Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος

Εκδότης: Λιβάνης
Σειρά: Βιβλία
Σελίδες: 355
Σχήμα: 17 x 24
ISBN: 960-236-781-4

Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος

"Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος"  |  Σακελλαρόπουλος Σπύρος

ISBN: 960-236-781-4

Αρ. σελίδων: 355


Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού είναι διττό: από τη μία γίνεται προσπάθεια να αντικρουσθεί το σύνολο σχεδόν των μέχρι σήμερα γνωστών ερμηνειών, οι οποίες εμφανίζουν τη δικτατορία είτε σαν αποτέλεσμα της παρέμβασης της CIA στα ελληνικά πράγματα είτε σαν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των εφοπλιστών-βιομηχάνων είτε σαν το αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης παρέμβασης "αφρόνων" αξιωματικών. Από την άλλη, αυτό που θα επιδιωχθεί να αποδειχθεί είναι πως η δικτατορία αποτέλεσε την απάντηση του Στρατού, ως κυρίαρχου κέντρου εξουσίας στο μετεμφυλιακό κοινωνικό πλαίσιο. Η εργασία επιχειρεί να υπογραμμίσει την ύπαρξη ενός καθεστώτος που στηρίχθηκε τόσο στην ιδιαίτερα άνιση κατανομή του πλούτου, όσο και στη θεσμοθέτηση ενός νομικού πλαισίου (κράτος των εθνικοφρόνων) που χαρακτηριζόταν από την έντονη παρουσία θεσμικών και εξωθεσμικών κατασταλτικών μηχανισμών. Μ' άλλα λόγια, αυτό το εγχείρημα αποπειράται να ενδυναμώσει την "αντιεξαρτησιακή" επιχειρηματολογία εξετάζοντας από τη μία τη μεθοδολογική συνοχή των θέσεων του ρεύματος της εξάρτησης και από την άλλη παρουσιάζοντας έναν ικανό όγκο εμπειρικού υλικού βάσει του οποίου στηρίζεται η θέση περί πρωταρχικότητας της πάλης των τάξεων και οι συγκεκριμένες εκφάνσεις της που αφορούν τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές όψεις του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού την περίοδο 1949-1967.


Βιβλιοκριτική από τον Παναγιώτη Σωτήρη στο περιοδικό Θέσεις τ. 64, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1998
 
Σπύρος Σακελλαρόπουλος: Τα αίτια του Απριλιανού πραξικοπήματος.
1949-1967, Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία, 1998, «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη  
 
Η δικτατορία αποτελεί ένα ιδιότυπα απωθημένο θέμα στη θεωρητική και πολιτική συζήτηση των τελευταίων ετών. Αιτία η συνολική προσπάθεια διαγραφής κάθε αναφοράς σε κοινωνικές συγκρούσεις και διακυβεύματα, σε προηγούμενα χάσματα και το ταξικό φορτίο που περιέκλειαν, η μετατόπιση της συζήτησης μόνο στη διαχείριση του υπάρχοντος, η ομοθυμία στο αυτονόητο της αστικής δημοκρατίας, αλλά και η απώθηση των στρατηγικών αντιφάσεων της Αριστεράς να απαντηθεί η δικτατορία και να σφραγίσει με αυτοτελή τρόπο ο λαϊκός παράγοντας τη μεταπολίτευση. Από την υπερπληθώρα τοποθετήσεων, που συχνά απέπνεαν αμηχανία απέναντι στη μεταπολιτευτική έλευση μιας τυπικής αστικής δημοκρατικής νομιμότητας, και αξιοποιούσαν το δημοκρατικό πρόσημο ως νομιμοποίηση πολιτικών και θεωρητικών λαθροχειριών, φτάσαμε στη σημερινή σιωπή. Απώθηση που καταλήγει εκεί που από την αρχή επεδίωξε το αστικό πολιτικό προσωπικό: να παρουσιάζεται η δικτατορία ως ένα διάλειμμα «εκτροπής», σαν μια ενοχλητική αλλά ευτυχώς φθίνουσα ανάμνηση.
