσσονται στην πολιτική πριν τα 25 χρόνια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τη ΝΔ είναι μόλις 26%. Αντιθέτως, σχεδόν το 1/3 των στελεχών της ΝΔ (31,5%) εντάχθηκε στην πολιτική μετά τα 40, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο ΠΑΣΟΚ είναι μόλις 2,3%.

 

  1. Διαδικασία ένταξης στην ενεργό πολιτική

 

Τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εντάχθηκαν στην ενεργό πολιτική κατά την προδικτατορική περίοδο, σε ποσοστό 37,7%. Κυρίως, μέσω της συμμετοχής τους στο φοιτητικό κίνημα, ή στις νεολαίες της εποχής (ΔΝΛ, ΕΔΗΝ, κλπ.). Μέσω αυτής της πολιτικής εμπειρίας εντάχθηκε το 27,5% του συνόλου των στελεχών. Αναλυτικότερα, εντάχθηκαν οι 4 στους 10 Νομάρχες (39,2%) και οι 2 στους 10 Δημάρχους (22,4%).

Μέσω της συμμετοχής στην αντιδικτατορική αντίσταση εντάσσεται ένα μικρότερο τμήμα των στελεχών (10,8%), ενώ, περισσότερο από 31%, εντάσσεται στη μεταπολίτευση.

 

Η χαμηλή σημασία που κατέχει η αντιδικτατορική περίοδος για την ένταξη στην πολιτική των στελεχών της Τ.Α. αποτελεί στοιχείο διαφοροποίησης ανάμεσα σε αυτή την μερίδα του πολιτικού προσωπικού και στη μερίδα των κυβερνητικών στελεχών3.

     

 

 

 

 

Η ένταξη των στελεχών της Τ.Α. στην πολιτική κατά την μεταπολιτευτική περίοδο συντελείται κυρίως μέσω των  κομματικών μηχανισμών (16,2%) και λιγότερο μέσω της συμμετοχής στις κομματικές νεολαίες (12%).

 

Μέσω της συμμετοχής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση εντάσσεται το 11,4%, ποσοστό που οφείλεται, εύλογα, κυρίως στους Δημάρχους (14,7%) και λιγότερο στους Νομάρχες (3,9%). Τέλος, μέσω της υποψηφιότητας στις εκλογές έχει ενταχθεί το 4,8%, ενώ μέσω της συμμετοχής σε σωματείο μόλις το 3%. 

 

Η διαφοροποίηση στη διαδικασία ένταξης στην πολιτική είναι άμεσα συναρτημένη με την κομματική ένταξη, ή υποστήριξη των στελεχών. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ έχουν ενταχθεί μέσω της συμμετοχής σε προδικτατορική νεολαία (34,9%), σε μεταπολιτευτικό πολιτικό κόμμα (20,9%) και σε μεταπολιτευτική νεολαία (14%). Αντιθέτως, τα τοπικά στελέχη της ΝΔ έχουν ενταχθεί στην πολιτική, πρωτεύοντος, μέσω της συμμετοχής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (26%), της συμμετοχής σε προδικτατορική νεολαία (21,7%) και της υποψηφιότητας σε εκλογές (15,2%, έναντι κανενός στελέχους του ΠΑΣΟΚ). 

 

 

Όπως προκύπτει από την ηλικία ένταξης στην πολιτική, τα στελέχη της ΝΔ εμφανίζουν χρονική υστέρηση, ως προς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ.

 

Επιπλέον εντάσσονται στην πολιτική μέσω διαφορετικής διαδικασίας, λιγότερο ¨κινηματικής¨, από ό,τι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ (ένταξη μέσω συμμετοχής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ή συμμετοχή στις εκλογές, σε αντίθεση με την ένταξη σε νεολαία, η στην αντιδικτατορική αντίσταση) αλλά και λιγότερο ¨κομματικής¨. (Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ έχουν ενταχθεί μέσω προδικτατορικού, ή μεταπολιτευτικού κόμματος σε ποσοστό 30,2%, έναντι 10,9% της ΝΔ.

 

 

4. Σχέσεις με τα πολιτικά κόμματα

 

Τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που περιλαμβάνονται στο δείγμα της έρευνας) είναι, ή έχουν υπάρξει μέλη πολιτικών κομμάτων σε ποσοστό 95,8%, έναντι μόλις 4,2%, που δεν έχουν υπάρξει μέλη (5,2% των Δημάρχων-6 άτομα και 2% των Νομαρχών-1 άτομο).

 

Επιπλέον, δεν έχει υπάρξει μέλος κόμματος το 10,9% των στελεχών που υποστηρίχθηκαν στις εκλογές από τη ΝΔ, και κανένα στέλεχος που υποστηρίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ.

 

 

Ο ένας στους τέσσερις Δημάρχους (25,9%) και ο ένας στους επτά Νομάρχες (13,7%) υπήρξαν απλά μέλη κομμάτων, δεν κατείχαν δηλαδή κάποιο αξίωμα. Το ποσοστό των μη (κομματικών) στελεχών (απλών μελών) αφορά κυρίως τη ΝΔ (43,5%) και λιγότερο το ΠΑΣΟΚ (14%).

 

 

5. Ανώτερη κομματική θέση που κατείχαν πριν την εκλογή τους

 

Μόνον 7,8% των Δημάρχων και 19,6% των Νομαρχών έχουν διατελέσει μέλη των Κεντρικών Επιτροπών των κομμάτων (συνολικά 11,4%)

 

Η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της ΤΑ προέρχονται από τις ενδιάμεσες βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας και, βεβαίως, τις νομαρχιακές επιτροπές.

 

Σχεδόν ο ένας στους δύο σημερινούς Δημάρχους και Νομάρχες έχει διατελέσει Πρόεδρος/Γραμματέας, ή μέλος Νομαρχιακής Επιτροπής κόμματος (58,8% των Νομαρχών 41,4% των Δημάρχων). Συγκεκριμένα το 43,1% των Νομαρχών έχει διατελέσει Πρόεδρος ή Γραμματέας Νομαρχιακής Επιτροπής κόμματος και 15,7% απλό μέλος. Στο ΠΑΣΟΚ το ποσοστό είναι υψηλότερο. Τα 6 στα 10 στελέχη του (58,1%) έχουν θητεύσει σε παρόμοια θέση, ενώ μόνο 2 στα 10 (19,5%) της ΝΔ.

 

Πρόεδροι, ή Γραμματείς Κλαδικής Οργάνωσης έχουν διατελέσει μόνον 4 στελέχη (2,4% του συνόλου των στελεχών, όλοι τους Δήμαρχοι). Πρόεδροι, ή Γραμματείς Τοπικής Οργάνωσης έχουν διατελέσει συνολικά 13 στελέχη (7,8%), κατά βάση Δήμαρχοι (9,5% των Δημάρχων και 3,9% των Νομαρχών).

 

6. Προηγούμενη αιρετή πολιτική θέση

 

Η διερεύνηση της προηγούμενης πολιτικής εμπειρίας των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αναδεικνύει στην επιφάνεια σημαντικές διαφορές μεταξύ του στρώματος των Δημάρχων και του στρώματος των Νομαρχών.

 

Σε γενικές γραμμές η στρατολόγηση των στελεχών που καταλαμβάνουν σήμερα τα αιρετά αξιώματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει συντελεσθεί, κατά κύριο λόγο, μέσω της θητείας στα αξιώματα της πρώτης βαθμίδας (Δήμαρχος, Μέλος κοινοτικού/δημοτικού συμβουλίου). Περισσότερο από 1/3 του συνόλου των στελεχών (35,3%) έχει διατελέσει Δήμαρχος και 61,1% μέλος Δ/Κ συμβουλίου. Επίσης, ο 1 στους 5 (ποσοστό 18,6%) έχει επιχειρήσει κάποτε-χωρίς επιτυχία-να εκλεγεί βουλευτής (¨πολιτευτής¨).

 

Συνολικά μόνον 1 στα 5 στελέχη της Τ.Α., ποσοστό 19,8%, ή 33 άτομα εκ των οποίων 26 Νομάρχες και 7 Δήμαρχοι, έχουν αναλάβει στο παρελθόν οποιοδήποτε κυβερνητικό αξίωμα.

Και αυτό αφορά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων θέση Νομάρχη (18 άτομα από τα 33-56,3%).

 

  • Οι Δήμαρχοι

 

Οι 4 στους 10 σημερινούς Δημάρχους έχουν διατελέσει στο παρελθόν Δήμαρχοι (44%), και οι 7 στους 10 (69%) μέλη κοινοτικού/δημοτικού συμβουλίου. Επομένως, η θέση του Δημάρχου τείνει σε μεγάλο βαθμό να αυτοαναπαράγεται. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το χαμηλό ποσοστό Δημάρχων που έχει επιχειρήσει τη μεταπήδηση σε ανώτερη βαθμίδα της εκπροσώπησης. Πχ. Πολιτευτές έχουν υπάρξει μόνον 16 (13,8%).

 

 

 Η προσπέλαση των Δημάρχων στα ανώτερα και ανώτατα αξιώματα του πολιτικού συστήματος αποκαλύπτεται εξαιρετικά περιορισμένη. Σε σύνολο 116 σημερινών Δήμαρχων των μεγάλων πόλεων που περιλαμβάνονται στον πληθυσμό της έρευνας, κανείς δεν έχει διατελέσει στο παρελθόν υπουργός, γενικός γραμματέας υπουργείου, ή ευρωβουλευτής, ενώ 5 (4,3%) έχουν διατελέσει βουλευτές.

 

 Κυβερνητική θέση έχουν καταλάβει στο παρελθόν μόνον  επτά Δήμαρχοι (3,4%). Από αυτούς, οι τρεις (2,6%) έχουν καταλάβει θέση Νομάρχη, ένας θέση Υφυπουργού (ποσοστό 0,9%) και οι υπόλοιποι τρεις έχουν διατελέσει σύμβουλοι, ή εμπειρογνώμονες Υπουργείου (2,6%).

