Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο  Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν

Εκδότης: Τόπος
Σειρά: Σειρά Σύγχρονη Ριζοσπαστική Θεωρία
Σελίδες: 128
Σχήμα: 12 χ 20
ISBN: 978-960-499-154-9

Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν

Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο

Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν
Μπάτλερ Τζούντιθ- Σπίβακ Γκαγιάτρι
Σελ.: 128
Σχήμα: 12 x 20
ISBN: 978-960-499-154-9
Τιμή: 10,90 €
Τιμή online: 9,91 €

  Προσθήκη στο καλάθι
Κωδικός Ευδόξου: 59397070

1η έκδοση Οκτώβριος 2015
Η μετάφραση του έργου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επιμέλεια μετάφρασης-εισαγωγή: M. Καραβαντά
Μετάφραση: Β. Κάση, Ά. Μαγγίνα, Α. Παπαδοπούλου, Β. Τζανακάρη, Ο. Τσιάκαλου
 
«Ο άνθρωπος χωρίς χαρτιά
είναι η πιο σύγχρονη μορφή του υποτελούς ανθρώπου»

Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ
 
Στο Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο συναντώνται δύο από τις πιο εξέχουσες θεωρητικούς της τελευταίας δεκαετίας και μαζί διερευνούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του έθνους-κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Αφορμή για τον άμεσο και ζωηρό διάλογό τους -που αποτυπώνεται και στον τίτλο του βιβλίου- αποτελούν οι μεγάλες διαδηλώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων την άνοιξη του 2006 στις ΗΠΑ, για την αναθεώρηση των μεταναστευτικών νόμων. Σε αυτές ο αμερικανικός εθνικός ύμνος τραγουδήθηκε στην ισπανική εκδοχή του προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, ακόμα και παρέμβαση του τότε προέδρου Μπους.

Η Τζούντιθ Μπάτλερ και η Γκαγιάτρι Σπίβακ πραγματεύονται ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών φαινομένων (μετανάστευση, μισαλλοδοξία, ρατσισμός, εθνικισμός) που διογκώνουν τους απάτριδες των σύγχρονων εθνικών κρατών καθώς και τον ιδιότυπο αποκλεισμό τους από στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Ένας διάλογος-πρόσκληση σε αναστοχασμό και δράση για τα καίρια ζητήματα της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης ύπαρξης.
 
Παρουσίαση στην εφημερίδα Πριν
Το 2006 στις μεγάλες κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ με αίτημα την αναθεώρηση των μεταναστευτικών νόμων, οι ισπανόφωνοι διαδηλωτές τραγούδησαν τον αμερικάνικο εθνικό ύμνο στη γλώσσα τους, γεγονός που προκάλεσε την οργισμένη παρέμβαση του προέδρου Μπους. Με αφορμή αυτό το περιστατικό οι δύο καθηγήτριες, που έχουν μακρά θητεία στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα συνομιλούν και διερευνούν την κατάσταση του μετανάστη, πρόσφυγα, ξένου στις σημερινές κοινωνίες. Ποιά είναι η ζωή των ανθρώπων χωρίς χαρπά, χωρίς υπηκοότητα, χωρίς εστία και πως επαναπροσδιορίζεται η έννοια του έθνους-κράτους σε αυτές τις συνθήκες. Τα κύματα των προσφύγων που φτάνουν στην Ελλάδα και την Ευρώπη σήμερα δημιουργούν μια καινούργια πραγματικότητα για όλους εμάς και κάνουν αυτό το βιβλίο εξαιρετικά επίκαιρο και ενδιαφέρον.
Εφημ. Πριν, 20.12.15
 