Από τη μεριά της αστικής θεωρίας ουδέποτε υπήρξε σοβαρή κατάθεση σκέψης, πόσο μάλλον που εκεί ήταν μεγαλύτερη η ανάγκη λήθης. Στην αριστερά πρυτάνευσε η αντίληψη της συνέχειας, ή του κινδύνου επανάληψης που δεν επέτρεπε ούτε την ερμηνεία της δικτατορίας ούτε συνειδητοποιούσε την τομή της μεταπολίτευσης και την εγκλώβιζε στην απλή επίκληση του εκδημοκρατισμού. Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι ο «εκδημοκρατισμός» μπορεί να ανέβει στην εξουσία δημιούργησε ένα κενό στρατηγικής.
Το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου έχει μια ιδιαίτερη σημασία γιατί επιτρέπει να ξανανοίξει η θεωρητική συζήτηση για τη δικτατορία. Όχι γιατί θυμίζει μια ξεχασμένη ιστορία, αλλά γιατί αγγίζει εκείνα τα κρίσιμα ερωτήματα για την άρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών μορφών, που από την αρχή είχαν λησμονηθεί, ακόμη κι όταν η δικτατορία μονοπώλησε την πολιτική και θεωρητική συζήτηση. Το θέμα της δικτατορίας αποτελεί μια πραγματική πρόκληση για τη μαρξιστική συζήτηση στον τόπο μας: Επιτρέπει να δοκιμάσουμε μια σειρά από θεωρητικά σχήματα για το πώς η αστική τάξη κατέχει και ασκεί την πολιτική εξουσία, για το πώς σε συγκεκριμένες συγκυρίες επιλέγει τη μία ή την άλλη μορφή του κράτους και να δούμε με τι τρόπο το κράτος (και τα κρίσιμα κέντρα στο εσωτερικό του) λειτουργεί σαν το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης. Επιτρέπει ακόμη να καταδείξουμε ότι τις εξελίξεις καθορίζει σε τελική ανάλυση η πάλη των τάξεων και όχι η αυτόβουλη επιλογή των αστικών επιτελείων ή των ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Ο Σακελλαρόπουλος δεν γράφει μια ακόμη ιστορία της προδικτατορικής περιόδου. Θέλει να αντιμετωπίσει τη δικτατορία ως θεωρητικό πρόβλημα και αντικείμενο. Ξεκινάει από την ανακεφαλαίωση και κριτική των βασικών σχημάτων που έχουν προταθεί για την έλευσή της: τις απόψεις Κάτρη-Παπανδρέου για τη δικτατορία ως απάντηση του πλέγματος στρατός - Αμερικανοί στην πολιτική της Ε.Κ. και της Κεντροαριστεράς, τις απόψεις της επίσημης Αριστεράς, την επικέντρωση στο Κυπριακό από τον Ν. Ψυρούκη, την άποψη των Συνταγματαρχών για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», αλλά και τις πιο συνολικές θεωρητικές προσπάθειες: του Ν. Πουλαντζά στην Κρίση των Δικτατοριών, όσο και τις νεώτερες των Χαραλάμπη (Στρατός και Πολιτική Εξουσία, 1985) και Μαυρή - Βερναρδάκη (Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα, 1991).