  

  • Οι Νομάρχες

 

Η προηγούμενη παρατήρηση δεν ισχύει για το σώμα των αιρετών Νομαρχών. Το σώμα των εκπροσώπων του Β’ βαθμού, αν και βεβαίως δεν είναι δυνατόν να διαθέτει ακόμη αποκρυσταλλωμένη φυσιογνωμία, διακρίνεται εντούτοις σαφώς από τη μεγαλύτερη διείσδυση και ¨κυκλοφορία¨ της στις ανώτερες βαθμίδες του πολιτικού συστήματος. Η πολιτική προϋπηρεσία (θητεία) των σημερινών Νομαρχών διαφέρει αισθητά από εκείνη των Δημάρχων. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η στρατολόγηση των πρώτων αιρετών αντιπροσώπων του Β’ βαθμού έχει βασισθεί σε τρεις πηγές:

 

α) Σε στελέχη που έχουν θητεύσει προηγουμένως στα πρωτοβάθμια όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η συμμετοχή τους είναι σημαντική, όχι όμως αντίστοιχη με των Δημάρχων. Το 43,1% των σημερινών Νομαρχών έχουν διατελέσει μέλη Κοινοτικών/δημοτικών συμβουλίων, και 15,7% (8 άτομα) Δήμαρχοι.

 

β) Σε στελέχη που έχουν καταλάβει στο (πρόσφατο) παρελθόν θέση Νομάρχη, θέση που αναδεικνύεται σε βασικό μηχανισμό ανάδειξης: σχεδόν το 1/3 των σημερινών αιρετών νομαρχών (29,4%) έχει διατελέσει στο παρελθόν Νομάρχης.

 

γ) σε στελέχη που έχουν διεκδικήσει ανεπιτυχώς το βουλευτικό αξίωμα (πολιτευτές): επίσης το 1/3 (29,4%) των σημερινών Νομαρχών έχουν υπάρξει υποψήφιοι βουλευτές.

 

Η κατάληψη κυβερνητικών θέσεων στο παρελθόν, από τους σημερινούς αιρετούς νομάρχες είναι πολύ μεγαλύτερη από των αντίστοιχων Δημάρχων. Συγκεκριμένα, οκτώ σημερινοί αιρετοί Νομάρχες (15,7%) έχουν διατελέσει βουλευτές, τρεις (5,9%) Ευρωβουλευτές, τρεις (5,9%) Υπουργοί και δύο (3,9%) Υφυπουργοί.

 

 

 

7. Περίοδος ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων

 

Η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων από όσα στελέχη έχουν αναλάβει στο παρελθόν είναι σχετικά πρόσφατη και αφορά κυρίως το διάστημα της τελευταίας δεκαετίας. Το 34,6% έχει αναλάβει καθήκοντα στην περίοδο 1985-1989, το 11,6% στην περίοδο 1989-1990, ενώ το 30,8% στην περίοδο από το 1990 έως σήμερα.

 

8. Σχέση με κοινωνικούς χώρους

 

Οι εκπρόσωποι και των δύο βαθμίδων, λόγω επαγγελματικής και κοινωνικής προέλευσης, δεν έχουν αποκτήσει ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με τις επαγγελματικές οργανώσεις των μισθωτών και των αγροτών. Τα ποσοστά συμμετοχής, κατά το παρελθόν, των σημερινών στελεχών της Τ.Α. σε εργατοϋπαλληλικά σωματεία και σε αγροτικούς συλλόγους είναι εξαιρετικά χαμηλή.

 

α) Σύμφωνα με την έρευνα, μόλις το 7,2% (4,7% στο ΠΑΣΟΚ και 13% στη ΝΔ) των στελεχών έχουν υπάρξει μέλη ΔΣ, ή διοίκησης αγροτικών συλλόγων και 13,8% (18,6% στο ΠΑΣΟΚ, έναντι 2,2% στη ΝΔ) εργατοϋπαλληλικού σωματείου, Εργατικού Κέντρου, ή Ομοσπονδίας.

 

β) σχετικά υψηλότερη συμμετοχή στελεχών της Τ.Α. εμφανίζεται στις διοικήσεις των αθλητικών συλλόγων και των επαγγελματικών συλλόγων/επιμελητηρίων.

 

Η διαπλοκή των Δημάρχων, ιδίως της ΝΔ, με τους αθλητικούς συλλόγους είναι στενότερη από την αντίστοιχη των Νομαρχών. Σε διοικήσεις αθλητικών συλλόγων έχει συμμετάσχει το 41,1% του συνόλου (34,9% των στελεχών του ΠΑΣΟΚ και 43,5% της ΝΔ) Οι Δήμαρχοι εμφανίζουν μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής από τους Νομάρχες: 44,8%, έναντι 29,4%.

 

 Σε επαγγελματικούς συλλόγους το ποσοστό συμμετοχής ανέρχεται σε 37,7%(53,5% στο ΠΑΣΟΚ, 37% στη ΝΔ) και είναι υψηλότερο μεταξύ των Νομαρχών (51%, έναντι 31,9% των Δημάρχων).

 

γ) Υψηλότερη είναι η σύνδεση με τους φοιτητικούς και τους επιστημονικούς συλλόγους που ανέρχεται σε 44,9% και η οποία αποτελεί, ταυτοχρόνως, και ένδειξη της κοινωνικής διαφοροποίησης Δημάρχων/Νομαρχών. Στους φοιτητικούς συλλόγους, το ποσοστό συμμετοχής των Δημάρχων ανέρχεται σε 37,9%, έναντι 60,8% των Νομαρχών, ενώ στους επιστημονικούς συλλόγους 36,2%, έναντι 64,7%.

 

Αναφορικά με την κομματική υποστήριξη, τα ποσοστά προηγούμενης συμμετοχής σε φοιτητικούς συλλόγους ανέρχονται σε 51,2% για το ΠΑΣΟΚ και 32,6% για τη ΝΔ και για τους επιστημονικούς συλλόγους σε 58,1% για το ΠΑΣΟΚ και 43,5% για τη ΝΔ.

 

δ) Η σύνδεση των Δημάρχων και των Νομαρχών με τους Τοπικούς συλλόγους είναι η μοναδική περίπτωση, όπου η συνολική συμμετοχή υπερβαίνει το 50% (57,5%). Επιπλέον, η διαπλοκή των Δημάρχων αποδεικνύεται ισχυρότερη των Νομαρχών (58,6%, έναντι 54,9%). Η έρευνα επιβεβαιώνει  την διαπίστωση ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ διατηρούν, ιστορικά, προνομιακή σχέση με τους τοπικούς συλλόγους (65,1%, έναντι 50% της ΝΔ ).

 

9. Πολιτική αυτοτοποθέτηση

 

Στη δεκαβάθμια κλίμακα Αριστεράς/Δεξιάς, ο μέσος όρος της αυτοτοποθέτησης των στελεχών ανέρχεται σε 4,31. Ο πολιτικός συσχετισμός που επικρατεί στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει ως αποτέλεσμα, τα στελέχη της Τ.Α. να τείνουν να αυτοτοποθετούνται  ¨αριστερότερα¨ από το μέσο εθνικό όρο του εκλογικού σώματος, που καταγράφεται στις έρευνες της Κοινής Γνώμης4.

 

Το 52,6% των στελεχών αυτοτοποθετούνται  στην Κεντροαριστερά, 9% στην Αριστερά και 28,5% στο Κέντρο. Μόνον 8,4% αυτοτοποθετείται στην Κεντροδεξιά και μόλις 1,3% στη Δεξιά. Η τοποθέτηση των στελεχών με βάση την κομματική τους υποστήριξη ακολουθεί, επίσης, την συνολική επί το ¨αριστερότερο¨ αυτοτοποθέτηση.

 

Οι Νομάρχες αυτοτοποθετούνται ως ένα βαθμό ¨αριστερότερα¨ από τους Δημάρχους (4,0, έναντι 4,4) και αυτό οφείλεται στην περισσότερο ομοιογενή πολιτική σύνθεση του συγκεκριμένου στρώματος. Συγκεκριμένα, ενώ οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με την ίδια έρευνα Κοινής Γνώμης αυτοτοποθετούνται στο 4,8 τα στελέχη της αυτοδιοίκησης που υποστηρίζονται από το ΠΑΣΟΚ αυτοτοποθετούνται στο 3,6. Αντιστοίχως, οι ψηφοφόροι της ΝΔ αυτοτοποθετούνται στο 7,6 ενώ τα τοπικά της στελέχη αυτοτοποθετούνται στο 6,2.

 

10. Αυτοτοποθέτηση σε πολιτικό-ιδεολογικό ρεύμα

 

Με βάση την αυτοτοποθέτηση των ερωτηθέντων σε ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα, το 35,3% τοποθετείται στη Σοσιαλδημοκρατία, το 24,6% στο Σοσιαλισμό/μαρξισμό και το 15,6% στον Φιλελευθερισμό. Αξίζει να επισημανθεί ότι το οικολογικό ρεύμα εμφανίζεται εξαιρετικά περιορισμένο. Σε αυτό αυτοπροσδιορίζεται μόνον το 1,8% των ερωτηθέντων.

 

Η, συγκριτικά με τους Δημάρχους, ¨αριστερότερη¨ αυτοτοποθέτηση των Νομαρχών αποδεικνύεται από το σημαντικά υψηλότερο ποσοστό που συγκεντρώνει η ¨Σοσιαλδημοκρατία¨ (45,1%, έναντι 31% στους Δημάρχους) καθώς και το μειωμένο ποσοστό του ¨φιλελευθερισμού¨ (9,8%, έναντι 18,1%).

 

Αναφορικά με την κομματική υποστήριξη, τα στελέχη που πρόσκεινται στο ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν μεγαλύτερη ιδεολογική ομοιογένεια. Το 55,8% αυτοπροσδιορίζεται στη ¨Σοσιαλδημοκρατία¨ και το 30,2% στο ¨΄Σοσιαλισμό/Μαρξισμό¨. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως αναφορικά με το σύνολο των κομματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, τα στελέχη του που συμμετέχουν στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων εμφανίζουν μια περισσότερο συντηρητική τοποθέτηση, τουλάχιστον στο συμβολικό επίπεδο της ιδεολογικής αυτοναγνώρισης5.

 

Τα στελέχη που πρόσκεινται στη ΝΔ αναγνωρίζονται κατά 50% στις ιδεολογικές αρχές του Φιλελευθερισμού, ενώ 15,2% αυτοτοποθετούνται στον  Ριζοσπαστισμό και 10,9% στο Νεοφιλελευθερισμό. Τέλος, ένα μικρό ποσοστό, της τάξης του 6,5% τοποθετείται στη Σοσιαλδημοκρατία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γ. Εκτιμήσεις και γνώμες για το Β΄ βαθμό

 

  1. Απόψεις για το μέλλον του θεσμού

 

Η πλειοψηφία των στελεχών, περίπου 80% των ερωτηθέντων, εκφράζει την αισιοδοξία του για το μέλλον του θεσμού, πλην, όμως, αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρατημένη (“πολύ αισιόδοξος” δηλώνει το 24,6%, ενώ το 55,1% δηλώνει “μάλλον αισιόδοξος”). Σχεδόν το 1/3 (29,8%) εκφράζει την απαισιοδοξία του (“μάλλον” και “πολύ απαισιόδοξος”). Οι Νομάρχες είναι αισθητά πιο “αισιόδοξοι” (92,2%) από τους Δημάρχους (74,1%). Η αισιοδοξία αυξάνει και μεταξύ των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ενώ μειώνεται μεταξύ των στελεχών της ΝΔ, του ΣΥΝ και του ΚΚΕ.