Παρουσίαση στην εφημ. Εποχή από την Αθηνά Αθανασίου
Το ερώτημα που ενεργοποιεί τη συζήτηση ανάμεσα στην Τζούντιθ Μπάτλερ και την Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ είναι το αν και πώς θα μπορούσαμε να σκεφτούμε την πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν μέσα από το πρίσμα ενός δικαιώματος που ασκείται ακόμη και όταν, ή κυρίως όταν και ακριβώς επειδή, το δικαίωμα αυτό δεν έχει αναγνωριστεί: όπως, δηλαδή, συνέβη όταν εκατομμύρια μετανάστες και μετανάστριες «χωρίς χαρτιά», που βγήκαν στους δρόμους του Λος Άντζελες τον Μάιο του 2006, τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο των Ηνωμένων Πολιτειών στα ισπανικά [«Nuestro Himno» («Ο δικός μας ύμνος»)] διεκδικώντας την αναθεώρηση του νόμου για τη μετανάστευση. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο της τότε διακυβέρνησης Τζορτζ Μπους προέβλεπε την αυστηροποίηση των ποινών για την παράνομη μετανάστευση, καθώς και την ποινικοποίηση της εισόδου στις ΗΠΑ και της συνέργειας σε αυτήν.
Ο εθνικός ύμνος σε «ξένη γλώσσα» στους δρόμους της Καλιφόρνια ήταν μια τραγουδισμένη μορφή διαμαρτυρίας: μια άσκηση του «δικαιώματος στα δικαιώματα», κατά τη φράση της Χάνα Άρεντ. Ως τέτοια, αναδιέταξε τη δημόσια σκηνή και το δημόσιο λόγο ρωτώντας: σε ποιον/ποια «ανήκει» ο εθνικός ύμνος; Αλλά και ποιος/ποια «ανήκει» στο έθνος-κράτος; Με ποιο τρόπο και υπό ποιες προϋποθέσεις; Η παράδοξη και ετερόδοξη δημόσια επιτέλεση του ανήκειν πέρα από τον εθνικά ενδεδειγμένο τρόπο προκάλεσε την παρέμβαση και απαγόρευση του τότε προέδρου Μπους που διακήρυξε ότι ο αμερικάνικος εθνικός ύμνος πρέπει να τραγουδιέται μόνο στα αγγλικά, στην εθνική γλώσσα των ΗΠΑ. Όπως σημειώνει η Σπίβακ καυστικά: «Δεν χωράει μετάφραση εδώ» (σ. 87).
Η Μπάτλερ και η Σπίβακ συνομιλούν αντιμιλώντας σ’ αυτή την αυταρχική επίκληση του «αμερικανικού ιδεώδους» (που θα έλεγε και ο Σάμιουελ Χάντιγκτον) και επιχειρηματολογώντας σθεναρά ότι ο εθνικός ύμνος μπορεί να τραγουδιέται από οποιονδήποτε και σε όποια γλώσσα θέλει, αλλά και δεν πρέπει να τραγουδιέται από όποιον δεν επιθυμεί να τον τραγουδήσει. Ένα δύσκολο ερώτημα που επεξεργάζονται αφήνοντάς το σε δυναμική εκκρεμότητα είναι αν ένας ύμνος για το έθνος, ακόμη και στην καταχρηστική μετάφραση και επιτέλεσή του, μπορεί πράγματι να συμβάλει στην κριτική στον εθνικισμό. Η απάντηση είναι αστάθμητη και η έκβαση της συγκεκριμένης οικειοποίησης του εθνικού ύμνου είναι περίπλοκη και χωρίς εγγύηση: θα μπορούσαν άραγε οι αμερικάνικες σημαίες που εμφανίστηκαν σε αυτές τις διαδηλώσεις να σηματοδοτούν και μια τάση ενδεχόμενης αφομοίωσης στον εθνικισμό της αμερικανικής υπερηφάνειας; Άλλωστε, όπως γίνεται σαφές από το ύφος της συνομιλίας, αυτή είναι μόνο μια μορφή διαμαρτυρίας. Δεν είναι οριστικά αποτελεσματική και ούτε συστήνεται ως η μοναδική. Η εν λόγω κινητοποίηση επιτέλεσε μια διαφορετική εκφορά –ή μετάφραση– του «εμείς»: «εμείς είμαστε τα αόρατα κακοπληρωμένα εργατικά χέρια που τους έχουν στερηθεί τα πολιτικά δικαιώματα και επιτρέπουν στην οικονομία σας να λειτουργεί» (Μπάτλερ, σ. 116). Η επιτελεστικότητα του λόγου παράγει μια νέα δυνατότητα για την από κοινού πολιτική ζωή
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Γράφει η Αθηνά Αθανασίου, Εποχή (31.01.16) 
 