Αποτιμά έτσι τις θεωρίες εξάρτησης και κέντρου-περιφέρειας για να αποδείξει τη θεωρητική υποχώρηση και αναλυτική ανεπάρκειά τους, και επιμένει σε μια ανάλυση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που ξεκινά από τους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ως βασικούς τόπους της ταξικής πάλης, αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων, εσωτερίκευσης των συνολικών συσχετισμών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Αυτή η κριτική προλειαίνει το έδαφος για μια μαρξιστική θεώρηση της δικτατορίας. Είναι, πιστεύουμε, επίκαιρη: Παρότι οι θεωρίες εξάρτησης έχουν υποχωρήσει (ακολουθώντας την πολιτική υποχώρηση διαφόρων σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών εκδοχών του αντιμπεριαλισμού), οι θεωρητικές προϋποθέσεις τους εξακολουθούν να παίζουν ρόλο. Πολλά σχήματα για την «παγκοσμιοποίηση» που κυριαρχούν σήμερα έχουν τις ίδιες θεωρητικές προϋποθέσεις: υποτίμηση των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, λογική παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, θεώρηση της εκμετάλλευσης ως σχέσης λειτουργούσας μεταξύ κρατών ή περιφερειών. Τα ίδια σχήματα, που κάποτε τροφοδότησαν έναν στρεβλό ριζοσπαστισμό, σήμερα χρησιμοποιούνται, συχνά από τους ίδιους φορείς, για να δικαιολογήσουν μια κυνική προσαρμογή στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Σ' αυτή τη βάση ο συγγραφέας αποκρούει τη θέση για την αμερικανική επέμβαση ως τον καθοριστικό παράγοντα που μπορεί να εξηγήσει τη δικτατορία. Ειδικά για το θέμα της αμερικανικής επέμβασης θεωρούμε σημαντικό να ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση (χωρίς αυτό να μειώνει και τη σημασία της τοποθέτησης του Σακελλαρόπουλου που επαναφέρει το θέμα στους πραγματικούς του όρους). Γιατί οι αντιλήψεις για την αμερικανική παρέμβαση στην Ελλάδα και άλλους σχηματισμούς στηρίζονται σε σχήματα εξάρτησης που απομακρύνονται από τον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, και σε μια προμαρξιστική και προλενινιστική αντίληψη του ιμπεριαλισμού, με όρους γεωπολιτικής και σφαιρών επιρροής. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι το στρατηγικό ιμπεριαλιστικό συμφέρον (που αποτυπώνεται στην πολιτική του ηγεμονικού κάθε φορά σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα) είναι η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών προϋποθέσεών του και όχι στρατηγικές συμπάθειες, ή η πρακτόρευση συγκεκριμένων εταιρειών. Ο ιμπεριαλισμός αφορά την επέκταση μιας κοινωνικής σχέσης και όχι μια γενική κατακτητικότητα. Καμιά επέμβαση δεν μπορεί να αντιστρέψει πλήρως ή να υποκαταστήσει τον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό δύναμης (οι αποτυχημένες παρεμβάσεις της CIA είναι πολύ διδακτικές).
Οι ωμές επεμβάσεις αποτελούν κυρίως απόπειρες να αποτραπεί η αποσταθεροποίηση συγκεκριμένων καπιταλιστικών σχηματισμών (ότι είναι στην ημερήσια διάταξη η δυνατότητα κοινωνικής ανατροπής, ταξικού εμφυλίου πολέμου), άρα το ενδεχόμενο εξόδου από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αυτό διακρίνει και την συντριπτική παρουσία της αμερικανικής αποστολής όσο διαρκούσε ο εμφύλιος από τις μετέπειτα εξελίξεις. Η όποια αμερικανική ηγεμονία στην Ευρώπη δε στηρίχθηκε μόνο στην στρατιωτική παρουσία αλλά και στην οικονομική υποστήριξη, όχι με όρους εξάρτησης και αποικιοποίησης αλλά πραγματικής ώθησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης (ας θυμηθούμε το σχέδιο Μάρσαλ). Η επέκταση και διεύρυνση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής διευκολύνει και τις εμπορικές συναλλαγές αλλά και τις εξαγωγές κεφαλαίων. Η επιλογή ή στήριξη καθεστώτων έκτακτης ανάγκης (να μην πέσουν στους κομμουνιστές κρίσιμοι κρίκοι) υποτάσσεται σε αυτό το στρατηγικό στόχο. Αυτό είναι που κάνει διαφορετική την περίπτωση της Χιλής για παράδειγμα, όπου η εμφάνιση των μαζών στο προσκήνιο μπορούσε να οδηγήσει σε μια συνολική έξοδο του Χιλιανού σχηματισμού από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, και στην αλυσιδωτή ενίσχυση του επαναστατικού κινήματος στη λατινική Αμερική. Ακόμη και εκεί όμως οι αμερικανοί δεν στήριξαν τη δικτατορία για να προστατεύσουν «κάποιες εταιρείες», αλλά για να επιτρέψουν στη Χιλιανή αστική τάξη να διατηρήσει την εξουσία. Επέλεξαν να το κάνουν μόνο όταν υπήρχαν οι αναγκαίοι εσωτερικοί όροι, τόσο αρνητικοί (κίνδυνος αποσταθεροποίησης) όσο και θετικοί (ηγεμονία του στρατού σαν κόμματος της αστικής τάξης στο εσωτερικό του κράτους, συσπείρωση γύρω του των αστικών μερίδων). Αυτοί (οι εσωτερικοί) ήταν οι σε τελική ανάλυση καθοριστικοί παράγοντες. Αντίθετα, η υποτίμηση των εσωτερικών όρων οδηγούσε πάντοτε σε αποτυχίες των Η.Π.Α. (Κούβα, Βιετνάμ, Ιράν, κλπ.). Είναι ανάγκη να ανοίξει μια ουσιαστικότερη συζήτηση που να προσπαθήσει να αποσπάσει από τις θεωρίες της εξάρτησης το ερώτημα της διαπλοκής ιμπεριαλισμού και καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.