 

Το 73,7% του συνόλου των στελεχών είναι πεπεισμένοι πως η καθιέρωση του Β΄ βαθμού θα υποβοηθήσει την αναζωογόνηση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Μεγαλύτερο ποσοστό αμφιβολιών (“μάλλον ναι”) εμφανίζεται μεταξύ των Δημάρχων, 26,5%, έναντι 7,8% των Νομαρχών.

 

  1. Γνώμη για το ενδιαφέρον των πολιτών

 

Τα στελέχη της Τ.Α. διχάζονται στις εκτιμήσεις τους ως προς το ενδιαφέρον των πολιτών για το θεσμό. Σε ποσοστό 44,9% θεωρούν το ενδιαφέρον “μεγάλο”, ενώ σε ποσοστό 53,9% “μικρό”, ή “ανύπαρκτο”. Σοβαρή διαφοροποίηση εμφανίζεται μεταξύ Νομαρχών/Δημάρχων. Οι Νομάρχες εκτιμούν το ενδιαφέρον των πολιτών ως μεγάλο σε ποσοστό 84,3%, έναντι 27,6% των Δημάρχων, ενώ οι Δήμαρχοι ως “μικρό” σε ποσοστό 49,1% και “ανύπαρκτο” σε ποσοστό 21,6%, έναντι μόλις 2% των Νομαρχών.

 

  1. Καθυστέρηση της αποκέντρωσης

 

Σοβαρές αμφιβολίες εκφράζονται ως προς το ρυθμό με τον οποίο προχωρεί η συγκρότηση του θεσμού. Μόλις 2,4% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι ¨οι αλλαγές για τη θεμελίωση του Β’ βαθμού προχωρούν πολύ γρήγορα¨ και λιγότερο από το 1/3 (28,7%) ότι προχωρούν ¨με κανονικό ρυθμό¨. Αντιθέτως, η συντριπτική πλειοψηφία, 68,3%, θεωρεί ότι οι αλλαγές υλοποιούνται ¨πολύ αργά¨. Αισθητή διαφοροποίηση εντοπίζεται, κυρίως, με βάση την κομματική παράμετρο και σε μικρότερο βαθμό μεταξύ Νομαρχών/Δημάρχων.

 

  1. Σχέση Πρώτου και Δεύτερου βαθμού

 

Η θέσπιση του Β’ βαθμού δεν είναι πιθανό να οδηγήσει σε αποδυνάμωση του Α’ βαθμού. Την άποψη αυτή ασπάζεται το 82,6%, σε αντίθεση με το 15,6% που εκτιμά κάτι τέτοιο ¨πολύ¨, ή ¨αρκετά¨ πιθανό. Οι φοβίες αυτές προέρχονται, σχεδόν αποκλειστικά, από τους Δημάρχους, ενώ η κατανομή των απαντήσεων επηρεάζεται και από την αντιπολιτευτική διάσταση του κομματικού ανταγωνισμού.

 

 

 

 

5. Εκτίμηση της σημερινής κατάστασης στις σχέσεις μεταξύ των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των φορέων της κεντρικής εξουσίας

 

Η εκτίμηση της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στις σχέσεις μεταξύ των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των φορέων της κεντρικής εξουσίας, στις διάφορες βαθμίδες της, επιχειρήθηκε στα πλαίσια της έρευνας, με τη βοήθεια μιας κλίμακας βαθμολογίας, από το 1 έως το 5, όπου 1 σημαίνει ότι η κατάσταση των σχέσεων είναι ¨πολύ αρνητική¨ και 5 ότι είναι ¨πολύ θετική¨. Από τους ερωτώμενους, ζητήθηκε να βαθμολογήσουν 8 ζεύγη διμερών σχέσεων, ανάμεσα, αφενός, στους Δημάρχους/Νομάρχες και αφετέρου, στο Υπουργείο Εσωτερικών, τους περιφερειάρχες, και τους περιφερειακούς διευθυντές.

 

5.1. Οι σχέσεις μεταξύ των εκπροσώπων των δύο βαθμίδων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (δημάρχων/αιρετών Νομαρχών)

 

Οι σχέσεις μεταξύ των εκπροσώπων του πρώτου και του δεύτερου βαθμού κρίνονται ικανοποιητικές (βρίσκονται στη δεύτερη θέση κατάταξης με μέσο όρο βαθμολογίας 3,97). Το 62,8% τις κρίνει ως ¨πολύ θετικές¨, ή ¨θετικές¨, μόλις 4,8% ¨αρνητικές¨, ενώ κανείς δεν τις χαρακτηρίζει ως ¨πολύ αρνητικές¨. Οι εκπρόσωποι των δύο βαθμίδων κρίνουν, ως ένα βαθμό διαφορετικά τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι αιρετοί Νομάρχες εμφανίζονται περισσότερο θετικοί στις εκτιμήσεις τους για τους Δημάρχους (45,1% των Νομαρχών τις θεωρούν ως πολύ θετικές), απ’ότι οι Δήμαρχοι για τους Νομάρχες. Σε γενικές γραμμές, οι Δήμαρχοι, θεωρούν περισσότερο ουδέτερες τις σχέσεις τους με τους Νομάρχες (37,9% στη θέση 3, το υψηλότερο ποσοστό για όλα τα ζεύγη, κατά αναλυτική κατηγορία στελεχών).   

 

5.2. Οι σχέσεις Δημάρχων/Νομαρχών με τον Περιφερειακό Διευθυντή

 

  •  Οι σχέσεις Νομαρχών/Περιφερειακών διευθυντών

 

Συγκριτικά, ως προς το σύνολο των διερευνούμενων σχέσεων, οι σχέσεις μεταξύ αιρετών Νομαρχών και Περιφερειακών Διευθυντών βρίσκονται, με διαφορά, στο χειρότερο σημείο. (Στην τελευταία σειρά κατάταξης με μέσο όρο βαθμολογίας 2,07).

 

 

Είναι ενδεικτικό, ότι από το σύνολο των ερωτηθέντων, σχεδόν το 20% (33 άτομα) αρνήθηκε να απαντήσει στη συγκεκριμένη ερώτηση. Και  από όσους απάντησαν, το 73,1% των στελεχών της ΤΑ, συνολικά, θεωρεί ότι οι σχέσεις είναι εξαιρετικά αρνητικές, ή αρνητικές. Μόνον 5,2% θεωρεί ότι οι σχέσεις είναι ¨πολύ θετικές¨. Η άποψη των Νομαρχών είναι περισσότερο ¨κάθετη¨ από εκείνη των Δημάρχων (πάντοτε για τις σχέσεις των Νομαρχών με τους Περιφερειακούς Διευθυντές). Η διαπίστωση αυτή είναι βεβαίως φυσιολογική απόρροια, τόσο της απόρριψης της θέσης του Περιφερειακού διευθυντή (ΠΔ) (βλέπε αναλυτικά παρακάτω) από τα στελέχη της ΤΑ, όσο και των διαπιστώσεων, ότι η θέσπιση της θέσης του ΠΔ αποδυναμώνει τη θέση του αιρετού Νομάρχη και δημιουργεί σύγχυση αρμοδιοτήτων.

 

  • Οι σχέσεις Δημάρχων/Περιφερειακών Διευθυντών

 

Οι σχέσεις Δημάρχων/Περιφερειακών Διευθυντών, κρίνονται μάλλον ουδέτερες, βρίσκονται δε σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ζεύγη σχέσεων που βαθμολογούνται στην προτελευταία θέση (μέσος όρος βαθμολογίας 3,11). Από το σύνολο των στελεχών που εκφράζει γνώμη, οι ίδιοι οι Δήμαρχοι κρίνουν θετικές σε ποσοστό 38,8% τις σχέσεις τους με τον Περιφερειακό Διευθυντή και αρνητικές σε ποσοστό 24,1%. Οι Νομάρχες, σε μεγάλο βαθμό (29,4%), δεν έχουν διαμορφωμένη εκτίμηση για τις σχέσεις Δημάρχων/Περιφερειακών Διευθυντών.

 

5.3. Οι σχέσεις Δημάρχων/Νομαρχών με τον Περιφερειάρχη

 

Οι σχέσεις των εκπροσώπων της Τ.Α., με τον Περιφερειάρχη βρίσκονται στη μέση της σειράς κατάταξης και είναι οι κατεξοχήν ουδέτερες (μέσος όρος βαθμολογίας 3,38 για τη σχέση αιρετών Νομαρχών/Περιφερειαρχών και 3,40 για τη σχέση Δημάρχων/Περιφερειαρχών). Σοβαρή διαφοροποίηση εμφανίζεται, όμως,  στις εκτιμήσεις μεταξύ των Δημάρχων και των Νομαρχών.

 

 

  • Οι σχέσεις αιρετών Νομαρχών/Περιφερειαρχών

 

Οι ίδιοι οι Νομάρχες εκτιμούν τις σχέσεις τους με τους Περιφερειάρχες ως τις περισσότερο θετικές αμέσως μετά τις σχέσεις τους με τους Δημάρχους (41,2% τις εκτιμούν ως ¨πολύ θετικές¨ και 27,5% ¨θετικές¨).

 

  • Οι σχέσεις Δημάρχων/Περιφερειαρχών

 

Στο σύνολο των στελεχών, οι σχέσεις Δημάρχων-Περιφερειαρχών τοποθετούνται κατά ποσοστό 35,9% στη θέση 3 της κλίμακας αξιολόγησης-το μεγαλύτερο) και αξιολογούνται ως ελαφρώς καλύτερες από τις σχέσεις Νομαρχών/Περιφερειαρχών. Οι δήμαρχοι θεωρούν τις σχέσεις τους με τους  Περιφερειάρχες ως τις πλέον ουδέτερες (37,1% στη θέση 3), ενώ οι Νομάρχες σε ποσοστό 23,5% δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει γνώμη για τις σχέσεις των Δημάρχων με τους Περιφερειάρχες.