Παρουσίαση στην Εφ. Αυγή από τον Σ. Μακρή
(...) Το δεύτερο βιβλίο φέρνει στο φως της δημόσιας και ακαδημαϊκής σφαίρας το διάλογο ανάμεσα στην Τζούντιθ Μπάτλερ και την Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ σχετικά με τη γλωσσική επιτελεστικότητα του εθνικού ύμνου, κατ' ουσίαν, δηλαδή, με το ερώτημα αν ένας πρόσφυγας μπορεί να ενταχθεί σε μία εθνική κοινωνία κρατικά οργανωμένη, μέσα από το δικό του γλωσσικό όχημα; Μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα να γίνει μέλος μίας νέας πατρίδας, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της στη μητρική γλώσσα του; Αυτό το κομβικό ερώτημα για την τύχη των ανθρώπινων πλασμάτων που κατοικούν στη χώρα του «μη ανήκειν» επιλέγει να απαντήσει η Τζούντιθ Μπάτλερ, ξαναδιαβάζοντας το άρθρο της Χάννα Άρεντ «Εμείς οι πρόσφυγες» με αναστοχαστικό τρόπο. Το πρόβλημα του απάτριδος γίνεται έτσι άλλη μία φορά το ερέθισμα για να σκεφτούμε με περίσκεψη το καθεστώς της «οντολογικής ένδειας» στο οποίο έχουν περιέλθει εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα σήμερα σε όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο επειδή έχασαν το δικαίωμα της υπηκοότητας, δηλαδή την κρατική αναγνώριση, ή, αλλιώς, το δικαίωμα να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο στη δική τους γλώσσα.
Το κρίσιμο ερώτημα που θέτει ως θεωρητικό και πρακτικό ζήτημα και διακύβευμα η Τζούντιθ Μπάτλερ, τοποθετώντας στην προμετωπίδα του συλλογισμού της το αρεντικό «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα», είναι εξόχως απλό και πολύ αφοπλιστικό: η ανθρώπινη ταυτότητα per se έχει μία οντολογική, πολιτική και ηθική αυτονομία ή είναι μία ιδεολογική επινόηση της νεοτερικότητας, με σκοπό να καλύψει ανθρωπολογικά τις εθνικές ανάγκες του νεοτερικού κράτους; Μπορούν δηλαδή οι κρατικές τεχνικές της αφομοίωσης και της αποξένωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, που γκετοποιούνται ως «σκουπίδια» στο κοινωνικό περιθώριο ή τίθενται στο μεταίχμιο των διακρατικών συνόρων ως πρόσφυγες και απάτριδες, ως παρίες χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο, να νομιμοποιήσουν την ίδια την επίκληση της κρατικής κυριαρχίας στο πολιτικό υποκείμενο «λαός»; Η απάντηση που έδωσε η Άρεντ ήταν αρνητική. Το νεοτερικό κράτος δεν είναι ένα πραγματικό πολιτικό σώμα, ακριβώς γιατί θέτει τον πραγματικό κυρίαρχο, το λαό, σε μία κατάσταση μόνιμης οντολογικής εξορίας και γκετοποίησης.