Ο Σακελλαρόπουλος επαναφέρει και το θέμα της Κύπρου στην πραγματική του διάσταση, που συχνά αγνοείται: η καθοριστική παράμετρος δεν ήταν η υποτιθέμενη «αντινατοϊκή στάση» τμήματος της Ένωσης Κέντρου ή ο γενικός αμερικανικός «φιλοτουρκισμός», αλλά η διάσταση και σύγκρουση ανάμεσα στην ελληνική και την ελληνοκυπριακή αστική τάξη που οδήγησε και στην ακύρωση κάθε εκδοχής Ένωσης.
Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα των μερίδων της αστικής τάξης και των αντιθέσεών τους, εξετάζοντας τη θέση του Πουλαντζά σχετικά τη σύγκρουση ανάμεσα σε μια φιλοευρωπαϊκή-ενδογενή αστική τάξη και μια φιλοαμερικανική, κατεξοχήν φιλοδικτατορική, μεταπρατική αστική τάξη. Ο Σακελλαρόπουλος επιλέγει μια προσέγγιση που ανανεώνει τη σχετική βιβλιογραφία: εκτός από γενικές τοποθετήσεις εξετάζει τη συγκεκριμένη στάση των μερίδων μέσα από τις κατά καιρούς πολιτικές τοποθετήσεις «εκπροσώπων» τους,  και καταλήγει σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Αφενός ότι τόσο το βιομηχανικό όσο και το εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν αντιπολιτεύτηκαν τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, στο βαθμό μάλιστα που αυτές ουδέποτε αμφισβήτησαν το καθεστώς συσσώρευσης. Αφετέρου ότι σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει ο διεθνής προσανατολισμός που προβλέπει το σχήμα του Πουλαντζά: αντίθετα, είναι η βιομηχανική («ενδογενής») αστική τάξη που υπήρξε πιο επιφυλακτική απέναντι στο άνοιγμα στην ΕΟΚ, που το στήριξε ανεπιφύλακτα το εφοπλιστικό κεφάλαιο («μεταπρατική» μερίδα). Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να δούμε τη δικτατορία όχι σαν μια επιλογή της μιας ή της άλλης μερίδας, αλλά ως μια σύνθετη διαδικασία μετατοπίσεων στο εσωτερικό του κράτους και των κέντρων εξουσίας με στόχο να μην διακυβευτεί από την κοινωνική δυναμική το μεταπολεμικό καθεστώς οργάνωσης της εξουσίας.
Καταφέρνει έτσι ο Σακελλαρόπουλος να εξετάσει τους όρους με τους οποίους διαμορφώθηκε το πλέγμα των ταξικών σχέσεων, των κοινωνικών συμμαχιών και των πολιτικών μορφών μετά τον Εμφύλιο: το κράτος των εθνικοφρόνων, την απαγόρευση της αυτοτελούς πολιτικής δράσης των εργαζομένων, την καταστολή των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μέσα από τους θεσμούς του παρασυντάγματος, αλλά και τη συστηματική προβολή της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης. Συνεχίζει με μια αναλυτική προσέγγιση των όρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης στη μετεμφυλιακή περίοδο: τρομαχτική και βάναυση εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου στην ύπαιθρο και πολλαπλή συμπίεση του αγροτικού εισοδήματος. Πρόκειται για μια καταγραφή λεπτομερή, με εντυπωσιακό πλούτο εμπειρικού υλικού. Και θα πρέπει να πούμε ότι αυτό αναδεικνύει και μια άλλη αρετή του βιβλίου: την παράθεση όλου του αναγκαίου εμπειρικού υλικού, κάτι που το καθιστά και ιδιαίτερα χρηστικό.