 

5.4. Οι σχέσεις Δημάρχων/Νομαρχών με το Υπουργείο Εσωτερικών (ΥΠΕΣ)

 

Οι σχέσεις με το ΥΠΕΣ αξιολογούνται σε καλύτερη σειρά από εκείνη του ΠΔ και του Περιφερειάρχη.

 

  • Οι σχέσεις Δημάρχων/ΥΠΕΣ

 

  • Οι σχέσεις των Δημάρχων με το ΥΠΕΣ (μέσος όρος βαθμολογίας 3,58) είναι περισσότερο θετικές από εκείνες που διατηρούν οι Νομάρχες (μέσος όρος βαθμολογίας 3,53). Οι ίδιοι οι Δήμαρχοι κρίνουν τις σχέσεις τους με το ΥΠΕΣ σε ποσοστό 51,7% θετικές, σε ποσοστό 34,5% ουδέτερες και μόνον σε ποσοστό 12% αρνητικές (πολύ αρνητικές 1,7%). Το 31,4% των Νομαρχών δεν μπορεί να αξιολογήσει τις σχέσεις των Δημάρχων με το ΥΠΕΣ, ενώ οι υπόλοιποι διχάζονται μεταξύ των θετικών εκτιμήσεων (35,3%) και των ουδέτερων (31,4%).    

 

  • Οι σχέσεις Νομαρχών/ΥΠΕΣ

 

Οι Νομάρχες, σε ποσοστό 66,7%, κρίνουν τις σχέσεις τους με το ΥΠΕΣ ¨πολύ θετικές¨, ή ¨θετικές¨ και σε ποσοστό 31,4% ως ουδέτερες. Το 37,9% των Δημάρχων δεν μπορεί να αξιολογήσει τις σχέσεις των Νομαρχών με το ΥΠΕΣ.

 

5.5. Η σχέση περιφερειακών διευθυντών/ΥΠΕΣ

 

Περισσότερο από το 1/3 των ερωτηθέντων (35,3%) δεν θέλησε να αξιολογήσει τις σχέσεις Περιφερειακών Διευθυντών/ΥΠΕΣ. Πάντως, 56,9% των Νομαρχών και 45,7% των Δημάρχων εκτιμούν τις σχέσεις αυτές ως ¨θετικές¨.

 

6. Σχέσεις αιρετού Νομάρχη/Βουλευτή

 

 

 

Λιγότεροι από τους μισούς, συγκεκριμένα μόνον 45,5% του συνόλου  των στελεχών αποκλείουν ρητά την περίπτωση, ¨να οδηγήσει¨ η παρουσία του αιρετού Νομάρχη σε υποβάθμιση της θέσης των βουλευτών στον αντίστοιχο Νόμο¨. Αντιθέτως, ο ένας στους τρεις ερωτηθέντες, το 33% των Δημάρχων και των Νομαρχών θεωρούν ¨πολύ¨, ή ¨αρκετά πιθανό¨ το συγκεκριμένο ενδεχόμενο και 16,8% ¨λίγο πιθανό¨.

 

 

Το ποσοστό μεταξύ των Δημάρχων είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο που καταγράφεται μεταξύ των Νομαρχών (38,8%, έναντι 19,6%). Επιπλέον, η κομματική υποστήριξη επηρεάζει καθοριστικά τις σχετικές εκτιμήσεις. Το 43,5% των στελεχών της ΝΔ, έναντι 21% του ΠΑΣΟΚ υιοθετεί αρνητικές προβλέψεις για τις σχέσεις των δύο αξιωμάτων.

 

7. Γνώμη για τον Περιφερειακό Διευθυντή

 

 

Βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα είναι, ότι η καθιέρωση της θέσης του Περιφερειακού Διευθυντή (ΠΔ) δεν γίνεται αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

 

 

  1. Το 66,5% του συνόλου, θεωρεί ότι η θέση του ΠΔ ¨αποδυναμώνει¨ τη θέση αιρετού Νομάρχη. Μεταξύ των αιρετών Νομαρχών, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 82,4%, ενώ μεταξύ των Δημάρχων προσεγγίζει το 59,5%. Μόλις 3% των ερωτηθέντων πιστεύει πως ο ΠΔ  ¨ενισχύει¨ τη θέση του αιρετού Νομάρχη (κανένας Νομάρχης) και 24,6% ότι δεν ¨επηρεάζει¨.

 

  1. Το 61,7% πιστεύει ότι ¨υπάρχει¨ επικάλυψη αρμοδιοτήτων, έναντι 31,7% που αποδέχεται το αντίθετο.

 

  1. Κυρίως όμως η απόρριψη προκύπτει από το γεγονός ότι το 74,3% τάσσεται, ευθέως, κατά της ύπαρξης του ΠΔ, έναντι μόλις 18,6% υπέρ. Μεταξύ των Νομαρχών το ποσοστό αγγίζει το 88,2%, έναντι 68,1% στους Δημάρχους. Υπέρ, τάσσεται μόνον το 20,9% των στελεχών του ΠΑΣΟΚ.

 

8. Γνώμη για τη στελέχωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης

 

Ως προς το πρόβλημα της στελέχωσης του νέου θεσμού, η γνώμη των τοπικών στελεχών εμφανίζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Η σχετική πλειοψηφία, το 44,3% θεωρεί ότι απαιτούνται νέες προσλήψεις. Το 27,5% πιστεύει ότι οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν με μετατάξεις προσωπικού, ενώ το 21,6% θεωρεί ότι η στελέχωση μπορεί να καλυφθεί από το υπάρχον προσωπικό.

 

Οι Νομάρχες τάσσονται υπέρ των νέων προσλήψεων σε ποσοστό 64,7%, έναντι μόλις 35,3% των Δημάρχων, ενώ ουσιαστικά αποκλείουν την περίπτωση να καλυφθούν οι ανάγκες με το υπάρχον προσωπικό (μόλις 9,8% επιλέγει αυτήν τη λύση). Αντιθέτως, οι Δήμαρχοι πιστεύουν, σε ποσοστό 26,7%, ότι η λύση του υπάρχοντος προσωπικού είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Ως προς την αναγκαιότητα των νέων προσλήψεων διαπιστώνεται σύγκλιση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Τα στελέχη της ΝΔ, όμως, θεωρούν, σε ποσοστό διπλάσιο από το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ  (28,3%, έναντι 14%) δυνατή τη στελέχωση με το υπάρχων προσωπικό.

 

9. Σχέσεις Νομού/Περιφέρειας

 

Η κατάργηση των Νομαρχιακών Ταμείων και η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων τους στα Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης συναντά τις σοβαρές αντιρρήσεις των ερωτηθέντων. Το 43,1% δηλώνει πως διαφωνεί με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, έναντι μόνον 32,9% που την αποδέχεται (και 24% που δεν γνωρίζει, ή θεωρεί ψευδές το δίλημμα).

 

 

Στο ζήτημα κατάργησης των Νομαρχιακών Ταμείων, εμφανίζεται αντίθεση Δημάρχων/Νομαρχών. Ενώ το 44,8% των Δημάρχων διαφωνεί με την κατάργηση, το 41,2% των Νομαρχών συμφωνεί. Η αντίθεση αυτή έχει κομματική υπόσταση. Το 44,2% των στελεχών του ΠΑΣΟΚ συμφωνεί, ενώ η απόλυτη πλειοψηφία των στελεχών της ΝΔ διαφωνεί.

 

     

Η συγκρότηση των 13 Περιφερειών της Χώρας, που υλοποιείται από το 1993 αποβαίνει προς όφελος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Τη γνώμη αυτήν αποδέχεται το 52,7% των ερωτηθέντων (64,7% των Νομαρχών και 47,4% των Δημάρχων), έναντι 15% που θεωρεί ότι αποβαίνει κατά και 32,4% που θεωρεί ότι δεν τίθεται τέτοιο ερώτημα, ή δεν έχει διαμορφώσει άποψη. Οι περισσότερες αμφιβολίες εκφράζονται μεταξύ των Δημάρχων, οι οποίοι σε ποσοστό 18,1%, έναντι 7,8% των Νομαρχών, πιστεύουν ότι η συγκρότηση των περιφερειών θα αποβεί εις βάρος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.

 

Επιπλέον, σε αντιπαράθεση με το επίπεδο της Περιφέρειας, το επίπεδο του Νομού θεωρείται, σε ποσοστό 76%, έναντι 10,8%, ως το πλέον σημαντικό για την λήψη των αποφάσεων αναφορικά με τις τοπικές υποθέσεις. Για το συγκεκριμένο ζήτημα, το ποσοστό μεταξύ των Νομαρχών αυξάνεται, εύλογα, σε 84,3%. Αντιθέτως, η επιλογή της Περιφέρειας απορρίπτεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των Νομαρχών (μόλις 5,9%), ενώ στους Δημάρχους συγκεντρώνει τις προτιμήσεις του 12,9%, σχεδόν διπλάσιο.

 

Η ίδια τοποθέτηση προκύπτει και από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων στο περισσότερο ειδικό ερώτημα: ¨σε ποιο επίπεδο πρέπει να πραγματοποιείται η διαχείριση των πόρων από τα κοινοτικά προγράμματα¨. Το 58,7% προκρίνει το επίπεδο του Νομού και μόνον το 36,5% το επίπεδο της περιφέρειας.

 

 

Υπέρ της διαχείρισης των κοινοτικών πόρων στην περιφέρεια τάσσεται το 44,2% των στελεχών του ΠΑΣΟΚ (έναντι 17,4% της ΝΔ), ενώ τα στελέχη της ΝΔ προκρίνουν σε ποσοστό 78,3% το νόμο, έναντι της περιφέρειας.

 

 

10. Γνώμη για τις Νομαρχιακές επιχειρήσεις

 

Αξιοσημείωτη διάσταση απόψεων εντοπίζεται και στο ερώτημα, σχετικά με τη δημιουργία Νομαρχιακών επιχειρήσεων. Υπέρ, τάσσεται το 80,4% των Νομαρχών, έναντι 48,3% των Δημάρχων. Μεταξύ των Δημάρχων (39,7%) και ιδίως μεταξύ των στελεχών που υποστηρίζονται από τη ΝΔ (52,2%) εκφράζονται σοβαρές αντιρρήσεις για τη δημιουργία Νομαρχιακών επιχειρήσεων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δ. Απόψεις για την Τοπική Αυτοδιοίκηση

 

  1. Βαθμός ενημέρωσης των ΟΤΑ για το έργο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 

Τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκεια τους για τον τρόπο με τον οποίο οι ΟΤΑ ενημερώνονται και παρακολουθούν το έργο των διαφόρων διευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε ποσοστό 48,5% αισθάνονται “καθόλου ικανοποιημένοι και 37,1% “λίγο ικανοποιημένοι”. Μόνον 3,6% δηλώνει “πολύ” και 8,4% “αρκετά ικανοποιημένοι”. Οι Δήμαρχοι εμφανίζονται δυσαρεστημένοι σε ποσοστό 54,3%, έναντι 35,3% των Νομαρχών. Σοβαρές διαφοροποιήσεις διαπιστώνονται ως προς τη δυσαρέσκεια και αναφορικά με την κομματική υποστήριξη (34,9% στο ΠΑΣΟΚ, έναντι 65,2% στη Ν.Δ).