Η ελευθερία, μάς θυμίζει η Τζούντιθ Μπάτλερ, διαβάζοντας την Άρεντ, δεν υπάρχει παρά μόνο ως πολιτική ελευθερία τη στιγμή που συγκροτείται ο δήμος. Η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι το κράτος της βίας, εφόσον έτσι καταλύει το κράτος του δήμου. Οι πολίτες υπάρχουν στη δημόσια σφαίρα ως πολιτικά όντα που ενσαρκώνουν το δήμο και όχι ως εθνικά ή κρατικά μορφώματα. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση είναι δυνατόν η ανθρώπινη ταυτότητα να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής ως μοναδική προϋπόθεση της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Το πολιτικό σώμα είναι το σώμα των ανθρώπων/πολιτών. Η συγκρότηση του δημοκρατικού λόγου μπορεί επιτελεστικά, υποστηρίζει η Μπάτλερ, να γίνει με πολλούς τρόπους. Ο οντολογικός πλουραλισμός θεμελιώνει έτσι, όπως το ήθελε και η Χάννα Άρεντ, τον πολιτικό πλουραλισμό. Αυτό που ενώνει τους ανθρώπους σε δήμο δεν είναι η εθνική ή κρατική ταυτότητα, αλλά η ενορχηστρωμένη δράση, η πολιτική συμμετοχή σε έναν κόσμο κατασκευασμένο από κοινού.
Αν το κράτος, γράφει η Μπάτλερ, αξιοποιώντας την αριστοτελική σκέψη της Άρεντ, συνεχίσει να αντλεί τη νομιμότητά του από την εθνική ταυτότητα, η δημοκρατία θα πεθάνει. Ο δήμος θα σβήσει κάτω από τις εκατόμβες των νεκρών παιδιών που χάνονται στα παγωμένα νερά της χαμένης Ατλαντίδας. Η κοινή ζωή θα σταματήσει. Ο κόσμος θα γίνει μία ζούγκλα φυλακισμένη στα ίδια τα σύνορα που έχει σηκώσει στον εαυτό του. Η εξουσία θα παράγει ανιθαγένεια για να νομιμοποιήσει μόνο και μόνο το αντιδημοκρατικό περιεχόμενο της ιθαγένειας. Για την Μπάτλερ, αυτό είναι ένα κατεξοχήν απολιτικό καθεστώς, σχεδόν σχιζοφρενικό, στο βαθμό που παράγει «πολιτική» και «πολιτικά αποτελέσματα» μέσα από το τέλος της πολιτικής, όπως θα έλεγε η Χάννα Άρεντ.
Η σημερινή μείζονα προσφυγική κρίση στην Ευρώπη απειλεί την όποια δημοκρατία έχει απομείνει ως λαϊκή κατάκτηση όχι γιατί τα κράτη δεν μπορούν να διαχειριστούν τα πολυάριθμα πλήθη των απάτριδων και των προσφύγων που συρρέουν εξαθλιωμένα από τις ζώνες του πολέμου και της γενοκτονίας, εφόσον ο πλούτος υπάρχει αρκεί να χρησιμοποιηθεί ορθά και στοχευμένα, αλλά κυρίως και πρωτίστως γιατί τα σύγχρονα εθνικά κράτη ουδέποτε συγκροτήθηκαν στη νεοτερικότητα ως δήμοι. Ως δημόσιες σφαίρες που υφίστανται μόνο στο βαθμό που τα ανθρώπινα πλάσματα που εμφανίζονται ως διακριτά πρόσωπα γίνονται μέτοχοι και συμμέτοχοι της κοινής ζωής της πόλεως. Αν αυτό δεν μπορούμε να το διασφαλίσουμε στοιχειωδώς, τότε, όπως πίστευε ακράδαντα η Άρεντ, δεν κινδυνεύουμε απλώς από μία ακόμη ανθρωπιστική κρίση, αλλά από έναν τελεσίδικο πολιτικό αφανισμό: από την έλευση του Ολοκληρωτισμού, που κάθε στιγμή καιροφυλακτεί να ερημοποιήσει το κοινό μας σπίτι.
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ
Σπύρος Μακρής, Η Αυγή (07.02.16) 
Δείτε στον Οδηγό Ανάγνωσης την παρουσίαση της Αθηνάς Αθανασίου στην εφ. Εποχή (31.01.16). Διαβάστε εδώ το κείμενο της Ελένης Πορτάλιου (καθηγήτριας ΕΜΠ), με αναφορές στο βιβλίο, για την εκδήλωση που διοργάνωσε η εφ. Δρόμος της Αριστεράς (09.11.15).