Εξηγείται με αυτό τον τρόπο γιατί από ένα σημείο και μετά, παρά το φάσμα κοινωνικών συμμαχιών του συνασπισμού εξουσίας γύρω από τον κρατικό μηχανισμό, η δυναμική των λαϊκών διεκδικήσεων αντικειμενικά υπερέβαινε τα όρια του μετεμφυλιακού πλέγματος εξουσίας. Εντοπίζει έτσι η ανάλυση τις κρίσιμες μετακινήσεις μαζών που οδήγησαν στη νίκη του Κέντρου. Δίνει μάλιστα μια ιδιαίτερη έμφαση στις μετακινήσεις των αγροτικών πληθυσμών. Δείχνοντας ότι το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα» στηρίχτηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό σε συνθήκες υπερεκμετάλλευσης, τις οποίες διευκόλυνε η πολιτική και ιδεολογική καταστολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος, ορίζει το κεκτημένο του συνασπισμού εξουσίας που διακυβευόταν από τη λαϊκή δυναμική.
Σε αυτή τη βάση, ο Σακελλαρόπουλος εξετάζει τους συγκεκριμένους όρους συγκρότησης του στρατού όχι απλά ως κοινωνικής κατηγορίας αλλά ως κέντρου εξουσίας μέσα στη μετεμφυλιακή δομή της αστικής κυριαρχίας, και ερμηνεύει γιατί τελικά είναι οι μεσαίοι και ανώτεροι και όχι οι ανώτατοι αξιωματικοί αυτοί που κατορθώνουν να φέρουν σε πέρας τη δικτατορία.
Έτσι συγκεφαλαιώνει τους όρους των ταξικών συγκρούσεων με τους οποίους προκύπτει η δικτατορία. Ασκεί κριτική στην ανάλυση του Χαραλάμπη, που ενώ αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές προσπάθειες θεωρητικοποίησης της σχέσης ανάμεσα στα μετεμφυλιακά κέντρα εξουσίας και άνοιξε έναν θεωρητικό δρόμο, εντούτοις υποτίμησε στην ανάλυσή του την κοινωνική δυναμική που υπέβοσκε (κάτι που φαίνεται και στην αντιφατική στάση του Χαραλάμπη απέναντι στην τακτική της προδικτατορικής ΕΔΑ, την οποία τείνει να δικαιολογήσει σε ορισμένα σημεία.)
Από την άλλη δεν παρασύρεται σε έναν εύκολο κοινωνιολογισμό, όπως σε ορισμένα σημεία της ανάλυσής τους οι Μαυρής- Βερναρδάκης. Γιατί όπως πολύ σωστά υποστηρίζει ο Σακελλαρόπουλος, οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν συχνά μια εξαιρετικά ασαφή έννοια της Αριστεράς, που ορίζεται μόνο από τις κοινωνικές συμμαχίες που αποτυπώνει μια εκλογική καταγραφή: το Κέντρο, εφόσον εγγραφόταν σε αυτό μεγάλο μέρος από την κοινωνική συμμαχία του ΕΑΜικού μπλοκ, εκλαμβάνεται με συστημικό τρόπο ως «Αριστερά». Παρότι έτσι κάνουν μια σημαντική καταγραφή των ταξικών αγώνων πριν από τη δικτατορία, σφάλουν όταν θεωρούν ότι οι πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές των λαϊκών μαζών είναι χωρίς αντιφάσεις και επιδράσεις από την αστική ιδεολογία (αναλυτικός αυθορμητισμός), ή ότι η πολιτική στρατηγική κομμάτων του κράτους και η αντικειμενική δραστικότητά τους στο πολιτικό επίπεδο καθορίζεται κυρίως από την κοινωνική τους σύνθεση. Είναι μια μορφή κοινωνιολογισμού και οικονομισμού, που παραβλέπει την ιδιαιτερότητα του πολιτικού επιπέδου ως χώρου όπου δομούνται πολιτικές στρατηγικές και όχι αιτήματα εκλογικών βάσεων. Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε θεωρητικές και πολιτικές αμηχανίες απέναντι στο φαινόμενο αστικών κομμάτων με εργατική εκλογική βάση.