 

  1. Οι οικονομικές βάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

 

Σύμφωνα με τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η ιεράρχηση των πηγών, όπου θα πρέπει να στηριχθεί η οικονομική της ανάπτυξη είναι η εξής:

 

  • Στα κοινοτικά προγράμματα 88,6%

 

  • Στις Δημοτικές επιχειρήσεις 79%

 

  • Στον κρατικό προϋπολογισμό 77,8%

 

  • Στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα 71,9%

(80,4% στους Νομάρχες και 68,1% στους Δημάρχους).

  

  • Στην επιβολή ειδικού τέλους 71,9%

 

  • Στην επιβολή ΦΑΠ 68,3%

 

Ας σημειωθεί, ότι η ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με “επιβολή ΦΑΠ” συναντά τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις των στελεχών (31,1%).

 

  1. Οι στρατηγικές προτεραιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ερχόμενη δεκαετία

 

Οι τρεις στρατηγικοί στόχοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα επόμενα 10-15 χρόνια είναι οι ακόλουθοι:

 

Πρώτον, η επίτευξη της οικονομικής αυτοδυναμίας (31,1%)

 

Δεύτερoν, η ολοκλήρωση του πολεοδομικού/χωροταξικού σχεδιασμού (19,5%)

 

Τρίτoν, η σύσταση του εθνικού κτηματολογίου (15%)

 

 

 

 

 

Οι υπόλοιποι στρατηγικοί στόχοι που διευρύνθηκαν στα πλαίσια της έρευνας κατατάσσονται ως εξής:

 

  • Η εξάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων (9,9%)

 

  • Η συνένωση των ΟΤΑ (9,9%)

 

  • Η συγκρότηση του Γ΄ βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (6,9%)

 

  • Η προώθηση των Συμβουλίων Περιοχής (3,6%)

 

  • Η δημιουργία των Ινστιτούτων Τοπικής Αυτοδιοίκησης (1,8%)

 

  • Η δημιουργία Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης (1,2%)

 

Δήμαρχοι και Νομάρχες συγκλίνουν ως προς τη σειρά κατάταξης των στρατηγικών στόχων, με μόνη διαφοροποίηση την εξάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων, την οποία οι Νομάρχες προτάσσουν του κτηματολογίου.

 

Οι Νομάρχες αποδίδουν διπλάσια σημασία στην εξάλειψη των ανισοτήτων, από ότι οι Δήμαρχοι (14,7%, έναντι 7,8%) και στην προώθηση των Συμβουλίων Περιοχής (5,9%, έναντι 2,6%). Οι Δήμαρχοι αποδίδουν στην ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού σχετικά μεγαλύτερη σημασία από ότι οι Νομάρχες (20,3%, έναντι 17,6% των Νομαρχών).

 

Στελέχη του ΠΑΣΟΚ θεωρούν τη συνένωση των ΟΤΑ στρατηγικό στόχο περισσότερο σημαντικό από ότι τη σύσταση του κτηματολογίου, ή την εξάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων (15,1%, έναντι 12,8%), ενώ τα στελέχη της Ν.Δ το αντίθετο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ε. Προβλήματα και προοπτικές των πόλεων και των Νομών της χώρας

 

 

  1. Τα προβλήματα των πόλεων

 

Τα δέκα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές πόλεις είναι σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας τα εξής:

 

  • Ανεργία 65,9%

 

  • Έλλειψη χώρων στάθμευσης 53,3%

 

  • Αποχέτευση 33,5%

 

  • Καθαριότητα της πόλης/δρόμων 32,9%

 

  • Ελλείψεις σχολικών κτιρίων 29,3%

 

  • Ναρκωτικά 25,1%

 

  • Ελλείψεις κοινόχρηστων χώρων 24,6%

 

  • Ανεπάρκεια συγκοινωνιών 24,6%

 

  • Αθλητικές εγκαταστάσεις 23,4%

 

  • Μόλυνση του περιβάλλοντος 22,8%

 

Μεταξύ των λιγότερο σημαντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πόλεις συγκαταλέγονται:

 

  • Η εγκληματικότητα 1,8% (το λιγότερο σημαντικό)

 

  • Η παρουσία μειονοτήτων και περιθωριακών ομάδων 3%

 

  • Η χαμηλή ποιότητα της κατοικίας 3,6%

 

  • Τα βιομηχανικά απόβλητα 4,8%

 

  • Η παρουσία αλλοδαπών εργαζομένων 7,8%

 

Διαφοροποιήσεις εμφανίζονται όχι μόνο μεταξύ των Δημάρχων και των Νομαρχών, αλλά και μεταξύ των στελεχών του “Κέντρου” (Πολεοδομικά Συγκροτήματα Αθήνας/ Θεσσαλονίκης) και της “Περιφέρειας” της χώρας.

 

 

 

 

 

Οι Δήμαρχοι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία, από ότι οι Νομάρχες κυρίως στην καθαριότητα της πόλης, στην αποχέτευση, στη μόλυνση του περιβάλλοντος, στις ελλείψεις κοινόχρηστων χώρων και στην ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών μέσων.

 

Από την άλλη πλευρά, οι Νομάρχες αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην έλλειψη πολιτιστικής υποδομής, στις τιμές των ενοικίων, στις ελλείψεις των αθλητικών εγκαταστάσεων και στις ελλείψεις σχολικών κτιρίων.

 

  1. Τα προβλήματα των Νομών

 

Τα προβλήματα στο επίπεδο του Νομού ιεραρχούνται από τους ερωτηθέντες ως εξής:

 

  • Έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού 73,1%

 

  • Ανεργία 69,5%

 

  • Κρίση του αγροτικού τομέα 41,3%

 

  • Ανεπαρκείς υπηρεσίες Υγείας/Πρόνοιας 39,5%

 

  • Μόλυνση του περιβάλλοντος 38,3%

 

  • Ελλείψεις οδικού δικτύου 35,9%

 

  • Μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος 31,7%

 

  • Ανεπάρκεια συγκοινωνιακών μέσων 28,1%

 

  • Εγκατάλειψη της υπαίθρου 26,9%

 

  • Αποβιομηχάνιση 24,6%

 

Και σε αυτό το σημείο εμφανίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις εκτιμήσεων μεταξύ Νομαρχών/Δημάρχων:

 

Οι Νομάρχες αποδίδουν υπερδιπλάσια σημασία στην κρίση του αγροτικού τομέα,66,7% έναντι 30,2% των Δημάρχων, θεωρώντας το πρόβλημα ίδιας σημασίας με την ανεργία (2ο στη σειρά κατάταξης των προβλημάτων). Επιπλέον, αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στη μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος (45,1%, έναντι 25,9% των Δημάρχων), στις ελλείψεις του οδικού δικτύου (45,1%, έναντι 31,9%) και στην εγκατάλειψη της υπαίθρου  (41,2%, έναντι 20,7%).

 

Αντιθέτως, οι Δήμαρχοι αποδίδουν, συγκριτικά ως προς τους Νομάρχες μεγαλύτερη σημασία στην ανεπάρκεια των υπηρεσιών Υγείας/Πρόνοιας (44,8%, έναντι 27,5%), στην ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών μέσων (34,5%, έναντι 13,7%) και στη μόλυνση του περιβάλλοντος (43,1%, έναντι 27,5%).

  1. Τα κέντρα εξουσίας στις τοπικές κοινωνίες

 

Η βαθμολόγηση της επιρροής που ασκούν στο επίπεδο λήψης των αποφάσεων οι διάφοροι φορείς και οργανώσεις της τοπικής κοινωνίας έγινε με τη βοήθεια μιας πενταβάθμιας κλίμακας από το 1 έως το 5, όπου το “1” υποδηλώνει ότι ο συγκεκριμένος φορέας, ή οργάνωση δεν επηρεάζει “καθόλου” το έργο του αιρετού Νομάρχη, ή Δημάρχου και “5”, ότι επηρεάζει “πάρα πολύ”. Με βάση τις εκτιμήσεις των ερωτηθέντων, προκύπτει η παρακάτω σειρά κατάταξης (σε παρένθεση οι μέσοι όροι βαθμολογίας).

 

  1. Οι αναπτυξιακές εταιρείες (3,34)
  2. Οι τοπικές εφημερίδες (2,99)
  3. Οι επιστημονικοί σύλλογοι (2,99)
  4. Οι αντιπρόσωποι της κεντρικής διοίκησης (2,98)
  5. Τα τοπικά κανάλια (2,95)
  6. Τα επιμελητήρια (2,92)
  7. Το εργατικό κέντρο (2,91)
  8. Οι τοπικοί ραδιοσταθμοί (2,87)
  9. Οι επιχειρηματικοί φορείς του νομού (2,82)
  10. Οι συνεταιρισμοί/αγροτικοί σύλλογοι (2,72)
  11. Οι τοπικοί βουλευτές (2,62)
  12. Οι εκκλησιαστικές αρχές (2,61)
  13. Οι εμπορικοί σύλλογοι (2,53)
  14. Οι τοπικές επιτροπές των κομμάτων (2,22)

 

Οι αναπτυξιακές εταιρείες, καθώς και οι επιστημονικοί σύλλογοι αποτελούν τους φορείς εκείνους που ασκούν την μεγαλύτερη επιρροή στο έργο του αιρετού Νομάρχη, ή Δημάρχου. Αντιθέτως στις τελευταίες θέσεις της κλίμακας επιρροής τοποθετούνται τα κόμματα (οι τοπικές τους επιτροπές) και οι τοπικοί βουλευτές. Το δεδομένο αυτό υποδηλώνει σημαντική υποβάθμιση της επιρροής των πολιτικών κομμάτων, μέσω των τοπικών τους επιτροπών, καθώς και υποβάθμιση της επιρροής των τοπικών βουλευτών. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διαπιστώνεται απόσταση στις σχέσεις μεταξύ κομμάτων/βουλευτών σε τοπικό επίπεδο.

 

Οι τοπικές εφημερίδες αποτελούν το δεύτερο πιο ισχυρό κέντρο στις τοπικές κοινωνίες και ασκούν σημαντική επιρροή των αποφάσεων, μεγαλύτερη από εκείνη των τοπικών ραδιοσταθμών και καναλιών. Η άποψη αυτή αναπτύσσεται εντονότερα μεταξύ των Δημάρχων, και λιγότερο έντονα μεταξύ των Νομαρχών που διατηρούν μια περισσότερο “κεντρική” παράσταση της πολιτικής. Σε γενικές γραμμές, τα στελέχη του Α΄ βαθμού εκτιμούν ως περισσότερο σημαντική την παρουσία των Τοπικών ΜΜΕ, από ότι οι Νομάρχες.

 

Κατά τους Νομάρχες, οι βουλευτές ασκούν μεγαλύτερη επιρροή, από εκείνη που τους αποδίδουν οι Δήμαρχοι, ενώ σε υψηλότερα επίπεδα αξιολογούνται και οι επαγγελματικές οργανώσεις πέραν των επιστημονικών συλλόγων: τα επιμελητήρια, το εργατικό κέντρο, οι επιχειρηματικοί φορείς, οι εμπορικοί σύλλογοι και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί.

 

4. Πόλεις με την καλύτερη ποιότητα ζωής

 

Οι πόλεις που προσφέρουν την καλύτερη ποιότητα ζωής στην Ελλάδα, είναι σύμφωνα με τις απόψεις των ερωτηθέντων οι ακόλουθες:

 

  • Θεσσαλονίκη 23,4%

 

  • Ναύπλιο 15%

 

  • Χανιά 14,4%

 

  • Καβάλα 13,8%

 

  • Βόλος 12,6%

 

  • Κέρκυρα 11,4%

 

  • Ρόδος 10,2%

 

  • Γιάννενα 9,6%

 

  • Καλαμάτα 9%

 

  • Πάτρα 9%

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤ. Εκτιμήσεις για το τοπικιστικό φαινόμενο

 

  1. Ο τοπικισμός στην ελληνική κοινωνία

 

Καθολική είναι η εκτίμηση των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αναφορικά με το πρόβλημα του τοπικισμού. Το 89% των Δημάρχων και των Νομαρχών συγκλίνουν στην εκτίμηση, ότι ο τοπικισμός αποτελεί φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη σημερινή ελληνική κοινωνία.

 

  1. Πιθανότητα αναζωπύρωσης των ιστορικών αντιθέσεων

 

Σχεδόν το 1/3 των ερωτηθέντων, το 31,2%, έναντι 64%, συμμερίζεται την άποψη ότι η αποκέντρωση που επιχειρείται, μπορεί να αναζωπυρώσει ιστορικές αντιθέσεις μεταξύ των περιφερειών/γεωγραφικών περιοχών της χώρας. Οι φόβοι είναι εντονότεροι μεταξύ των Δημάρχων και των στελεχών της Ν.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ζ. Τοποθετήσεις σε γενικότερα πολιτικά ζητήματα

 

  1. Ιεράρχηση των προβλημάτων της χώρας

 

Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, η κατάταξη των σημαντικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα είναι η εξής:

 

  • Η οικονομική κρίση και ανεργία 64,1%

 

  • Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 62,9%

 

  • Ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης 61,1%

 

  • Η καταστροφή του περιβάλλοντος 34,1%

 

  • Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η πορεία σύγκλισης 29,3%

 

  • Η καθυστέρηση των μεγάλων έργων υποδομής 28,1%

 

  • Οι σχέσεις της χώρας με τα Σκόπια 10,2%

 

  • Η καταπολέμηση του πληθωρισμού 5,4%

 

  • Οι σχέσεις με την Αλβανία 1,2%

 

 

Μεταξύ των Δημάρχων/Νομαρχών υποκρύπτεται μια σημαντικά διαφορετική αξιολόγηση των προβλημάτων. Για τους αιρετούς Νομάρχες, ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης αποτελεί το κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας σε ποσοστό 82,4%, έναντι 51,7% των Δημάρχων. Οι Δήμαρχοι, αντιθέτως, αποδεικνύονται περισσότερο “ευαισθητοποιημένοι” στο ζήτημα της καταστροφής του περιβάλλοντος (37,1%, έναντι 27,5% των Νομαρχών).

 

Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης 29,3% εμφανίζεται, ως πρόβλημα της χώρας, σχετικά υποβαθμισμένη. Σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό (28,1%), συγκεντρώνει και η καθυστέρηση των μεγάλων έργων. Οι σχέσεις της χώρας με τα Σκόπια, δεν θεωρούνται σημαντικό πρόβλημα, παρά μόνον από το 10,2% των ερωτηθέντων. Οι Δήμαρχοι, εντούτοις, αποδίδουν στο πρόβλημα τη διπλάσια σημασία από ότι οι Νομάρχες (12,1%, έναντι 5,9%) επιδεικνύοντας έτσι μεγαλύτερο βαθμό ανησυχίας. Ο πληθωρισμός δεν συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας (Ως σημαντικότερο πρόβλημα, επιλέγεται μόνον από το 5,4%). Τελευταίο στη σειρά κατάταξης των προβλημάτων, κατατάσσεται εκείνο των σχέσεων της χώρας με την Αλβανία (1,2%).

 

 

 

 

 

 

  1. Στρατηγικές προτεραιότητες της χώρας

 

Σύμφωνα με τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι στρατηγικοί στόχοι που πρέπει να θέσει προς υλοποίηση η χώρα κατά την επόμενη δεκαετία διαμορφώνονται ως εξής:

 

  • Οικονομική δύναμη στα Βαλκάνια 35,1%

 

  • Ενεργή και ισότιμη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση 26,4%

 

  • Πόλος τουριστικής ανάπτυξης στη Μεσόγειο 19,5%

 

  • Κέντρο Ευρωπαϊκού πολιτισμού 16,8%

 

  • Ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην περιοχή 2,1%

 

 

 

Στην Έρευνα διαπιστώνεται ότι ως προς τις στρατηγικές προτεραιότητες της χώρας δεν υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ Δημάρχων και Νομαρχών. Οι Νομάρχες αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία από τους Δημάρχους, στην οικονομική ανάδειξη της Ελλάδας στα Βαλκάνια (38,2%, έναντι 33,8%). Ομοίως και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ (37,2%, έναντι 29,3% των στελεχών της ΝΔ).

 

Ακόμη, συγκριτικά ως προς τη ΝΔ , τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ επιλέγουν σε υψηλότερο ποσοστό (29,1%, έναντι 23,9%) το στόχο της ενεργούς και ισότιμης ένταξης στην ΕΕ, ενώ τα στελέχη της ΝΔ επιλέγουν σε υψηλότερο ποσοστό (25%, έναντι 15,1%) το στόχο του πόλου τουριστικής ανάπτυξης στη Μεσόγειο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           
Συζήτηση

 

Στην παρουσίαση των σημαντικότερων πορισμάτων της έρευνας που ακολούθησε καταγράφηκαν τα επιμέρους ευρήματα κάθε ξεχωριστής κατηγορίας ερωτημάτων. Ωστόσο, πριν ολοκληρωθεί αυτή η εργασία κρίνεται σκόπιμο να μία αναφορά σε γενικότερα ζητήματα που θίγονται από τη μελέτη αυτή και που χρήζουν μεγαλύτερης επεξεργασίας και συζήτησης. Τα θέματα αυτά αφορούν τις σημαντικότερες διαφορές που παρουσιάστηκαν στις απαντήσεις  μεταξύ Δημάρχων και Νομαρχών και αιρετών που υποστηρίχτηκαν από τη ΝΔ και αυτών που υποστηρίχτηκαν από το ΠΑΣΟΚ.

 

Σχετικά με τις διαφοροποιήσεις μεταξύ στελεχών που υποστηρίχτηκαν από το ΠΑΣΟΚ και αυτών που υποστηρίχτηκαν από τη ΝΔ

Ένα πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως τα στελέχη που υποστηρίχτηκαν από τη ΝΔ φαίνεται να παρουσιάζουν περισσότερα «αστικά» χαρακτηριστικά σε σχέση με τα αντίστοιχα στελέχη που έχουν υποστηριχθεί από το ΠΑΣΟΚ. Οι «δεξιοί» αιρετοί έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό γεννηθεί σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο και κατέχουν τη θέση του εργοδότη στην παραγωγική διαδικασία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα στοιχεία που παρουσιάζουν την κοινωνική προέλευση της κάθε κατηγορίας: Η οικογενειακή καταγωγή των «δεξιών» συνδέεται σε πολλαπλάσιο βαθμό, σε σχέση με τους «σοσιαλιστές», με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (εργοδοσία, ελεύθεροι επαγγελματίες). Αντίστροφα, η οικογενειακή καταγωγή των «σοσιαλιστών» παρουσιάζει πιο «λαϊκά» χαρακτηριστικά (κυρίως εργατική και αγροτική προέλευση) από την αντίστοιχη των «δεξιών». Όλα αυτά συγκλίνουν στο να θεωρούν οι «σοσιαλιστές» τους εαυτούς τους περισσότερο ενταγμένους στη μικροαστική τάξη σε αντιδιαστολή με τους «δεξιούς» που θεωρούν ότι ανήκουν στην αστική τάξη.

            Οι διαφορές μεταξύ των «σοσιαλιστών» και των «δεξιών» φαίνονται και από το γεγονός πως οι πρώτοι εντάσσονται σε νεώτερη ηλικία σε ένα πολιτικό μηχανισμό. Αυτό εξηγείται λόγω της συμμετοχής τους σε πιο ριζοσπαστικές μορφές πολιτικής πρακτικής (1-1-4, 15% για την παιδεία, Ιουλιανά) στις οποίες είχαν σημαντικό ρόλο και οι πολιτικές νεολαίες του Κέντρου και της Αριστεράς. Αντίθετα οι «δεξιοί» λόγω της μη συμμετοχής της συντηρητικής παράταξης στους αγώνες αυτούς- πράγμα που για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους θα ήταν μάλλον παράδοξο- εμπλέκονται με την πολιτική δράση μέσω της απευθείας συμμετοχής τους είτε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είτε σε κομματικό μηχανισμό. Ενδεικτικό της στενής σχέσης των «σοσιαλιστών» αιρετών με την κομματική ένταξη είναι πως όλοι τους είναι ή έχουν υπάρξει στο παρελθόν μέλη κόμματος. Αντίθετα  μια μικρή αλλά υπαρκτή μειοψηφία των «δεξιών» αιρετών δεν έχει διατελέσει ποτέ μέλος κόμματος.