Ο Σακελλαρόπουλος εντοπίζει την πραγματικότητα της κοινωνικής δυναμικής, αλλά και τις αντιφάσεις της, αποτέλεσμα της απουσίας μιας αντικαπιταλιστικής αριστερής αντιηγεμονίας. Δεν κάνει την εύκολη ταύτιση: κοινωνική δυναμική και όξυνση ταξικής πάλης = επαναστατική κατάσταση, όπως κάνουν τόσο οι Μαύρης-Βερναρδάκης (τα Ιουλιανά ως ο Ελληνικός Μάης, η δικτατορία ως προληπτική αντεπανάσταση), αλλά και ο Χαραλάμπης (που, έχοντας επίγνωση ότι σε καμιά περίπτωση δεν είχαμε μια συνολική αμφισβήτηση του σκληρού πυρήνα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σπεύδει να υποτιμήσει συνολικά την ταξική δυναμική).
Ξεπερνάει κάθε λογική συνωμοσίας και κάθε εργαλειακή αντίληψη για την ιστορία, τόσο με την στενή έννοια, όσο και με την ευρύτερη έννοια της «επιλογής» μιας ορισμένης μερίδας της αστικής τάξης και του κρατικού μηχανισμού. Η δικτατορία προκύπτει μέσα από μια αντικειμενική διαδικασία, όπου η όξυνση της ταξικής πάλης έστω και αν δεν υπερβαίνει πολιτικά και ιδεολογικά τα όρια της αστικής δημοκρατίας, αμφισβητεί αντικειμενικά τα όρια ενός αυταρχικού καθεστώτος συσσώρευσης δημιουργώντας μια ειδική συμπύκνωση αντιφάσεων (πολιτική κρίση), όπου η διατήρηση του κοινοβουλευτισμού (και των όποιων περιθωρίων δράσης άφηνε αντικειμενικά) θα οδηγούσε σε αμφισβήτηση του ταξικού και πολιτικού κεκτημένου του συνασπισμού εξουσίας.
Ο Σακελλαρόπουλος επιμένει στην προτεραιότητα των εσωτερικών προς τον κοινωνικό σχηματισμό αντιθέσεων απέναντι σε όσες διεθνείς παραμέτρους επικαθόρισαν αυτή τη διαδικασία. Η δικτατορία ήταν ένα αντικειμενικό ενδεχόμενο, μια πολιτική μορφή που μπορούσε να απαντήσει στην πολιτική κρίση σε μια ορισμένη συγκυρία, αφού άλλες λύσεις αυταρχικού κοινοβουλευτικού εκσυγχρονισμού, είτε με τη μορφή της Καραμανλικής «βαθιάς τομής», είτε με τη μορφή της ενδοκοινοβουλευτικής ανατροπής (αποστασία) αποτύγχαναν, ή στηρίζονταν σε αυταπάτες (συμφωνίες Παπανδρέου - Κανελλόπουλου). Το θέμα δεν ήταν αν η αστική τάξη ήταν ώριμη να προχωρήσει σε μεγαλύτερες τομές. Θα αναγκαστεί να το κάνει μετά τη δικτατορία: και πάλι με ένα ορισμένο ισοζύγιο: κατάργηση του κράτους των εθνικοφρόνων αλλά και ταυτόχρονα αποκατάσταση της «ομαλής» ιδεολογικής λειτουργίας του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Αυτό ήταν και το στοίχημα: απέναντι στην κρίση της δικτατορίας και την πιθανότητα αυτή να μετασχηματιζόταν σε αποσταθεροποίηση της αστικής ηγεμονίας, η λύση της μεταπολίτευσης και του οριστικού τέλους του κράτους των εθνικοφρόνων ήταν η πιο «συμφέρουσα».