            Η τάση που αναφέρθηκε αποδεικνύεται και από το γεγονός πως σχεδόν 6 στους 10 «σοσιαλιστές» αιρετούς προέρχονται από τις ενδιάμεσες βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας ενώ το ποσοστό για τους αντίστοιχους «δεξιούς» δεν ξεπερνά το 20%. Οι δείκτες αυτοί φανερώνουν πως το ΠΑΣΟΚ αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς δημιούργησαν το πρότυπο του στελέχους που αναδεικνύεται μέσα από την κομματική παρουσία του- πράγμα λογικό για πολιτικούς σχηματισμούς που συγκροτήθηκαν βάση συγκεκριμένων κομματικών δομών. Αντίθετα, τα διάφορα συντηρητικά κόμματα που πολιτεύτηκαν στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του ’80 υιοθέτησαν περισσότερο το μοντέλο του αρχηγικού κόμματος με την παρουσία κάποιων στελεχών και την ανυπαρξία αποκρυσταλλωμένων δομών. Έτσι είναι φυσικό και τα συντηρητικά στελέχη, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερης ηλικίας, να μην έχουν σημαντική εσωκομματική παρουσία.

            Διαφορές μεταξύ «φιλελεύθερων» και «σοσιαλιστών» αιρετών παρουσιάζονται και στο ζήτημα της κατάργησης των Νομαρχιακών  Ταμείων όπου περίπου οι μισοί εκλεγμένοι του ΠΑΣΟΚ συμφωνούν ενώ η απόλυτη πλειοψηφία των εκλεγμένων της ΝΔ διαφωνούν- στάση που ενισχύεται και από το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της ΝΔ προκρίνει τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων σε επίπεδο Νομού ενώ τα μισά περίπου στελέχη του ΠΑΣΟΚ είναι πιστεύουν ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται σε επίπεδο Περιφέρειας. Το ενδιαφέρον στοιχείο των απαντήσεων αυτών είναι ότι οι «σοσιαλιστές» αιρετοί παρουσιάζουν μια αμφιθυμία και μια αντιφατικότητα. Από τη μια κατανοούν ότι αποδυναμώνεται το πλαίσιο των εξουσιών τους με τη μεταβίβαση τόσο σημαντικών αρμοδιοτήτων σε επίπεδο Περιφέρειας, αλλά από την άλλη είναι διστακτικοί στην καταδίκη μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για προβληματισμούς που δεν έχουν, όπως είναι φυσικό, τα στελέχη της ΝΔ.

            Μια άλλη διαφοροποίηση σχετίζεται με το βαθμό ενημέρωσης των ΟΤΑ για το έργο της ευρωπαϊκής επιτροπής όπου τα στελέχη της ΝΔ εμφανίζονται ιδιαίτερα έντονα δυσαρεστημένα για το βαθμό πληροφόρησής τους, σε αντιδιαστολή με τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που καίτοι κι αυτά δυσαρεστημένα εκφράζονται με  μια μεγαλύτερη μετριοπάθεια.   Η στάση αυτή των «συντηρητικών» αιρετών μπορεί να έχει δύο, όχι αναγκαστικά αντιθετικές ερμηνείες: Η μια είναι ότι βασιζόμενοι σε ένα μάλλον υπαρκτό πρόβλημα, χαμηλός βαθμός ενημέρωσης, το τονίζουν περισσότερο για λόγους αντιπολιτευτικής τακτικής. Η άλλη είναι πως θεωρούν ότι μια σειρά από κοινοτικά κονδύλια δεν κατευθύνονται με διαφανείς τρόπους αλλά μέσω κυβερνητικών δικτύων ευνοούνται εκείνες οι τοπικές αυτοδιοικήσεις, η ηγεσία των οποίων πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα.

 

            Σχετικά με τις διαφοροποιήσεις μεταξύ Δημάρχων και Νομαρχών

Το σύνολο των στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης υστερούν σε επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με τα κυβερνητικά στελέχη- πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν, έστω και σε άτυπο επίπεδο, διαφορετικές προδιαγραφές για κάθε ξεχωριστή κατηγορία. Όσο το εύρος των αρμοδιοτήτων αυξάνει και αποκτά πιο «σφαιρικό» χαρακτήρα τόσο απαιτούνται μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προσόντα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την δυσαναλογία που παρατηρείται στο βαθμό διεθνοποίησης (παραμονής στο εξωτερικό για σπουδές ή εργασία) μεταξύ αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κυβερνητικών στελεχών. Κι αυτό γιατί η παραμονή πραγματοποιήθηκε είτε για λόγους σπουδών είτε για λόγους εργασίας αναβαθμισμένου επιπέδου. Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις μεταξύ Δημάρχων και Νομαρχών φαίνονται και από το γεγονός της μικρότερης συμμετοχής των Δημάρχων σε σχέση με τους Νομάρχες σε ΔΣ φοιτητικών και επιστημονικών συλλόγων.

Σε ότι αφορά την προηγούμενη αιρετή πολιτική θέση που κατείχαν οι Δήμαρχοι και οι Νομάρχες, αυτό που φαίνεται ενδιαφέρον είναι πως ένα απειροελάχιστο τμήμα από το σώμα των Δημάρχων κατορθώνει να ανεβεί τα σκαλιά της ιεραρχίας και να γίνει κυβερνητικό στέλεχος. Με άλλα λόγια, μεταξύ της Δημαρχίας και της εισόδου στην κυβέρνηση φαίνεται να λειτουργεί ένα είδος άτυπου στεγανού. Αντίθετα, η θέση του Νομάρχη αν και δεν μπορεί να υποστηριχτεί πως αποτελεί προθάλαμο για ανώτερη θέση στην κρατική ιεραρχία, άλλωστε το νεοπαγές του θεσμού δεν επιτρέπει τη διατύπωση τέτοιων συλλογισμών, λειτουργεί, ωστόσο, ως δικλείδα ασφαλείας για ένα τμήμα του ανώτερου πολιτικού προσωπικού που για μια σειρά από λόγους εγκαταλείπει τη θέση που κατείχε στο παρελθόν.

Μια άλλη αξιοσημείωτη διαφορά που παρατηρείται μεταξύ Δημάρχων και Νομαρχών σχετίζεται με τις διαφορετικές θέσεις που κατέχουν στις κλίμακες πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης. Η έρευνα φανερώνει πως οι Νομάρχες τοποθετούνται αριστερότερα των Δημάρχων, γεγονός που δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση αφού συνδέεται με την πιο «κομματογενή» προέλευσή τους σε ένα χώρο όπου το ΠΑΣΟΚ, και γενικότερα η Αριστερά κατέχει την πλειοψηφία. Αντίστροφα, οι Δήμαρχοι που σχετίζονται λιγότερο με τον κομματικό μηχανισμό και αναδεικνύονται πολύ συχνά μέσω άλλων δικτύων (αθλητικά σωματεία, τοπικοί σύλλογοι, κοινωνική/ επαγγελματική αναγνώριση) είναι αναμενόμενο να εμφανίζουν λιγότερο συγκροτημένα πολιτικο- ιδεολογικά χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια να παρουσιάζουν μια δυσπιστία απέναντι στα βασικά ιδεολογικά ρεύματα της αριστεράς.

Ταυτόχρονα αξίζει να σημειωθεί η ιδεολογική διαφορά που παρατηρείται μεταξύ των αιρετών στελεχών που υποστηρίχτηκαν από το ΠΑΣΟΚ και των συνέδρων του 3ου Συνεδρίου του Κόμματος. Οι τελευταίοι εμφανίζουν μια σαφώς αριστερότερη απόκλιση- πράγμα που μπορεί να ερμηνευτεί λόγω της διαφορετικής ταξικής θέσης που έχουν τα δύο αυτά διαφορετικά στρώματα.. Κι αυτό γιατί οι αιρετοί λόγω της ίδιας της διαπλοκής τους με τον κρατικό μηχανισμό εντάσσονται, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ιδεολογία, στην αστική τάξη, ενώ όλες οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί στο παρελθόν υπογραμμίζουν την εργατική, δημοσιοϋπαλληλική και αγροτική φύση των συνέδρων του ΠΑΣΟΚ.

            Σχετικά με το νέο θεσμό παρουσιάζεται μια, όχι ευρεία αλλά υπαρκτή διχογνωμία μεταξύ Νομαρχών και Δημάρχων, όπου οι πρώτοι είναι πιο αισιόδοξοι και οι δεύτεροι ελαφρά πιο προβληματισμένοι. Πρόκειται για κατάσταση μάλλον αναμενόμενη αφού οι Νομάρχες είναι για πρώτη φορά αιρετοί και διοικούν ένα νεοπαγή θεσμό- κατά συνέπεια αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με περισσότερο ενθουσιασμό. Οι Δήμαρχοι με τη σειρά τους βλέπουν τα πράγματα με άλλο μάτι τόσο γιατί αφενός ένα τμήμα τους τηρεί μια πιο αντικειμενική στάση όσο και γιατί ένα άλλο τμήμα φοβάται πως ο νέος θεσμός θα αφαιρέσει αρμοδιότητες από την πρωτοβάθμια  αυτοδιοίκηση. Ίσως και για τον τελευταίο λόγο οι Νομάρχες να εμφανίζονται περισσότερο ικανοποιημένοι από τις σχέσεις τους με τους Δήμαρχους απ’ ότι οι Δήμαρχοι με τους Νομάρχες. Άλλωστε στο ίδιο κλίμα, ότι δηλαδή η δημιουργία του νέου θεσμού θα οδηγήσει σε υποβάθμιση άλλους παλαιότερους, κινείται και η εκτίμηση ενός μεγάλου τμήματος των Δημάρχων ότι η αιρετή Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση θα οδηγήσει στην υποβάθμιση της θέσης του βουλευτή του Νομού.