Η πολιτική κρίση πριν τη δικτατορία πυροδοτεί μια διαδικασία μετατοπίσεων του δείκτη κυριαρχίας εντός του κράτους που φέρνουν το στρατό ως το «κόμμα της αστικής τάξης». Σημαίνει όμως αυτό ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους συνολικού κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος και όχι επιμέρους αστικών μερίδων. Αυτό καθορίζει τη στρατηγική που απορρέει από τους κρατικούς μηχανισμούς. Η ανάλυση του Σακαλλαρόπουλου δείχνει πόσο σημαντικό είναι να μην ξεχνάμε τη σχετική αυτονομία του κράτους, τον τρόπο με τον οποίο εκεί αρθρώνεται μια ορισμένη αστική στρατηγική και όχι το αντίθετο: το κράτος δεν αποτελεί απλό όργανο τμημάτων του κεφαλαίου. Η δικτατορία προκύπτει όχι επειδή το θέλει η μία ή άλλη μερίδα της αστικής τάξης, αλλά επειδή το συνολικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, με την έννοια ενός ορισμένου καθεστώτος συσσώρευσης και των πολιτικών και ιδεολογικών όρων κυριαρχίας που το υποστήριζαν, διακυβευόταν.
Η ανάλυση του συγγραφέα δείχνει τη σημασία που έχει να σκεφτόμαστε με όρους δομικής αιτιότητας (συνολικός καθορισμός και συνολική επενέργεια του πολιτικού επιπέδου, απουσία αντιστοίχησης «ένα προς ένα») και όχι με όρους δομικής επιλογής (δηλαδή εμπειρικά διαπιστώσιμης βαρύτητας ενός ή του άλλου παράγοντα, εν προκειμένω της μίας ή της άλλης μερίδας του κεφαλαίου μέσα στις αποφάσεις και τα δίκτυα του κρατικού μηχανισμού). Δεν είναι τυχαίο ότι στον Πουλαντζά η μεθοδολογική μετατόπιση προς τον εμπειρισμό συναρθρώνεται με πολιτικές μετατοπίσεις προς τα δεξιά. Πιστεύουμε δε ότι αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο ο Σακελλαρόπουλος θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον, μια που σε κάποια σημεία του βιβλίου δείχνει να του αρκεί η εμπειρική διάψευση των λανθασμένων απόψεων.
Το καθοριστικό για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τη δικτατορία είναι να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα: πώς μπορούσε να εγγυηθεί πολιτικά το κράτος την αναπαραγωγή ενός συνολικού ταξικού συσχετισμού δύναμης; Με τι τρόπο κρίσιμα κέντρα μέσα στο κράτος, που αναλαμβάνουν το ρόλο του κέντρου εξουσίας, μπορούν να προβλέπουν την πιθανότητα να ανατραπούν ισορροπίες, να διακυβευθούν πολιτικά και ιδεολογικά κέρδη μια προηγούμενης περιόδου και επιλέγουν τη δυνατότητα της μιας ή της άλλης πολιτικής επιλογής; Έτσι «επιλέγεται» η δικτατορία, μια δυνατότητα που υπήρχε από την αρχή μέσα από την ειδική άρθρωση των κέντρων εξουσίας.
Ο Σακελλαρόπουλος δείχνει ότι αυτά τα κέντρα δεν σκέφτονται με όρους μερίδων ή συγκεκριμένων καπιταλιστών, αλλά συνολικού κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος, όπως αυτό διαμεσολαβείται από και διαθλάται μέσα στις αστικές ιδεολογίες. Αυτό αποτυπώνεται στην ανάλυση που κάνει για τις μερίδες της αστικής τάξης, τη στάση τους απέναντι στις προηγούμενες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, τον τρόπο με τον οποίο δεν επιθυμούσαν αφηρημένα την ανατροπή της δημοκρατίας, αλλά επιδίωκαν να αναπαραχθεί ένας ορισμένος ταξικός συσχετισμός δύναμης. Μικρή σημασία έχει η συγκεκριμένη διαπλοκή των συνταγματαρχών και μερίδων της ολιγαρχίας. Ούτως ή άλλως ο στρατός είχε διαμορφωθεί ήδη προπολεμικά, αλλά κυρίως στον εμφύλιο και μετά, για να είναι έτοιμος να παίξει έναν τέτοιο ρόλο. Η ανάλυση αποκαλύπτει τη δυνατότητα μετατόπισης του δείκτη κυριαρχίας και μιας αντίστοιχης συμπύκνωσης των αντιφάσεων.
Το προχώρημα της θεωρίας του αστικού κράτους προϋποθέτει να το δούμε ως έναν ιδιαίτερο υλικό μηχανισμό που συμπυκνώνει το μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον. Γιατί έρχονται και ξανάρχονται θεωρητικά σχήματα του κράτους - υπηρέτη συμφερόντων: είτε εκδοχές της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, είτε νεόκοπα σχήματα για την ιδιωτικοποίηση του κράτους και της πολιτικής. Σχήματα ιδεαλιστικά, που αδυνατούν να κατανοήσουν την ειδική υλικότητα του κράτους και του πολιτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα η συστηματική αναφορά του συγγραφέα στους όρους με τους οποίους διαμορφώνεται η ταξική πάλη και σε τελική ανάλυση καθορίζει τις εξελίξεις τον διαχωρίζει και από σχήματα «αυτονομίας του πολιτικού», σχήματα επίσης ιδεαλιστικά Παρότι η στάση της Αριστεράς δεν είναι από τα βασικά θέματα του έργου, η ανάλυση του Σακελλαρόπουλου επιτρέπει τον εντοπισμό της στρατηγικής ανεπάρκειάς της σε σχέση με τη δικτατορία. Το πρόβλημα δεν ήταν αν είχε ετοιμότητα απέναντι στο πραξικόπημα, παρότι μίλαγε διαρκώς γι' αυτό, αλλά η αδυναμία της να αποτελέσει μια ηγεμονική αντικαπιταλιστική δύναμη. Ηγεμονευόταν σε τέτοιο βαθμό από όψεις της αστικής ιδεολογίας, αποτέλεσμα της εσωτερίκευσης της ήττας του εμφυλίου, ώστε αδυνατούσε να κινηθεί με όρους που θα επέτρεπαν την ουσιαστικότερη αντίσταση στη δικτατορία. Αυτό επιτρέπει μια αντικειμενική εκτίμηση των αντιφάσεων που ενέκλειε η άνοδος του λαϊκού κινήματος στη δεκαετία του '60, που αποδεικνύουν ανάμεσα στα άλλα και γιατί δεν ήταν επαναστατική περίοδος τα Ιουλιανά. Το ίδιο το γεγονός της δικτατορίας δικαιώνει την κριτική του Σακελλαρόπουλου στους Μαυρή - Βερναρδάκη. Αν είχαμε τέτοιους όρους πολιτικής και ιδεολογικής αποδέσμευσης των λαϊκών μαζών, αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα είχε συνέπειες και στην αντίσταση στη δικτατορία. Αλλά και στη μεταπολίτευση: η ίδια Αριστερά της λανθασμένης εμπιστοσύνης στον κοινοβουλευτισμό πριν τη δικτατορία, μετά από αυτήν παρέμεινε εγκλωβισμένη στον εξίσου λανθασμένο φόβο ότι διακυβεύεται η αστική δημοκρατία την ίδια τη στιγμή της εδραίωσής της.
Το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου αποτελεί μια σημαντική προσπάθεια να αντιμετωπιστεί θεωρητικά το πρόβλημα της δικτατορίας και να ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση γι' αυτό το θέμα Χωρίς να πέφτει σε σχήματα επανάληψης της ιστορίας, μας θυμίζει τη αναγκαστική βία που χαρακτηρίζει την αστική εξουσία είτε αυτή σέβεται την τυπική δημοκρατική νομιμότητα είτε δεν διστάζει να την ανατρέψει. Αλλά ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει ότι είναι θεωρητικά και πολιτικά αναντικατάστατο να μην ξεχνάμε ποτέ ότι είναι η ταξική πάλη, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη. Σφραγίζει την προδικτατορική περίοδο, χρωματίζει την κρίση της, αλλά και τον κύκλο των εργατικών διεκδικήσεων που την ακολούθησαν για μεγάλο διάστημα, τέτοιων που, ως συλλογικές κατακτήσεις, ακόμη και σήμερα αποτελούν τα ταξικά εκείνα προσκόμματα στα οποία σκοντάφτει η προσπάθεια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.