            Άλλη διαφορά μεταξύ Δημάρχων και Νομαρχών σχετίζεται με τον τρόπο βάση του οποίου θα επιλεγεί το προσωπικό που θα στελεχώσει τις διοικητικές υπηρεσίες του νέου θεσμού. Αυτό που προκύπτει είναι πως το διπλάσιο ποσοστό Δημάρχων σε σχέση με τους Νομάρχες απορρίπτει την προοπτική πραγματοποίησης νέων προσλήψεων για τις θέσεις αυτές. Τα αίτια αυτής της στάσης πρέπει να σχετίζονται με φόβο των Δημάρχων μήπως η κατεύθυνση των κονδυλίων πάει σε μεγάλο βαθμό στις νέες υπηρεσίες και αφαιρεθούν κονδύλια από τις αντίστοιχες δημοτικές υπηρεσίες. Είναι πολύ πιθανό για το γενικότερο αυτό αίτιο, κίνδυνος υποβάθμισης της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης,  μόνο οι μισοί Δήμαρχοι να υποστηρίζουν τη δημιουργία Νομαρχιακών επιχειρήσεων ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην κατηγορία των Νομαρχών φτάνει το 80%.

Ένα άλλο σημείο διαφοροποίησης μεταξύ Νομαρχών και Δημάρχων σχετίζεται με την ιεράρχηση των προβλημάτων σε επίπεδο Νομού. Αυτό που παρατηρούμε είναι πως οι Νομάρχες προκρίνουν ως σημαντικότερα κοινωνικά ζητήματα προβλήματα ευρύτερης εμβέλειας (κρίση του αγροτικού τομέα, ανεργία, μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, εγκατάλειψη της υπαίθρου) σε αντιδιαστολή με τους Δημάρχους που αναφέρονται κυρίως σε θέματα που έχουν έντονο τον τοπικό χαρακτήρα (ανεπάρκεια των υπηρεσιών υγείας, μόλυνση του περιβάλλοντος, έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων). Η διαφοροποίηση αυτή είναι πιθανό να έχει να κάνει με τους εξής δύο παράγοντες: αφενός με τον αντικειμενικά πιο "τοπικό" χαρακτήρα της δημαρχιακής εξουσίας που περιορίζεται στα πλαίσια ενός δήμου, ενώ ο Νομάρχης έχει την ευθύνη για μια σαφώς μεγαλύτερη περιφέρεια. Ταυτόχρονα, όπως έχουν δείξει τα προηγούμενα στοιχεία της έρευνας, οι Νομάρχες έχουν να επιδείξουν από πλευράς μορφωτικού επιπέδου, πολιτικοποίησης, προηγούμενης αιρετής θέσης κλπ μια μεγαλύτερη ευρύτητα προβληματισμού. Το τελευταίο αποδεικνύεται και από άλλα στοιχεία όπως πχ. η μεγαλύτερη σημασία. σε σχέση με τους Νομάρχες, που δίνουν οι Δήμαρχοι στην παρουσία των τοπικών ΜΜΕ.

 

Βιβλιογραφία

Γετίμης Π- Καυκαλάς Γ -  Μαραβέγιας Ν (επιμ), 1994, Αστική και περιφερειακή ανάπτυξη: Θεωρία, ανάλυση και πολιτική.

Δανόπουλος Γ, 1995, "Οι νέες ρυθμίσεις για την περιφερειακή διοίκηση: Το περιφερειακό ταμείο ανάπτυξης", Τοπική Αυτοδιοίκηση τ. 1-2.

Θεοδώρου Θ., 1995, Η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, Τόμος Τρίτος, Η δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση, Αφοι Τολίδη, Αθήνα.

Γ. Καυκαλάς, 1994, " Περιφερειακή ανάπτυξη  και χωρική ολοκλήρωση ", στο Π. Γετίμης - Γ. Καυκαλάς - Ν. Μαραβέγιας (επιμ) Αστική και περιφερειακή ανάπτυξη: Θεωρία, ανάλυση και πολιτική.

Παπαγιάννης Π, 1994, "Πολιτικό σύστημα και αυτοδιοίκηση-Η μεταρρύθμιση", Τοπική Αυτοδιοίκηση τ. 4-5.

Σακελλαρόπουλος Σ., 1996, "Η αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης", Θέσεις τ. 56

Τσούντας Κ, 1994, "Το νέο ελληνικό σύστημα εποπτείας επί των ΟΤΑ: Η επιβεβαίωση της παρουσίας του Κράτους στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης", Τοπική Αυτοδιοίκηση τ. 4-5.

Υπουργείο Εσωτερικών-Διεύθυνση Οργάνωσης και Λειτουργίας Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δευτέρου βαθμού, Αθήνα 1995, Εθνικό Τυπογραφείο.

Χλέπας Ν., 1994, Η πολυβάθμια αυτοδιοίκηση, Σάκκουλας, Αθήνα.

Χριστοφιλοπούλου Π., 1996, "Νομαρχιακή διοίκηση και Αυτοδιοίκηση", Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τ. 7.

 

 

 

 


[1]Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν όλοι οι δήμοι που αριθμούν πάνω από 10.000 κατοίκους καθώς και όλες οι πρωτεύουσες νομών ανεξαρτήτων πληθυσμού.

[2] Τις συνεντεύξεις από τους Νομάρχες και τους Δημάρχους πήραν οι ακόλουθοι νέοι επιστήμονες που παρακολούθησαν το σεμινάριο: Αγαπητού Καλομοίρα, Αποστολίδου Σοφία, Βασιλόπουλος Γρηγόρης Γιαννακάκη Θεοδώρα, Δάκογλου Σπύρος, Ζαφειρίου Κλεάνθης, Καραμήτσα Φανή, Καφιέρης Φραγκίσκος, Κλωκίδου Ελένη, Κύρκογλου Χρήστος, Μαυροκέφαλου Μαρία, Μέγας Αχιλλέας, Μπάκου Βίκυ, Μπαμπαλιούτας Λάμπρος, Παναγιωτίδης Γιώργος, Παναγιωτίδης Λευτέρης, Πλαγάκης Θανάσης, Πόζογλου Στάφανος, Ραυτοπούλου Έμυ, Σπύρου Ευαγγελία, Σταματίου Ελένη, Τζάμου Κατερίνα, Τσούκη Δήμητρα, Χασιώτης Βασίλης.

[3] Με τον όρο επίπεδο διεθνοποίησης εννοείται ο βαθμός συγχρωτισμού του ερωτώμενου με τη ζωή στο εξωτερικό (παραμονή είτε ως εργαζόμενος είτε ως φοιτητής.

[4] Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η κατανομή σε κοινωνικές τάξεις ανάλογα με τα κριτήρια των επιστημονικής ομάδας της έρευνας- ή πολύ περισσότερο του κάθε ερευνητή- αλλά η αντίληψη που έχει ο ερωτώμενος για το σχηματισμό, ακόμα και την ύπαρξή, των κοινωνικών τάξεων και την ένταξη του ίδιου σε μία από αυτές

[5] Με τον δείκτη αυτό ερευνάται ο αριθμός επισκέψεων του ερωτώμενου στο εξωτερικό τον τελευταίο χρόνο.

[6] Οι κλίμακες αυτές, πολιτική αυτοποθέτηση και αυτοποθέτηση σε πολιτικο- ιδεολογικό ρεύμα, βοηθούν στην ανάδειξη σημαντικών διαφοροποιήσεων ανθρώπων με την ίδια κομματική ένταξη. Πρόκειται για παραμέτρους που επιδρούν σημαντικά και στο σχηματισμό ιδιαίτερων αντιλήψεων και την υιοθέτηση συγκεκριμένων στάσεων από τους ερωτώμενους

[7] Ειδικότερα εξετάζονται  οι σχέσεις Δημάρχων/ αιρετών Νομαρχών, οι σχέσεις Νομαρχών/ Περιφερειακών Διευθυντών, οι σχέσεις Δημάρχων/ Περιφερειακών Διευθυντών, οι σχέσεις αιρετών Νομαρχών / Περιφερειαρχών, οι σχέσεις Δημάρχων / Περιφερειαρχών, οι σχέσεις Δημάρχων/ Υπουργείου Εσωτερικών, οι σχέσεις Νομαρχών/ Υπουργείου Εσωτερικών καθώς και οι σχέσεις περιφερειακών διευθυντών/ Υπουργείου Εσωτερικών

1 1) Βερναρδάκης Χ., Μαυρής Γ., Φαναράς Σ.: Έρευνα Ελληνικής Πολιτικής Ελίτ, Ρ/Σ FLASH 9,61, Αθήνα, Μάιος 1993. 2) Βερναρδάκης Χ., Μαυρής Γ., Φαναράς Σ.: Έρευνα Πολιτικής Κουλτούρας 3ου Συνεδρίου ΠΑΣΟΚ, Αθήνα, 14-17 Απριλίου 1994

1 Βερναρδάκης Χ., Μαυρής Γ., Φαναράς Σ.: Έρευνα Ελληνικής Πολιτικής Ελίτ, Ρ/Σ FLASH 9,61, Αθήνα, Μάιος 1993.

2 Βλέπε όπ.παρ. σημείωση 1.

3 Σύμφωνα με τα ευρήματα της ‘Έρευνες Πολιτικής Ελίτ, το 22,4% των κυβερνητικών στελεχών έχει ενταχθεί στην ενεργό πολιτική μέσω της συμμετοχής στην αντιδικτατορική αντίσταση. Μεταξύ των στελεχών του ΠΑΣΟΚ το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 35,8% και της ΝΔ σε 11,9%.

 

4 Σύμφωνα με την πανελλαδική δημοσκόπηση που διεξήγαγε τον περασμένο Ιούνιο το Ινστιτούτο Ερευνών Κοινής Γνώμης P.R.C., σε δείγμα 3.000 ατόμων, ο μέσος όρος της αυτοτοποθέτησης του εκλογικού σώματος στη δεκαβάθμια κλίμακα Αριστεράς/Δεξιάς ανέρχεται σε 5,6.

5 Πράγματι, σύμφωνα με την Έρευνα Πολιτικής Κουλτούρας που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 3ου Συνεδρίου του κόμματος, τον Απρίλιο του 1994, η κατανομή της ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης του συ6νόλου των κομματικών στελεχών, αποκαλύπτει μια αντίστροφη εικόνα στο συσχετισμό των δύο ρευμάτων: Σοσιαλισμός/Μαρξισμός 45,5%, Σοσιαλδημοκρατία 39,6%, (Δημοκρατικό Κέντρο 4,7%, Οικολογία 2,7%, Μαρξισμός/ Λενινισμός 0,9% κλπ. Βλέπε αναλυτικά, Βερναρδάκης Χ., Μαυρής Γ., Φαναράς Σ.: Έρευνα Πολιτικής Κουλτούρας 3ου Συνεδρίου ΠΑΣΟΚ, Αθήνα, Μάιος 1994.